Σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, οι τρεις προσφάτως εκδοθείσες γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ, οι οποίες βασίστηκαν στις αντίστοιχες του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανοίγουν πλέον διάπλατα τον δρόμο για την παραγραφή πλήθους φορολογικών υποθέσεων των οποίων οι έλεγχοι δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί πλήρως.
 
Οι τρεις γνωμοδοτήσεις, εκτός από την παραγραφή πλήθους υποθέσεων, προστατεύουν πλέον όλους τους εμπλεκόμενους ποινικά, καθώς δεν μπορεί να υποβληθεί μηνυτήρια αναφορά στο πρόσωπό τους.
 
Αποτέλεσμα των γνωμοδοτήσεων, χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος για τα έτη 2006-2010 θεωρούνται πλέον οριστικά παραγεγραμμένες, με το Δημόσιο να μην έχει πια κανένα δικαίωμα να ολοκληρώσει του ελέγχους ή να διεκδικήσει την είσπραξη τυχόν ήδη επιβληθέντων φόρων ή προστίμων. Την ίδια ώρα, χιλιάδες ακόμη υποθέσεις του έτους 2011 που εκκρεμούν για φορολογικό έλεγχο παραγράφονται στο τέλος του τρέχοντος έτους.
 
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η οικονομική εφημερίδα, το ύψος των ήδη βεβαιωθέντων φόρων και προστίμων που χάνονται οριστικά για το Δημόσιο υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα που δεν πρόκειται να βεβαιωθούν στο μέλλον από τη ματαίωση χιλιάδων επικείμενων φορολογικών ελέγχων ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ.
 
Ουσιαστικά, οι δύο γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ καθιστούν άμεσα παραγεγραμμένες όλες τις μη ακόμη ελεγχθείσες, καθώς και τις μη ακόμη οριστικά κριθείσες σε επίπεδο Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, για τα έτη προ του 2011. Στις υποθέσεις αυτές περιλαμβάνονται:

  • η λίστα των 65 ψηφιακών δίσκων με το 1,3 εκατ. Έλληνες μεγαλοκαταθέτες της περιόδου 2000-2012
  • η λίστα Λαγκάρντ
  • η λίστα των εμβασμάτων εξωτερικού

 
Σημειώνεται πως με την τρίτη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, για όσες εκκρεμούσες για έλεγχο υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος θεωρούνται παραγεγραμμένες, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ως «συμπληρωματικά στοιχεία που μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου από 5ετή σε 10ετή».
 
Η παραπάνω γνωμοδότηση, στις επιταγές των αποφάσεων του ΣτΕ, σημαίνει αυτομάτως πως δεν μπορεί να υποβληθεί μηνυτήρια αναφορά από τα αρμόδια φορολογικά όργανα, συνεπώς οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά.
 

Οι γνωμοδοτήσεις της παραγραφής

 
Διαβάστε αναλυτικά τι προβλέπουν οι τρεις γνωμοδοτήσεις, όπως δημοσιεύτηκαν στη Ναυτεμπορική:
 
α) Με την υπ’ αριθμόν 265/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ που έγινε δεκτή από τον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλή με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1191/2017 ορίζονται τα εξής:

«Η ανακρίβεια της δηλώσεως και των συνυποβληθέντων με αυτήν ειδικών εντύπων και καταστάσεων μπορεί να διαπιστώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ένας εκ των οποίων είναι και η διάσταση προς την οποία τελεί το περιεχόμενο της δηλώσεως (και των συνυποβληθέντων με αυτήν ειδικών εντύπων και καταστάσεων) προς τα προκύπτοντα από τα συνυποβληθέντα προς απόδειξη των δηλουμένων δικαιολογητικά, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Κ. Στην περίπτωση όμως αυτή και με δεδομένο ότι τα δικαιολογητικά συνυποβάλλονται με τη δήλωση και επομένως περιέρχονται στη γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και μπορούν να ληφθούν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, η μετ’ έλεγχο διαπίστωση της προαναφερθείσης διαστάσεως μετά την πάροδο της πενταετούς παραγραφής του κανόνα της παραγράφου δεν παρίσταται ικανή να ενεργοποιήσει τον κανόνα της δεκαετούς παραγραφής.
 
