Συνέντευξη στον Μηνά Κωνσταντίνου

Ο Ζαχάρ Πριλεπίν έχει συγγράψει δεκαεπτά έργα που έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, για τα οποία έχει γραφτεί πως θα πρέπει κανείς να εξετάσει για να κατανοήσει την σημερινή Ρωσία. Του έχουν απονεμηθεί αρκετά λογοτεχνικά βραβεία στη χώρα του, ενώ είναι *μέλος του (απαγορευμένου στη Ρωσία) Εθνικού Μπολσεβικικού Κόμματος. Παράλληλα, έχει πολεμήσει με τις ρωσικές επίλεκτες ομάδες της αστυνομίας της Ρωσίας στην Τσετσενία το 1996, ενώ σήμερα δηλώνει επίσης «υποδιοικητής ταξιαρχίας στο Ντονμπάς» στην Ανατολική Ουκρανία, γεγονός που κατά τον ίδιο συντέλεσε στη μείωση των μεταφράσεων και των προσκλήσεων που δέχεται από τη Δύση.

Ωστόσο, ο ίδιος δεν θεωρεί πως λογοτεχνία και στρατιωτική δράση αλληλοσυγκρούονται, καθώς όπως τονίζει «το βασικό καθήκον ενός συγγραφέα είναι να είναι δίπλα στον λαό του». Μάλιστα, δηλώνει συγκινημένος από τη ζωή και το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και λάτρης της ευρύτερης ελληνικής λογοτεχνίας. «Ελύτης και Λειβαδίτης δεν υστερούν σε τίποτα απολύτως απέναντι σε ονόματα όπως του Χέμινγουει».

«Θεωρώ μεγάλο δώρο για εμένα το ότι ήρθα στη γη στην οποία έζησαν και δημιούργησαν άνθρωποι τέτοιου βεληνεκούς» δηλώνει για την επίσκεψή του στη χώρα μας με αφορμή την παρουσία του στην εκδήλωση «Τέχνη και πολιτική: Ο ρόλος και η στάση της διανόησης απέναντι στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου», που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Ρωσόφωνων Συλλόγων και το ίδρυμα Ντοστογιέφσκι στο Ίδρυμα Κακογιάννη. 

Ο δημοσιογράφος και μεταφραστής, Βασίλης Μακρίδης, μας βοήθησε να μάθουμε τι πιστεύει ένας από τους διάσημους και αμφιλεγόμενους, σύγχρονους Ρώσους διανοούμενους για τη σημερινή κατάσταση στη Ρωσία, την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.

Παρακολουθούμε στις ημέρες μας, μέσα από τις απανωτές κρίσεις χρέους του καπιταλισμού, το μεγάλο κεφάλαιο και την οικονομική ολιγαρχία να επιχειρούν να διασωθούν μέσα από την οικονομία και τα δικαιώματα των χαμηλότερων οικονομικών τάξεων. Εικοσιέξι χρόνια μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι η εργατική τάξη καταδικασμένη απέναντι στον καπιταλισμό,  που πλέον δεν έχει κανένα αντίπαλο δέος;

Θεωρώ πως μέσα στα επόμενα 15-20 χρόνια η Ευρώπη θα είναι αγνώριστη. Πράγματα που σήμερα μας φαίνονται αδύνατον να συμβούν, θα αλλάξουν πάρα πολύ γρήγορα. Τα επόμενα 15-20 χρόνια θα είναι χρόνια πολλών αλλαγών, τουλάχιστον για ένα σημαντικό μέρος της Ευρώπης.

Θα πρέπει κανείς να καταλάβει πως δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μία συνομωσία των παγκόσμιων οικονομικών ελίτ. Εδώ μπαίνει ακόμη και η ελίτ των μίντια, η οποία πολλές φορές είναι και πιο επικίνδυνη από την οικονομική ελίτ. Διότι και αυτή στρέφεται εναντίον των ίδιων λαών, με ακόμη χειρότερο τρόπο.

Αυτό το οποίο κρατάει τον κόσμο σε ύφεση, δεν είναι αυτές καθ’ αυτές οι μηχανορραφίες που κάνει το παγκόσμιο κεφάλαιο, προκειμένου να κρατήσει την κυριαρχία του. Εκείνο το οποίο κρατάει τον κόσμο σε ύφεση και σε καθησυχασμό, είναι ουσιαστικά η πλύση εγκεφάλου που υπόκειται από τα μέσα, εντός εισαγωγικών, ενημέρωσης. Εάν υποθέσουμε ότι δεν λειτουργούν αυτά τα μέσα, με κάποιον τρόπο, τότε αμέσως θα διαφανεί στα μάτια των απλών ανθρώπων η αληθινή πραγματικότητα. Και φυσικά αυτό θα τους οδηγήσει στο να «σβήσουν από τον χάρτη» αυτό τον κόσμο ο οποίος αυτή τη στιγμή τους βασανίζει.

Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι ο επικοινωνιακός πόλεμος εναντίον του απλού κόσμου διεξάγεται σε μεγάλη ένταση, βλέπουμε ότι σε περιπτώσεις όπως το Brexit στη Βρετανία ή τις προεδρικές εκλογές στη Βουλγαρία, και σε μια σειρά από άλλες χώρες που έχουν σημειωθεί αντίστοιχες καταστάσεις, ο κόσμος παρά τις προβλέψεις και τον επικοινωνιακό πόλεμο που διεξάγεται εναντίον του, ότι αντιδρά, αντιστέκεται και αναδεικνύει άλλες λύσεις.

Φανταστείτε, εάν το πεδίο αυτό παρέμενε ελεύθερο και δεν υπήρχε αυτός ο επικοινωνιακός πόλεμος από τα διεθνή συστημικά μέσα. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για τον απλό κόσμο.



Από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Μόσχας το 2016, με τιμώμενη χώρα την Ελλάδα

Βλέπουμε την άνοδο του εθνικισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας. Έναν νεοφασισμό που προβάλλεται όλο και πιο εμφατικά ως εναλλακτική από το ίδιο το σύστημα, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και ως η κυρίαρχη εναλλακτική λύση. Για ποιον λόγο οι άνθρωποι δεν «στρίβουν αριστερά»;

Καταρχάς, το αριστερό κίνημα σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά είναι κάτι το ιδιαίτερο, οπότε δεν θα μπορούσαμε να το βάλουμε αυτό σε έναν κοινό παρανομαστή.

Κατά δεύτερον, εδώ και περίπου εβδομήντα χρόνια διεξάγεται συστηματικά στον δυτικό κόσμο μία προπαγανδιστική επιχείρηση η οποία έχει να κάνει με τη διάλυση του λεγόμενου «Σοβιετικού μύθου», η «μαύρη Βίβλος του κομουνισμού» και άλλα τέτοια. Γενικώς, αυτού του είδους η αντικομουνιστική προπαγάνδα, η οποία γινόταν και γίνεται με πάρα πολύ εντατικό τρόπο εδώ και εβδομήντα χρόνια, η οποία δεν θα ήταν δυνατόν να μην επηρεάσει πολύ κόσμο που ζει σε αυτές τις χώρες.

Γενικότερα, στο δυτικό κόσμο διεξήχθη ενός είδους διαστρέβλωση της γενικότερης εικόνας που έβγαινε προς τα έξω για το τι συμβαίνει. Έτσι, βλέπαμε την ίδια ιστορική περίοδο που στον δυτικό κόσμο κατηγορούσαν τη Σοβιετική Ένωση για τα τανκ στη Βουδαπέστη ή στην Πράγα το 1968, παράλληλα να έχουμε μία στρατιωτική χούντα στην Ελλάδα, για την οποία όλοι τηρούν σιγήν ιχθύος. Τίποτα δεν λέγεται πουθενά. Κάτι γράφεται σε κάποια περιφερειακά -ας το πούμε έτσι- έντυπα, ότι «κάπου, εκεί στην Ελλάδα, έχει γίνει μία δικτατορία, κάτι…».

Αλλά στην πραγματικότητα, αυτό το γεγονός δεν παίρνει τις διαστάσεις που παίρνει η αντισοβιετική προπαγάνδα εκείνου του καιρού, και η προβολή των συγκεκριμένων πραγμάτων που ενδιέφεραν το τότε κατεστημένο. Το ίδιο πράγμα συνέβη και με άλλες χώρες σε άλλες περιφέρειες του κόσμου. Ασία, Λατινική Αμερική… Για την Κούβα υπήρχε ολόκληρο βιβλίο, η «μαύρη Βίβλος της κουβανικής τρομοκρατίας», την ίδια στιγμή που δίπλα, στον Παναμά όπου χτιζόταν ένας επιθετικότατος καπιταλισμός εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν λεγόταν απολύτως τίποτα.

Ως αποτέλεσμα, τα αριστερά κινήματα, τα κομουνιστικά, ακόμη και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη δυτική Ευρώπη έχασαν τον αγωνιστικό τους στόχο. Και αντί να υπερασπίζονται κοινωνικά και συλλογικά δικαιώματα, τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και άλλα, μετατοπίστηκαν περισσότερο στην οικολογία, στον «δικαιωματισμό» και σε διάφορα πράγματα τα οποία, ουσιαστικά, μετατόπισαν το κέντρο βάρους σε κάτι διαφορετικό από αυτό για το οποίο θα έπρεπε να αγωνίζονται.

Ο καπιταλισμός δεν ντρέπεται για την ιστορία του. Για κάποιον περίεργο λόγο, και αυτό αποτελεί παράδοξο, ο κομουνισμός ντρέπεται για την ιστορία του κομουνισμού. Εάν εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύουμε στους εαυτούς μας, είναι απολύτως φυσικό ότι και οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να πιστέψουν σε αυτό το οποίο πιστεύουμε εμείς.

Ποια η ευθύνη των διανοούμενων (των συγγραφέων, των καλλιτεχνών, κλπ) γι’ αυτό το αποτέλεσμα; Εδώ στην Ελλάδα, την ώρα που ο καπιταλισμός προελαύνει και εξαχρειώνει, υπάρχει η κατηγορία περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς»…

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στη Γαλλία. Τα φορτώνουν όλα στην Αριστερά, παρόλο που δεν υπάρχει κανενός είδους «τέτοια» Αριστερά, όπως την εννοούν αυτοί, τέλος πάντων…

Στη Ρωσία, αυτό που συνέβη είναι ότι η εκεί διανόηση ήρθε σε κάποιου είδους διαπλοκή με τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα. Στην πραγματικότητα, η διανόηση έπαψε να είναι διανόηση, με την αυτή καθ’ εαυτήν έννοια.


Από τη συμμετοχή του σε κάποια διαδήλωση

Αυτό το οποίο κάνει η αντίστοιχη ρωσική διανόηση τα τελευταία 20-25 χρόνια, είναι να ταξιδεύει σε  όλον τον κόσμο, να λέει σε όλους «πόσο κακοί είμαστε», ότι «περάσαμε τη δυστυχισμένη περίοδο του κομουνισμού», ότι «σήμερα εξακολουθούμε να είμαστε φτωχοί, να είμαστε έτσι, να είμαστε αλλιώς…», και «ελάτε εσείς να μας μετατρέψετε σε καλούς ανθρώπους, καλούς νεοφιλελεύθερους, καλούς δημοκράτες» και πάει λέγοντας…

Το μόνο που κάνουν είναι να περιφέρονται σε όλον τον κόσμο και να διαδίδουν μία εικόνα η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.  Η ρωσική κοινωνία χωρίζεται, ουσιαστικά, σε ένα 90% και σε ένα 10% επί αυτής της άποψης.

Αυτό το 10% λοιπόν, γυρίζει σε όλον τον κόσμο ως περιοδεύων θίασος και διαδίδει αυτά τα οποία ανέφερα προηγουμένως. Το υπόλοιπο 90% του ρωσικού πληθυσμού βρίσκεται στον αντίποδα. Δηλαδή, πρώτα απ’ όλα σέβεται και αγαπάει την ιστορία του τόπου του, τις παραδόσεις, την κουλτούρα του. Χωρίς αυτό να τον μετατρέπει σε εθνικιστή. Απλώς αγαπάει τη χώρα του, αγαπάει τις γλώσσες του, τις παραδόσεις και την ιστορία του τόπου του.

Υπάρχει, επί παραδείγματι, μία συγγραφέας με καταγωγή από τη Λευκορωσία, που ζει, δημιουργεί και γράφει στη Ρωσία, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η οποία είναι των απόψεων που περιέγραψα. Εάν καθίσουμε στο ίδιο πάνελ σε μία τηλεοπτική εκπομπή και γίνει μία ψηφοφορία ανάμεσά μας στο τηλεοπτικό κοινό, το 99% θα ψηφίσει εμένα. Παρόλα αυτά, η κυρία Αλεξίεβιτς έχει λάβει βραβείο Νόμπελ, ενώ εγώ δεν έχω λάβει κάποιο διεθνές βραβείο, εκτός των ορίων της χώρας μου.

Έχει μάλλον να κάνει με το ποιους εκπροσωπεί ο καθένας και όχι με το πόσους…

Η εικόνα είναι γνωστή σε όλους μας, τόσο που νομίζω πως δεν χρειάζεται αποκωδικοποίηση.

Μπορεί σήμερα ένα έργο να μην είναι πολιτικό;

Σε όποια εποχή και να το δούμε, ξεκινώντας από τον Δάντη και τον Σαίξπηρ και φτάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκι ή τον Ραμπλέ, θα διαπιστώσουμε ότι πάντοτε, το βασικό αντικείμενο που απασχολούσε όλους αυτούς τους συγγραφείς, ποιητές και λοιπούς, ήταν ο κοινωνικός περίγυρος της εποχής.

Είτε από τη μία, όπου μπορεί να γελοιοποιούσαν ή να σατίριζαν κάποια κοινωνικά φαινόμενα της εποχής εκείνης, είτε από την άλλη, να υπερασπίζονταν κάποιες πολύ συγκεκριμένες αξίες. Ανέκαθεν η τέχνη ήταν πολιτικοποιημένη και εξακολουθεί να είναι και σήμερα.

Μία απάτη η οποία έχει γίνει ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια περίπου, είναι ότι ο άνθρωπος της τέχνης (ο ποιητής, ο λογοτέχνης και άλλοι) πρέπει να μένει έξω από την πολιτική.

Ωστόσο, απ’ ότι βλέπουμε αυτό επιτρέπει, παραδείγματος χάριν, να γίνονται βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία ή να διαλύεται το γιουγκοσλαβικό κράτος, να γίνονται βομβαρδισμοί στον Ντομπάς, να γίνονται διάφορες μαζικές σφαγές σε διάφορα μέρη του κόσμου, και την ίδια ώρα ο ποιητής ή ο λογοτέχνης γενικότερα να μην αντιδρά, επειδή, όπως λένε αυτοί, «πρέπει να μένει εκτός πολιτικής».

Στην πραγματικότητα αυτή η στάση δεν είναι απολίτικη. Αντιθέτως είναι απολύτως πολιτική και ιδεολογικοποιημένη. Το μόνο πράγμα το οποίο κάνει στην πραγματικότητα ο εκπρόσωπος αυτής της άποψης, είναι να υποστηρίζει όλες αυτές τις ενέργειες όπως οι παραπάνω. Είναι πολιτική, πολιτικότατη αυτή η σιωπή. Είναι απολύτως πολιτικοποιημένη και ιδεολογικοποιημένη θέση. Είναι φαρισαϊσμός.

Όπως αναφέρεται σε κάποιο απόσπασμα της Βίβλου, σε ελεύθερη μετάφραση, «δεν είσαι ούτε κρύος, ούτε καυτός, είσαι ζεστός. Γι’ αυτό και εγώ θα σε φτύσω» είπε ο Κύριος σε κάποιον. Οι άνθρωποι αυτοί, οι «απολίτικοι», είναι αυτό ακριβώς. Βρίσκονται σε «ενδιάμεση θερμοκρασία». Δεν είναι ούτε κρύοι, ούτε καυτοί. Είναι κάτι πιο ενδιάμεσο.


Με τον ηγέτη της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ», Αλεξάντερ Ζαχαρένκο

Σύμφωνα με τη σύνοψη στο τελευταίο σας βιβλίο «Platoon», καταπιάνεστε με δύο συγγραφείς του 19ου αιώνα για το πώς μπορούσαν, όπως έχετε δηλώσει, «να κρατούν τόσο την πένα, όσο και το όπλο». Την ίδια ώρα, δεδομένης της στρατιωτικής συμμετοχής σας στο Ντονμπάς της Αν. Ουκρανίας, μοιάζετε να επιχειρείτε να λύσετε μια παρόμοια «εξίσωση». Αυτός είναι ο τρόπος για να σπάσει η «σιωπή» των διανοούμενων στην οποία αναφερθήκατε νωρίτερα;

Δεν νιώθω ότι λύνω κάποιο καινούριο ζήτημα ή ότι η μία δραστηριότητά μου εμποδίζει την άλλη. Άλλωστε, εάν δει κανείς ποιοι άνθρωποι πολεμούν στο Ντονμπάς, είναι πρώην δάσκαλοι, πρώην καθηγητές μουσικής, πρώην εργάτες… Ένα σωρό διαφορετικά επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων και άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού. Συνεπώς, δεν υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα σε αυτά τα δύο, και μπορεί κανείς να τα κάνει και τα δύο, δίχως να έρχονται σε αντίθεση.

Το βασικό καθήκον ενός συγγραφέα, ενός λογοτέχνη, είναι να είναι δίπλα στον λαό του. Για εμένα, η ιστορία της ποίησης και της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική αυτού του γεγονότος. Το βλέπει κανείς παρατηρώντας όλους αυτούς τους ανθρώπους που έγραψαν λογοτεχνία στην Ελλάδα τον περασμένο αιώνα. Ο Λειβαδίτης πήγε στην εξορία, ο Ελύτης πολέμησε στο Μέτωπο… Όλοι ήταν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Αυτό είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, τόσο για την ελληνική λογοτεχνία, όσο και γενικότερα.  

Την ώρα που το σύστημα πλασάρει απέναντι σε αυτή την τοποθέτηση ένα «κενό» lifestyle, πως μπορεί ο άνθρωπος της τέχνης να συμβάλει στο χτίσιμο του «μετώπου της αντίστασης»;  Η «επιθετική» τοποθέτηση που περιγράφετε, μπορεί να δώσει την απάντηση;

Ασφαλώς! Πρέπει η ζωή να είναι πραγματική και όχι μίμηση. Αυτό το οποίο βλέπει κάποιος στα εξώφυλλα των περιοδικών σε όλο τον κόσμο είναι να προβάλλονται άνθρωποι-«απομιμήσεις», μιμητές κάποιων άλλων. Δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι που ασχολούνται με πραγματικά πράγματα. Αντιθέτως, είναι άνθρωποι που μιμούνται κάποιους άλλους. Ένας μιμητής του Τσε Γκεβάρα, ένας μιμητής κάποιας άλλης προσωπικότητας. Σε κάθε περίπτωση είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι αληθινοί, δεν έρχονται μέσα από το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Διαβάζοντας, ας πούμε, εξετάζοντας κανείς το αρχείο των σοβιετικών εφημερίδων των δεκαετιών του ’30 ή του ’40, θα έβλεπε να προβάλλονται άνθρωποι όπως ένας άνδρας που έκανε πτήση μέχρι τον Νότιο Πόλο ή μία γυναίκα που δουλεύει σε μία αγροτική φάρμα. Άνθρωποι της δουλειάς και του μόχθου, άνθρωποι της τέχνης, αλλά άνθρωποι πραγματικοί. Με επιτυχίες και με επιτεύγματα πραγματικά.

Αυτό το οποίο βλέπει κανείς σήμερα από όλα τα έντυπα και τον παγκόσμιο τύπο, είναι να προβάλλονται άνθρωποι και στερεότυπα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. 
 
*ΥΓ. Σύμφωνα με την ανάρτηση του διερμηνέα της συνέντευξης και γνώστη ρωσικής πραγματικότητας, Βασίλη Μακρίδη, ο Ζαχάρ Πριλέπιν δεν είναι πλέον μέλος του Μποελσεβικικού Κόμματος, το οποίο αναφέρει ως «μη καταχωρημένο».