Περαιτέρω η ανακρίβεια της δήλωσης μπορεί να διαπιστώνεται με βάση τα περιερχόμενα στη φορολογική αρχή στοιχεία και πληροφορίες από το φορολογούμενο ή τρίτα πρόσωπα ή άλλες δημόσιες αρχές ή στο πλαίσιο διενεργηθέντος φορολογικού ελέγχου. Η ανακρίβεια της δηλώσεως στην περίπτωση αυτή προκύπτει από συμπληρωματικά στοιχεία και, επομένως, η δυνατότητα εκδόσεως φύλλου ελέγχου (αρχικού ή συμπληρωματικού) με βάση τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία, τα οποία περιέρχονται στη φορολογική αρχή μετά την προθεσμία της πενταετούς παραγραφής, εμπίπτει στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (σ.σ.: του παλαιού Κώδικα, του ν. 2238/1994), πλην, όμως, καίτοι η περίπτωση αυτή φαίνεται στον νόμο ως αυτοτελής και διακεκριμένη από την περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ιδίου Κώδικα (ανακρίβεια της δηλώσεως), κατ’ ουσίαν οι δύο αυτές περιπτώσεις νομοθετικής παρεκτάσεως του χρόνου παραγραφής σε δεκαετία είναι εμφανές ότι αλληλοκαλύπτονται σε υποθέσεις ανακρίβειας της υποβληθείσης δηλώσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη μη δηλωθέντος εισοδήματος και περιέρχονται μετά την πενταετία σε γνώση της φορολογικής αρχής τεκμηριώνουν, κατ’ αρχήν, και την (αντικειμενική) ανακρίβεια της υποβληθείσης δηλώσεως…».

β) Με την υπ’ αριθμόν 268/2017 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ, την οποία έκανε επίσης δεκτή ο κ. Πιτσιλής με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1192/2017 εγκύκλιο, ορίζονται τα εξής:
 
«Εν όψει των γενομένων δεκτών με τις υπ’ αριθ. ΣτΕ 1738/2017, ΣτΕ 2934/2017 και ΣτΕ 2935/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) επί της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 78 (παράγραφοι 1-2) του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – ΚΦΔ – (ν.4174/2013), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγράφου 11, εδάφιο δεύτερο, του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες παρεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής σε εικοσαετή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής που διαπράχθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί μέχρι τότε, είναι εφαρμοστέες από τη Φορολογική Διοίκηση, εφόσον υπάρχει δυνατότητα εκδόσεως πράξεων προσδιορισμού φόρου και προστίμων σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν στις χρήσεις των ετών 2012 και 2013 και όχι σε προγενέστερες του έτους 2012».

γ) Με την υπ’ αριθμόν 254/2017 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή με την εγκύκλιο υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1190/2017, ορίζεται ότι για φορολογικές υποθέσεις τις οποίες οι φορολογικές αρχές, συμμορφούμενες με την υπ’ αριθμόν ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 2017/15.09.2017 απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, δεν «προτεραιοποιούν» για έλεγχο, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα, «δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατή η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης (σ.σ.: προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες ποινικών διώξεων από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές κατά των υπευθύνων για τη διάπραξη αδικημάτων φοροδιαφυγής), αφού για τις υποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος και να εκδοθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και την εν συνεχεία άσκηση της ποινικής δίωξης». Στο σκεπτικό του, το Β’ Τμήμα του ΝΣΚ στέκεται ιδιαίτερα στη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 55Α του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013) η οποία προστέθηκε τον Οκτώβριο του 2015 με τον ν. 4337/2015 και προβλέπει ότι για την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως (σ.σ.: για αδικήματα φοροδιαφυγής) απαιτείται πρώτα η έκδοση οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου (σ.σ.: απαιτείται δηλαδή πρώτα να έχει ξεκινήσει και να έχει ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος), αφού με την πράξη αυτή προσδιορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής βάσει του οποίου κρίνεται και το εάν ο ελεγχθείς έχει διαπράξει ή όχι ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής.