Ι. Κατά την διάρκεια του τρίτου δεκαήμερου του Αυγούστου αυτού του έτους (2023), την ώρα που λυσσομανούσε η τεράστια πυρκαγιά στον Έβρο, κυκλοφόρησε ευρύτατα η φήμη πως εμπρηστές ήσαν αλλοδαποί «λαθρομετανάστες» που βρίσκονταν στην περιοχή. Το ότι ήσαν «λαθρομετανάστες» ήταν ένα γεγονός που συσχετιζόταν εξ ορισμού με συμμετοχή τους σε μιαν ανθελληνική και δυνάμει εγκληματική συνωμοσία. Εμφανίστηκαν τότε διάφοροι Ελληνόφρονες αυτόκλητοι «εθνοφύλακες» οι οποίοι ανέλαβαν, ipso jure, αστυνομικά καθήκοντα: περιπολούσαν στην επίμαχη εδαφική έκταση, συνέλαβαν ενδεείς και περιδεείς «λαθρομετανάστες» και αφού τους κακοποίησαν, προς τέρψιν των εθνικοφρόνων ενστίκτων τους, τους στρίμωξαν κτηνωδώς μέσα σ’ ένα τρέϊλερ αυτοκινήτου τους φροντίζοντας, ταυτόχρονα, να αποθανατίσουν, με αυταρέσκεια αράχνης που έπιασε μύγα, την εθνοπρεπή άμα και ηρωϊκή συμπεριφορά τους με την δέουσα βιντεοσκόπηση την οποία και έσπευσαν να την δημοσιοποιήσουν προκειμένου να δρέψουν τις δάφνες της πάνδημης αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης των συμπατριωτών τους.  Οι εκπρόσωποι της ελληνικής Πολιτείας εκάκισαν τηλεοπτικώς την συμπεριφορά τους, την χαρακτήρισαν ως αυτοδικία ανεπίτρεπτη στο πλαίσιο ενός ευνομούμενου κράτους οι δε αυτόκλητοι «εθνοφύλακες» οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα ο οποίος άσκησε κατ’ αυτών κακουργηματική ποινική δίωξη παραπέμποντάς τους στον Ανακριτή.  Η δικαστική δίωξη των Ελληνοφρόνων κακοποιών εξόργισε μια όχι ασήμαντη μερίδα του ελληνικού λαού ο οποίος αποδέχτηκε, με πρόθυμα και ανυπόμονα αυτιά, την είδηση ότι οι εμπρηστές ήσαν «λαθρομετανάστες». Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης τους εξόργισε αλλά δεν τους αποθάρρυνε. Η αρνητική εμπειρία της παταγώδους διάψευσης της εθνοπρεπούς πίστης τους, δεν τους πτοεί: ο ελληνόφρων αντιδραστικός, ο ακροδεξιός που αρέσκεται να βλέπει παντού ανθέλληνες, ο συνειδητός φασίστας, ο πρώτος τυχών τραμπούκος με γροθιά ογκοδέστερη του εγκεφάλου του, ζει σ’ ένα δικό του κόσμο ο οποίος είναι στεγανός απέναντι στην εμπειρία, ιδιαίτερα απέναντι στην αρνητική εμπειρία. Είναι ευλαβής πιστός της Sancta Simplicitas (Αγίας Αφέλειας), έχει ροπή προς την απλοϊκότητα και προτίμηση προς τους μύθους, μια και ο μύθος είναι ένας παράδοξος και αλλόκοτος σωρός συγκεχυμένων ιδεών και χονδροειδών προλήψεων, μια σκέτη τερατωδία και, το σπουδαιότερο, είναι αδιαπέραστος από την λογική επιχειρηματολογία. Ο μύθος Δ Ε Ν  ανατρέπεται από συλλογισμούς και, μ’ αυτήν την έννοια, είναι  ά τ ρ ω τ ο ς [1].  Κατά την άποψη των ελληνοφρόνων τραμπούκων και των καθοδηγητών τους πρέπει να πείσουμε αποφεύγοντας, ει δυνατόν, τα λογικά επιχειρήματα. Μόνον έτσι θα έχουμε επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο λόγος είναι προφανής: «ένα λογικό επιχείρημα πάντα ηττάται από ένα λογικότερο, ενώ το πιο παράλογο επιχείρημα δεν ηττάται απαραιτήτως από το απλώς παράλογο: τα επιχειρήματα είναι που περιττεύουν». [2]  Γι’ αυτό και ο Μαρτίνος Λούθηρος αποκαλούσε την λογική «πόρνη του διαβόλου» τον δε Νικόλαο Κοπέρνικο, εκείνον τον μεγάλο επιστήμονα, «τρελό» επειδή παραθεωρούσε το ότι είναι γραμμένο στη Βίβλο πως ο Θεός διέταξε τον ήλιο να περιστρέφεται γύρω από την γη και όχι το αντίστροφο. [3] Μετά ταύτα, όντως περιττεύουν τα επιχειρήματα! Όταν το  επιχείρημα περιττεύει τότε  ο οιοσδήποτε   μπορεί να  ισχυρίζεται  οτιδήποτε άνευ  ουδενός  λογικού περιορισμού  μέχρι  του  σημείου  να  υπονομεύεται   απ΄το  μέγεθος  του  ίδιου  του  παραλογισμού  του. Όσο  λιγότερο  στηρίζεται  στην  λογική  μια γνώμη, μια άποψη, μια  εντύπωση, τόσο  δυσκολότερο  είναι  να  ξεριζωθεί . (βλ. E.R.DODDS, Εθνικοί και Χριστιανοί σε  μια  εποχή  αγωνίας. Από  τον  Μάρκο  Αυρήλιο ως  τον  Μεγάλο  Κωνσταντίνο  σε μτφρ. Κώστα  Αντύπα , Αλεξάνδρεια , Αθήνα , 1995, σελ. 178.)  Οι «λαθρομετανάστες» εμφανίζονται και λειτουργούν ως βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, εκτός των άλλων και για τις καταστροφικές πυρκαγιές. Οι αυτόκλητοι «εθνοφύλακες» του Έβρου ισχυρίστηκαν ότι συνέλαβαν τους άμοιρους, άστεγους και περιδεείς αλλοδαπούς παράτυπους μετανάστες να βάζουν φωτιά στο δάσος επιχειρώντας να μετατρέψουν σε παρανάλωμα του πυρός την πόλη της Αλεξανδρούπολης. Αυτό που υποβαθμίστηκε σκανδαλωδώς απ’ τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο και απ’ τον λόγο των κυβερνητικών εκπροσώπων ήταν τούτο: Η ΕΛ.ΑΣ, κατά την διενεργηθείσα αυτεπαγγέλτως προκαταρκτική εξέταση (αστυνομική προανάκριση), υ ι ο θ έ τ η σ ε  την κακεντρεχή επινόηση των αυτόκλητων «εθνοφυλάκων» ως ουσιαστικώς μάλλον βάσιμη, σχημάτισε κατ’ αυτών (αλλοδαπών) δικογραφία για εμπρησμό με πρόθεση, τους παρέπεμψε στον Εισαγγελέα ο οποίος, με την σειρά του, αντί να θέσει την δικογραφία στο αρχείο, ως παντελώς ουσιαστικά αβάσιμη, άσκησε κατά των ταλαιπώρων αλλοδαπών ποινική δίωξη για εμπρησμό παραπέμποντάς τους στον Ανακριτή. Μ’ αυτόν τον τρόπο νομιμοποίησε την συμπεριφορά και των ελληνοφρόνων «εθνοφυλάκων», μετατρέποντας την κακεντρεχή επινόησή τους σε βάσιμη καταγγελία, και την προχειρότητα της αστυνομικής προανάκρισης. Τελικά, οι αλλοδαποί, κατηγορούμενοι πλέον, αφέθηκαν ελεύθεροι, άνευ ουδενός περιοριστικού όρου, διότι ο Εισαγγελέας και ο Ανακριτής διαπίστωσαν ότι η κατ’ αυτών καταγγελία ήταν παντελώς αβάσιμη ουσιαστικά. Του κάκου! Στην εφημερίδα «Εστία» της 26-8-2023 διαβάζουμε πως «Διώκονται για κακούργημα επειδή συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω μετανάστες να βάζουν φωτιά Έλληνες πολίτες κατηγορούμενοι για ρατσισμό, επειδή “κράτησαν„ μέχρι να έρθει η Αστυνομία αλλοδαπούς που ήθελαν να κάνουν παρανάλωμα την πόλη της Αλεξανδρουπόλεως. Θριαμβεύει η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας και το οξύμωρο: Ασκήθηκε δίωξη στους μετανάστες για εμπρησμό…» (Με την τελευταία φράση σαν να μας κλείνει με νόημα το μάτι…). Πρόκειται για εκδήλωση φανατικής αδιαλλαξίας που απορροφάται από τμήμα του ελληνικού λαού σαν αργό δηλητήριο που δεν πρόκειται να αποβληθεί απ’ την σκέψη του και τόσο εύκολα. Τέτοιου είδους δημοσιεύματα αποσκοπούν στο να διεγείρουν τις προκαταλήψεις των αδαών και να τους διευκολύνουν να τις εξωτερικεύουν ανεμπόδιστα μέσα σ’ ένα γενικευμένο κλίμα υπολανθάνουσας παραφροσύνης, όντες φορείς μιας αποπνευματωμένης φρενίτιδας. Ο παράτυπος αλλοδαπός μετανάστης (εάν είχε δεόντως θεωρημένο διαβατήριο στην διάθεσή του δεν θα ερχόταν στην Ελλάδα ούτε έρποντας ούτε κολυμπώντας), με την πλησμονή παρόμοιων δημοσιευμάτων και σχετικών ανορθόλογων, φασιστικών πολιτικών αντιλήψεων, συσχετίζεται εξ ορισμού με συμμετοχή σε μιαν αντεθνική, αντικοινωνική και δυνάμει εγκληματική συνωμοσία, εξ αιτίας ενός «ευρύτερου συμπλέγματος ενοχής» που καλλιεργήθηκε, δολίως και τεχνηέντως, απ’ την κοινωνική και πολιτική συντήρηση του τόπου, απ’ τους πολιτικούς διαχειριστές της και τους πνευματικούς καθοδηγητές της. Έτσι, ο «λαθρομετανάστης» στην συνείδηση των απλοϊκών, αδαών ελληνοφρόνων, των ευλαβών προσκυνητών της Sancta Simplicitas (Αγίας Αφέλειας), ταυτίστηκε με τον ανθέλληνα κακοποιό, τον συμμέτοχο μιας αντικοινωνικής και εγκληματικής συνωμοσίας που πρέπει να παταχθεί αμείλικτα. Τώρα αν συμβεί κατά την διαδικασία αυτής της πάταξης να επισυμβούν πράξεις μη σύννομες, έκνομες, πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με πνεύμα ελληνοπρεπούς κατανόησης: Πρόκειται για αναγκαιότητα εθνικής εμβέλειας, πρωταρχική και ύψιστη, μιαν αναγκαιότητα που δεν επιλέγεται αλλά επιλέγει, μιαν αναγκαιότητα υπέρτερη κάθε συλλογισμού, που δεν επιδέχεται καμία συζήτηση και δεν  α π α ι τ ε ί   κ α μ ί α  α π ό δ ε ι ξ η. [4] Οι παρατυπίες, όποιες και να είναι, συγχωρητέες λοιπόν. Στο κάτω-κάτω necessitas legem non habet (η ανάγκη νόμο δεν γνωρίζει)· τουναντίον, la nécessité fait loi (η ανάγκη δημιουργεί νόμο!).  Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, εκτός από παράνομες δραστηριότητες έχουμε και ανήθικες πράξεις, πρέπει νάχουμε υπόψη μας ότι η προδιαληφθείσα αναγκαιότητα υποχρεώνει την ηθική να αναστείλει τους κανόνες της για χάρη των αρχών της! [5] Και τι απαιτούν οι «αρχές της ηθικής» εν προκειμένω; Την, πάση θυσία, απόκρουση της εθνολογικής και θρησκευτικής αλλοίωσης του νεοελληνικού έθνους που κινδυνεύει απ’ την εισδοχή των αλλόφυλων και αλλόθρησκων (στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι) «λαθρομετανστών» (λες και υπάρχουν, μπορούν να υπάρξουν, λαθραίοι άνθρωποι). Οι χαίνουσες πληγές της ελληνικής κοινωνίας θα θεραπευτούν αρκεί να στραγγαλίσουμε τον τελευταίο Πακιστανό μετανάστη με τα έντερα του τελευταίου Αφγανού πρόσφυγα. Ας μη μας απασχολεί, λοιπόν, η νομιμότητα. Συνέβη ενωρίτερα και εις την Εσπερίαν: Στις 2-5-1935 το Διοικητικό Δικαστήριο της Πρωσίας ενομολόγησε ότι η Μυστική Πολιτική Αστυνομία (GE.STA.PO) δεν θα μπορούσε να καταστεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Λίγο αργότερα (10-2-1936) η πιο πάνω νομολογιακή θέση υιοθετήθηκε από τον Νόμο σύμφωνα με τον οποίο «Οι διαταγές και οι δραστηριότητες της GES.TA.PO, ΔΕΝ αποτελούν αντικείμενο ελέγχου των διοικητικών δικαστηρίων»! Αυτό δα έλειπε! Παράλληλα ο καθηγητής Huber έγραφε ότι «η εξουσία της GES.TA.PO εδράζεται στο εθιμικό δίκαιο του Reich» ο δε δόκτωρ Best, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου εσωτερικών, τον συμπλήρωνε εκτιμώντας ότι οι εξουσίες της GES.TA.PO απέρρεαν από την «νέα φιλοσοφία» και, ως εκ τούτου, δεν είχαν ανάγκη από ειδική νομική θεμελίωση. [6] Νομιμότητα! Μπροστά στην εθνική ανάγκη, έτσι όπως την αισθάνεται και την οριοθετεί ο πρώτος τυχών αμβλύνους «επαγγελματίας Έλλην» του Έβρου και ο οιοσδήποτε εξ Αθηνών ορμώμενος «πνευματικός καθοδηγητής» του, παριστά παρωχημένην έννοια. Το είπε και ο Αδόλφος Χίτλερ «…θα’ ‘ρθει μια μέρα που στην Γερμανία θα θεωρείται «ντροπή» να είναι ένας άνθρωπος νομομαθής». [7] Πολύ πριν τον Αδόλφο Χίτλερ ο Πλάτωνας είχε υποστηρίξει πως ο «βασιλικός ανήρ», δηλαδή ο προικισμένος με «αρετήν και επιστήμην» πολιτικός ηγέτης ο οποίος, ως φορέας του λόγου, υπηρετεί εξ ορισμού την ιδέα της δικαιοσύνης, δεν είναι υποχρεωμένος να σέβεται και να τηρεί τους νόμους που θεσπίστηκαν είτε από άλλους είτε από αυτόν τον ίδιο. Μ’ άλλα λόγια, δικαιούται να κυβερνά απολυταρχικώς, νομικά αδέσμευτος και ανέλεγκτος: «Το δ’ άριστον ου τους νόμους εστίν ισχύειν, αλλ’ άνδρα τον μετά φρονήσεως βασιλικόν» (Πολιτικός 294α). Και μια και η βούληση του «βασιλικού ανδρός» κατισχύει των υφιστάμενων νόμων, θα ενεργεί κατά βούληση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις γραπτές (νομικές) διατάξεις όταν δεν συμφωνεί μ’ αυτές. Τούτο συμβαίνει, διότι θεωρείται περιττόν ή ακόμη και επιζήμιο για την «ορθήν πολιτείαν» να υπάρχουν μέσα στο πλαίσιό της κωλύματα («εμποδίσματα», Πολιτικός, 295b) στην δράση του άρχοντα, ειδικότερα κανόνες δικαίου που θα ρυθμίζουν την συμπεριφορά του και θεσμοί ελέγχου της εξουσίας του που, όσο να’ ναι, ενδεχομένως να λειτουργούν προστατευτικά της ελευθερίας των αρχομένων. [8]  Η περιφρόνηση λοιπόν προς την νομιμότητα όταν αυτή δεν μας εξυπηρετεί εμάς τους άρχοντες καταπιεστές, έχει βαθιές φιλοσοφικές ρίζες και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλείται στην απεχθή συμπεριφορά του αμβλύνοος παρακρατικού του Έβρου και του ταξικά ιδιοτελούς πνευματικού καθοδηγητή του που τον στηρίζει και τον προωθεί. Θα κλείσουμε αυτήν την παράγραφο με μια σημαντική διευκρίνιση – παρατήρηση. Οι εκπρόσωποι της ελληνικής Πολιτείας που εκάκισαν τηλεοπτικώς την αξιόποινη και ανήθικη συμπεριφορά των αυτόκλητων «εθνοφυλάκων» του Έβρου, την χαρακτήρισαν ως «αυτοδικία». Το πλημμέλημα της αυτοδικίας τυποποιείται στο άρθρο 331 του Ποινικού μας Κώδικα ως ακολούθως: «Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση». Το πιο πάνω πλημμέλημα αφορά ιδιωτικά κυρίως συμφέροντα. Με την προαναφερθείσα διάταξη προστατεύεται κυρίως ατομικό έννομο αγαθό. Γι’ αυτό και διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση (μήνυση του παθόντος). Οι «εθνοφύλακες» του Έβρου ανέλαβαν και εξετέλεσαν, με δική τους πρωτοβουλία, αστυνομικά καθήκοντα όχι για να προστατεύσουν κάποια ιδιωτικά τους συμφέροντα, κάποια δικά τους, ατομικά τους έννομα αγαθά, αλλά για να δράσουν ως παρακρατικά όργανα σ’ ένα κοινωνικό, πολιτικό και νομικό χώρο που δεν τους ανήκε και ως προς τον οποίο ουδέν δικαίωμα είχαν. Δεν ήσαν φορείς κρατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά έσπευσαν να οικειοποιηθούν κρατική εξουσία για να «βοηθήσουν το κράτος» τους κακοποιώντας και συλλαμβάνοντας, χωρίς δικαίωμα, αναίτιους αλλοδαπούς τους οποίους επιχείρησαν να ενοχοποιήσουν με κακεντρεχείς επινοήσεις. Το να χαρακτηρίσει κανείς την αξιόποινη συμπεριφορά τους ως «αυτοδικία» θάτανε τουλάχιστον άστοχο και θα συνιστούσε χλιαρή, παραμορφωτική απεικόνιση της δράσης τους. Το δίκαιο δεν νοείται χωρίς την ύπαρξη ενός «μηχανισμού καταναγκασμού» ικανού να επιβάλει την τήρηση των επιταγών του. Τέτοιος «μηχανισμός» είναι κατ’ εξοχήν το κράτος, πούχει το μονοπώλιο του καταναγκασμού πράγμα που σημαίνει ότι δεν ανέχεται άλλην βία εκτός από εκείνην που αυτό το ίδιο ασκεί (ή επιτρέπει να ασκείται από ά λ λ ο υ ς).  [9] Οι αυτόκλητοι «εθνοφύλακες» του Έβρου, χαρακτήρισαν, ως μη όφειλαν, την ποινικώς αδιάφορη συμπεριφορά των ανέστιων αλλοδαπών μεταναστών ως αξιόποινη και μάλιστα κακουργηματικού χαρακτήρα, τους κακοποίησαν, τους «συνέλαβαν», παρ’ όλο που ουδέν αδίκημα ετέλεσαν, τους περιόρισαν ασφυκτικά, σε κλειστό χώρο και τους π α ρ έ δ ω σ α ν στην αστυνομία η οποία έσπευσε άκριτα να υιοθετήσει, κατά την αστυνομική προανάκριση, τους ψευδείς ισχυρισμούς τους, δυνάμει των οποίων κατέστησαν οι αλλοδαποί, κατηγορούμενοι αναιτίως. Η συνεργασία αστυνομίας και ελληνοφρόνων «εθνοφυλάκων» είναι, στην περίπτωση αυτή, πρόδηλη. Πρόκειται, λοιπόν, για βία που ασκήθηκε από άλλους κατά την εικαζομένη βούληση του κράτους, δηλαδή πρόκειται για παρακρατική βία. Παρακρατική ναι, αντικρατική όμως όχι, με την έννοια ότι η κρατική έννομη τάξη, με κυρίαρχη όψη την αστυνομία, δεν αντιμετωπίζει α υ τ ή ν την βία, αυτήν την συμπεριφορά ως απειλή για την ίδια αλλά ως επιθυμητή ενίσχυση της δικής της δύναμης! Κλασικό παράδειγμα τέτοιας στάσης είναι η επί μακρόν ανοχή της φασιστικής βίας της Χρυσής Αυγής από την ελληνική έννομη τάξη πρωτίστως απ’ την αστυνομία. Η θεσμοθετημένη έννομη τάξη συναντά νομικά κωλύματα στην δράση της. Είναι τα Πλατωνικά “εμποδίσματα”. Η παρακρατική φασιστική συμμορία δρα τελείως ελεύθερα και ανέλεγκτα, αψηφά την νομιμότητα και ενίοτε την διασύρει δημοσίως ονειδιστικά. Αρκεί να έχει την «κατανόηση» της έννομης τάξης την οποία και θα έχει με την προϋπόθεση να μην «υπερβεί τα εσκαμμένα» και εκτεθεί η κρατική-ταξική εξουσία. Εν συμπεράσματι: Το να αποκαλείς «αυτοδικία» μια καθόλα παρακρατική συμπεριφορά κακοποιών, αν μη τι άλλο σημαίνει ότι επιχειρείς να συγκαλύψεις τον π ο λ ι τ ι κ ό και βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας επονείδιστης δραστηριότητας και, επί πλέον, επιχειρείς να την αποσυνδέσεις από την κρατική βία της οποίας είναι, σε τελευταία ανάλυση, διαχρονική μορφή της.

 

ΙΙ. Η παρακρατική δραστηριότητα, ως μορφή κρατικής καταστολής, δεν πρωτοεμφανίστηκε σήμερα, δεν είναι σύμπτωμα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι απαρχές της βρίσκονται στις κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας Ρώμης, φυσικά με τις εκάστοτε ιδιαιτερότητές της οι οποίες, όμως, απλώς την εξειδικεύουν δεν την αναιρούν ως ιστορικό, κοινωνικό δεδομένο. Παρουσιάζει ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά ακόμη κι όταν εμφανίζεται σε κοινωνίες απομακρυσμένες στον χώρο και τον χρόνο. Ας δούμε, έστω εν τάχει, μερικές ιστορικές όψεις της:  Στην αρχαία Α θ ή ν α η κατάσταση ενός πολίτη μπορούσε να θιγεί με την «α τ ι μ ί α» η οποία επιβαλλόταν ως ποινή για διάφορα εγκλήματα. Αυτό σήμαινε ότι έχανε δικαιώματα και προνόμια. Κατά τον έκτο και τις αρχές του πέμπτου αιώνα η «ατιμία» σήμαινε «θέση εκτός νόμου»:αν κάποιος ήταν «άτιμος» μπορούσε ο καθένας να τον σκοτώσει ή να τον κακομεταχειριστεί με άλλον τρόπο ή να διαρπάξει την περιουσία του χ ω ρ ί ς να υπόκειται σε δ ί ω ξ η ή π ο ι ν ή. Μια τέτοια κατάσταση θα καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη την παραμονή του στην αθηναϊκή επικράτεια. Η «ατιμία» αυτού του είδους ήταν σχεδόν ισοδύναμη με απέλαση από την Αττική και μπορούσε να επιβληθεί τόσο σε ξένους όσο και σε Αθηναίους. Περί τα τέλη του πέμπτου αιώνα χρησιμοποιόταν για την θέση εκτός νόμου μια διαφορετική φράση: «Ας πεθάνει ατιμωρητί», ενώ η λέξη «ατιμία» είχε καταλήξει να σημαίνει κάτι λιγότερο απ’ αυτό. Σε χοντρές γραμμές σήμαινε αποκλεισμό από τα προνόμια της αθηναϊκής ζωής και ήταν ποινή που επιβαλλόταν μόνο σε πολίτες, χωρίς εφαρμογή σε αλλοδαπούς. Αν έβλεπαν κάποιον Αθηναίο που είχε υποστεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων να βρίσκεται σε κάποιο από τα απαγορευμένα γι’ αυτόν μέρη ή να επιτελεί οποιαδήποτε από τις λειτουργίες που του ήσαν απαγορευμένες, τότε, ό π ο ι ο ς  ή θ ε λ ε μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον του την διαδικασία της «ε ν δ ε ί ξ ε ω ς»  «ένδειξις» σημαίνει «επισήμανση». Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της «ενδείξεως» ήταν ότι, μετά την υποβολή της κατηγορίας στους άρχοντες, ο μηνυτής μπορούσε, αν ήθελε, να συλλάβει τον κατηγορούμενο και να τον οδηγήσει στην δημόσια φυλακή για να φρουρηθεί εκεί μέχρι την δίκη. [10] Οι Αθηναίοι δεν είχαν σε υπόληψη το αστυνομικό έργο γι’ αυτό και το ανέθεταν σε  δ ο ύ λ ο υ ς, κατά προτίμηση σε Σκύθες που απάρτιζαν την δύναμη της Αθηναϊκής αστυνομίας. Κατά την περίοδο 477 μέχρι 378 π.Χ. (πιθανή χρονολόγηση, όχι εξακριβωμένη), υπήρχε μια αστυνομική δύναμη από Σκύθες δούλους που ανήκαν στην Πόλη και οι οποίοι αρχικά ήσαν 300 και πιθανόν να έφτασαν αργότερα τους 1.000. [11] Δεν υπήρχαν, λοιπόν, Αθηναίοι αστυνομικοί αλλά ούτε και σώμα ειδικών νομικών γιατί η δικαστική πρακτική δεν χρειάστηκε να το δημιουργήσει. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, όπως εξελίχτηκε, απομακρυνόταν σταθερά από την αντίληψη ότι οι δημόσιες υποθέσεις, όποιες και αν ήσαν, απαιτούσαν ε ι δ ι κ ή  ε μ π ε ι ρ ί α, και προτιμούσε να αναζητά την ασφάλεια στον κοινό νου, στους μεγάλους αριθμούς και στην χρήση του κλήρου. Το Δίκαιο δεν κατάφερε να ελκύσει την προσοχή των διανοουμένων, όπως έγινε στην Ρώμη. Η βασική αιτία ήταν η δυσπιστία προς τους ειδικούς που δεν περιοριζόταν μόνο στις λιγότερο μορφωμένες τάξεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Προτιμούσαν να εμπιστεύονται τέτοια θέματα στον κοινό νου και στον ανθρωπισμό των δικαστών τους. Η νομική επιστήμη είναι, ίσως, μια από τις θυσίες που έκανε η Αθήνα για χάρη του πνεύματος της δημοκρατίας. Η ουσία της δημοκρατίας ήταν η  δ υ σ π ι σ τ ί α  προς τους  ε ι δ ι κ ο ύ ς και η  ε μ π ι σ τ ο σ ύ ν η  στην σ υ λ λ ο γ ι κ ή  κ ρ ί σ η των κ ο ι ν ώ ν  α ν θ ρ ώ π ω ν εν αντιθέσει μ’ ότι συμβαίνει σήμερα που «συμβουλεύονται» το εκλογικό σώμα μόνο την στιγμή των εκλογών και δεν υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της κυβέρνησης στα διαστήματα μεταξύ των εκλογών. Πρέπει, τέλος, να διευκρινιστεί πως η δυσπιστία προς τους ειδικούς δεν σήμαινε προτίμηση της άγνοιας!  [12] Επρόκειτο για κοινωνία σε εγρήγορση, παθιασμένη για διανοητικούς νεοτερισμούς. [13] Η παρακρατική δραστηριότητα σ’ ένα τέτοιο δημοκρατικό καθεστώς ήταν ιδιόμορφη: αν επιστρέψουμε στην αθηναϊκή  «ατιμία» τότε διαπιστώνουμε πως υπήρχε μια ορατή σ υ ν ύ φ α ν σ η   μεταξύ της κρατικής καταστολής και της «ατιμίας» με την έννοια ότι ο Αθηναίος πολίτης φόνευε ή κακομεταχειριζότανε τον «άτιμο» ατιμωρητί, (μόνον εάν ήθελε), αλλά όχι αυθαίρετα, ούτε κατά την εικαζομένη βούληση της κρατικής εξουσίας, αλλά δυνάμει αυτής. Είναι φανερό ότι είχε μια κάποια νομιμοποίηση.

 

ΙΙΙ. Αν μεταφερθούμε στην αρχαία Σπάρτη τότε τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα μεταβάλλονται ουσιωδώς. Η σπαρτιατική κοινωνία ήταν αρκετά εύθυμη στα τέλη του έβδομου αιώνα, όπως καθρεπτίζεται στους στίχους του Αλκμάνακαι στην λακωνική τέχνη, που ήταν δημιούργημα των περιοίκων για τους Σπαρτιάτες κυρίους τους. Εκείνη την εποχή η Σπάρτη δεν ήταν ακόμη ένας τόπος άχαρης αυστηρότητας. [14] Υπήρχε αρκετή ελαστικότητα στο σπαρτιατικό σύστημα ως τους Περσικούς Πολέμους. Η περιβόητη σκληρότητα της σπαρτιατικής ζωής άρχισε να επικρατεί ακριβώς στην διάρκεια των δυσχερειών που αντιμετώπισε η Σπάρτη μετά τα Περσικά. [15] Κατέληξε να γίνει μια κοινωνία όπου επικρατούσε, όπως και στους Πλατωνικούς Νόμους, μια αδιάκοπη επόπτευση όλων των δραστηριοτήτων της ζωής όλων.  Μετά τον δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο η στρατιωτική λειτουργία της Σπάρτης μεταλλάχθηκε πρώτιστα σε λειτουργία αστυνόμευσης, που στόχευε ενάντια σ’ έναν εχθρό εσωτερικό μάλλον παρά σε εχθρούς εξωτερικούς, πραγματικούς ή δυνητικούς. [16] Για να διαφυλάξουν τη δύσκολη θέση μιας άρχουσας τάξης σ’ αυτές τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ολόκληρη η κοινωνία ήταν δομημένη να εκπληρώνει  κ α θ ή κ ο ν τ α  α σ τ υ ν ό μ ε υ σ η ς.  Όταν μπλέχτηκε σε μια δραστηριότητα γνήσια στρατιωτική και εκτεταμένη, τότε το σύστημά της δεν μπορούσε να επιβιώσει για πολύ, και πράγματι δεν επιβίωσε. Το τελικό παράδοξο είναι ότι η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία της Σπάρτης κατέστρεψε το υπόδειγμα της  σ τ ρ α τ ο κ ρ α τ ι κ ή ς  πολιτείας. [17] Όταν ολόκληρη η κοινωνία είναι δομημένη έτσι ώστε να εκπληρώνει καθήκοντα αστυνόμευσης, τότε η παρακρατική μορφή της κρατικής καταστολής προσλαμβάνει ευρύτατες διαστάσεις οι δε δράστες της πριμοδοτούνται με ευρύτατες, απεριόριστες δυνατότητες παρακρατικής αυτοέκφρασης!

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όπως τον παραθέτει ο Πλούταρχος, κάθε έτος, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά τους, οι πρώτοι άρχοντες της Σπάρτης, οι έφοροι, προέβαιναν σε μια επίσημη κήρυξη πολέμου κατά των ειλώτων, έτσι που αυτοί γίνονταν επίσημοι εχθροί, «πολέμιοι», του κράτους και μπορούσαν να φονεύονται με την πρώτη αφορμή, χωρίς αυτό να επιφέρει για τους Σπαρτιάτες τον θρησκευτικό στιγματισμό που συνεπάγεται η θανάτωση με τρόπον άλλον από την νόμιμη δικαστική απόφαση, οποιουδήποτε που δεν ήταν επίσημα ένας πολέμιος. Μ’ αυτήν την ευμήχανη μεθόδευση ο φόνος των ειλώτων μπορούσε να είναι «ευαγής», δηλαδή δεν θεωρούνταν θρησκευτικό μίασμα (άγος) όπως θεωρούνταν το να φονεύουν κάποιον εντός των συνόρων του κράτους χωρίς την «οφειλόμενη παραπομπή στην δικαιοσύνη», με εξαίρεση αν ήταν εχθρός του κράτους. Δηλαδή, η επιμελής θρησκευτικότητα, για την οποία φημίζονταν οι Σπαρτιάτες, τους επέτρεπε να κόβουν το λαρύγγι των ειλώτων τους, αρκεί να τηρούσαν την απαιτούμενη τήρηση των νόμιμων τύπων, να τους κηρύσσουν «εχθρούς του κράτους». Αυτό το είδος θρησκευτικού ενδοιασμού μας θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι παρέκαμπταν τον κανόνα που απαγόρευε την εκτέλεση παρθένας, βάζοντας τον εκτελεστή της να την βιάσει προηγουμένως. [18] Η κήρυξη πολέμου στην δική σου εργατική δύναμη  είναι μια πράξη τόσο πρωτόγνωρη που δεν είναι να απορούμε για την διαπίστωση ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και στους είλωτες είναι μοναδικές στον Ελληνικό κόσμο. [19] Αυτή η γενικευμένη βαναυσότητα που ‘’επέτρεπε„ στον οποιονδήποτε Σπαρτιάτη να φονεύει «νομίμως» οποτεδήποτε, οποιονδήποτε είλωτα, μετά ή άνευ αιτίας, δεν εξαντλούσε την κατασταλτική λειτουργία του σπαρτιατικού καθεστώτος και της σπαρτιατικής κοινωνίας. Υπήρχε και ένας άλλος θεσμός του δημοσίου δικαίου της Σπάρτης που έφερε το καταχθόνιο όνομα «κ ρ υ π τ ε ί α». Επρόκειτο για μιάν ειδική λειτουργία αστυνόμευσης που είχε ανατεθεί σ’ ένα ειδικό σώμα επίλεκτων δεκαοχτάχρονων νέων προκειμένου ν’ αποκτήσουν πείρα σε πολεμικές επιχειρήσεις όταν θα ενηλικιώνονταν λίγο αργότερα. Με σημερινή ορολογία θα την χαρακτηρίζαμε ως «στρατιωτική άσκηση με πραγματικά πυρά». Με την κρυπεία άνοιγε για τους κρυπτούς η «κυνηγετική περιόδος» για να κάνουν το «σαφάρι» τους. [20] Δεν γνωρίζουμε ποιοί και πώς επέλεγαν τους «κρυπτούς» που αποτελούσαν ένα είδος διαβόητης «μυστικής υπηρεσίας». Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι «κρυπτοί» μετά την ενηλικίωσή τους κατελάμβαναν επίλεκτες ηγετικές θέσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στην κοινωνία της Σπάρτης. Υπηρετούσαν στην επίλεκτη βασιλική σωματοφυλακή, γίνονταν ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού ή μέλη της σπαρτιατικής Γερουσίας. Ο άμεσος και, συνάμα, κύριος στόχος της ‘’άσκησής˶ τους στο πλαίσιο της «κρυπτείας» ήταν να δολοφονούν, κατά την διάρκεια της νύκτας, μεμονωμένους είλωτες που συναντούσαν, δήθεν τυχαίως, σε κρήνες, σταυροδρόμια ή έξω απ’ τους χώρους εργασίας τους ή κατοικίας τους. Επεδείκνυαν μίαν απίστευτη βιαιότητα και προτιμούσαν να δολοφονούν εκείνους τους είλωτες που διακρίνονταν για την σωματική τους ρώμη και την δύναμή τους. Επρόκειτο για συστηματική σφαγή ανυποψίαστων ανθρώπων που γινόταν μυστικά με την κάλυψη της νύκτας. [21] Ήταν, mutatis mutandis, οι «κουκουλοφόροι τραμπούκοι» της διαβόητης καραμανλικής οκταετίας (1955-1963), οι αποχαλινωμένοι παρακρατικοί της Δεξιάς που τρομοκρατούσαν τους δημοκρατικούς πολίτες της εποχής τους. Με μίαν ειδοποιό διαφορά: Οι κρυπτοί δεν έδερναν, δολοφονούσαν εν ψυχρώ, αδίστακτα και ανέμελα. Γι’ αυτό και τους θαύμαζαν δημοσίως και προσπαθούσαν να τους μιμηθούν οι στανταρτενφύρερ της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Σε μια στρατοκρατική πολιτεία, της οποίας άπαντες οι πολίτες εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα, και διατεταγμένα και αυτοβούλως, το κράτος συμφύρεται με το παρακράτος, το πρώτο επικαλύπτει το δεύτερο, το απορροφά, το αφομοιώνει, το καθιστά οργανικό τμήμα του. Η αυτοτελής ύπαρξη του δεύτερου καθίσταται εξαιρετικώς δυσδιάκριτη, δευτερεύουσα. Ας υπομνήσουμε, στο σημείο τούτο, ότι η «κρυπτεία» και οι «κρυπτοί» συνιστούσαν «θεσμό του δημοσίου δικαίου της Σπάρτης», ότι η έκφραση «Μυστική Υπηρεσία» νοηματοδοτείται, πρωτίστως, ως κ ρ α τ ι κ ή υπηρεσία την οποία συναπάρτιζαν επίλεκτοι νεαροί Σπαρτιάτες που τους επέλεγαν οι αρχές της Πόλης (δεν γνωρίζουμε ούτε ποιοί ακριβώς, ούτε πώς). Δεν επρόκειτο για την avant garde του υποκόσμου, για συρφετό αλητών. Αυτό το αποδεικνύει η μετέπειτα πολιτειακή εξέλιξη των «κρυπτών». Σε μια τέτοια Πόλη είχε εγκαθιδρυθεί μια αδιάκοπη επόπτευση όλων των δραστηριοτήτων της ζωής όλων. Επρόκειτο για καθεστώς ασφυκτικής αστυνομικής επιτήρησης. Mutatis mutandis, σαν την χιτλερική Γερμανία όπου η «Μυστική Πολιτική Αστυνομία» της (GE.STA.PO) με είκοσι οκτώ μόνον έμμισθους υπαλλήλους αστυνόμευε ασφυκτικά μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων! Τούτο καθίστατο δυνατό διότι οι άμισθοι, άμα τε και πρόθυμοι, συνεργάτες της GE.STA.PO ήσαν απείρως περισσότεροι των εμμίσθων οργάνων της.

Εν κατακλείδι: η παρακρατική δράση στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο της αρχαίας Σπάρτης, μόνον, ίσως, κατά καταχρηστικήν έννοια μπορεί να οριοθετηθεί σημασιολογικά ως παρακρατική και τούτο χάριν της μεθοδολογίας της και του τρόπου ενεργείας της: νύκτα, κρυφά, μυστικά. «Επιχειρούσαν» (βάναυση, βδελυρή, επιτηδευμένη εκδοχή της σφαγής) μόνον νύκτα για να δώσουν, μάλλον, θάρρος στον εαυτό τους, όντες αθέατοι. Πιθανόν να μην τολμούσαν να αντέξουν το βλέμμα των αθώων θυμάτων τους στο φως της ημέρας. Το σκοτάδι της νύκτας τους μεταμόρφωνε σε βάναυσους, σκληρούς, κακούς και τους προίκιζε με ευτελή απομίμηση γενναιότητας, ιδίως όταν ήσαν πολλοί μαζί. [22]

Κατά τα λοιπά, οι «κρυπτοί» και ως προς την σύστασή τους, την σύνθεσή τους και την λειτουργία τους συναποτελούσαν κ ρ α τ ι κ ή  υ π η ρ ε σ ί α αλλά με μεθοδολογία παρακράτους.

 

IV. Στην αρχαία Ρώμη η κατοχή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η πηγή των σημαντικότερων νομικών προνομίων, αλλά η ιδιότητα του πολίτη κατάντησε να έχει ολοένα και λιγότερη σημασία, καθώς ένα νέο σύνολο κοινωνικών και νομικών διακρίσεων, που συνίσταντο βασικά σε ταξικές διακρίσεις, αναπτυσσόταν βαθμιαία, ερχόμενο, τρόπον τινά κατευθείαν, σε σύγκρουση με την διάκριση πολίτη (civis) και μη πολίτη (peregrinus). [23] Με την λεγόμενη Constitutio Antoniniana (σε συντομογραφία CA) του αυτοκράτορα τον οποίο συνήθως ονομάζουμε Caracala ή Caracalus (το αληθινό του όνομα ήταν Marcus Aurelius Antoninus) η ιδιότητα του πολίτη επεκτάθηκε σε όλους, ή ουσιαστικά σε όλους, τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα η CA νομοθετήθηκε διότι διαπιστώθηκε ότι η ιδιότητα του πολίτη ήταν ήδη μια μη αναγκαία κατηγορία γι’ αυτό και η ξαφνική γενική επέκτασή της το 212 μ.Χ. ισοδυναμούσε με την εξαφάνισή της μια και είχε γίνει ήδη περιττή: οι ιδιοκτήτριες τάξεις (μαζί με τους στρατιώτες και πρώην στρατιώτες -λόγω της μοναδικής σπουδαιότητας του στρατού-) είχαν ήδη όλα τα πολιτικά προνόμια που χρειάζονταν εντελώς ανεξάρτητα από την ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για το νέο σύνολο κοινωνικών και νομικών διακρίσεων που συνίστατο βασικά σε ταξικές διακρίσεις. Έτσι, την εποχή της Ύστερης Δημοκρατίας και στις αρχές της Ηγεμονίας, απαγορευόταν λ.χ. η εκτέλεση, η μαστίγωση και ο βασανισμός οποιουδήποτε Ρωμαίου πολίτη χωρίς την προηγούμενη τήρηση μιας ένδικης προστασίας του. Αυτό έλεγε και ο Ουλπιανός σ’ ένα περίφημο απόσπασμα που καταχωρήθηκε στον Πανδέκτη (Digesta) ως νομοθετική πράξη του Αυγούστου με την ονομασία Lex Julia de vi publica η οποία απαγόρευε την εκτέλεση, μαστίγωση ή βασανισμό οποιουδήποτε Ρωμαίου πολίτη ‘’adversus provocationem’’ δηλαδή κατά παράβαση κάθε δικαιώματος ένδικης προστασίας. Επρόκειτο για μια προσπάθεια διασφάλισης της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας, της προσωπικής ελευθερίας και της ζωής του Ρωμαίου πολίτη απ’ την αυθαιρεσία του οιουδήποτε αξιωματούχου.

Πριν το τέλος, όμως, του δεύτερου μ.Χ. αιώνα η κατάσταση για τους φτωχούς Ρωμαίους πολίτες άλλαξε καθοριστικά. Από πρακτική άποψη, τα νόμιμα δικαιώματα κάποιου εξαρτιόνταν από το αν ήταν μέλος κάποιας «προνομιούχας ομάδας». Κάθε άτομο χωρίς περιουσία που είχε ένα αβέβαιο εισόδημα από την εργασία του, βρισκόταν στην χαμηλότερη βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας. [24] Γι’ αυτούς τους ταπεινότερους (humiliores) Ρωμαίους πολίτες επιτρεπόταν, πλέον, η εκτέλεση, η μαστίγωση και τα βασανιστήρια ‘’adversus provocationem’’. Ο σατιρικός ποιητής Ιουβενάλης είχε παραπονεθεί ότι στην Ρώμη ένας μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου εκτιμιόταν ανάλογα με την περιουσία του. Ο χαρακτήρας του, τα ήθη του και οι τρόποι του έρχονταν τελευταία. Δινόταν πίστη στα λόγια του ανάλογα με τον αριθμό των νομισμάτων που είχε στο χρηματοκιβώτιό του. Εγκαθιδρύθηκε δυαδικό ποινικό σύστημα: Η λειτουργία της δικαιοσύνης εξαρτιόταν από τον αποδέκτη της. Άλλες ποινές, για ένα και το αυτό έγκλημα, ανάλογα με το αν ο δράστης ανήκε στους εντιμότερους (honestiores) ή στους ταπεινότερους (humiliores). Τα αδικήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος ενός μέλους των ανώτερων τάξεων από ένα μέλος των κατώτερων τάξεων, θεωρούνται σοβαρότερα: γινόντουσαν, αυτομάτως, atrox injuria (φρικτή βλάβη) που, ευλόγως, προσαπαιτεί και φρικτή αντιμετώπιση του δράστη! [25] Η αυθαιρεσία ενός κρατικού αξιωματούχου, λοιπόν, που στην Ύστερη Δημοκρατία και την εποχή του Αυγούστου ήταν, ενδεχομένως, έγκλημα, στον δεύτερο και τρίτο μ.Χ. αιώνα ήταν συνήθης διοικητική πρακτική που βασιζόταν στην αναφανείσα νέα νομιμότητα. Η άλλοτε παράνομη, και, κατ’ ουσίαν, π α ρ α κ ρ α τ ι κ ή συμπεριφορά μεταμορφώθηκε σε νόμιμη κρατική συμπεριφορά. Τα κωλύματα, εκείνα τα πλατωνικά ‘’εμποδίσματα’’, στην δράση των αρχόντων και της ανώτερης, διευθύνουσας κοινωνικής τάξης που έθετε λ.χ. η Lex Julia de vi publica του Αυγούστου με την ‘’adversus provocationem’’ ρύθμισή της, σαρώθηκαν. Η θέση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων αποδυναμώθηκε έτι περαιτέρω.

Οι δημοκρατικές διαδικασίες επιτάσσουν ώστε οι διορισμοί σε θέση ευθύνης να γίνονται από τα κάτω, ύστερα από εκλογή. Αν, όμως, οι δημοκρατικές διαδικασίες παύσουν να υπάρχουν, όπως έγινε στην Ρώμη, τότε τα πάντα, σχεδόν, γίνονται από τα πάνω, και ο  δ ι ο ρ ι σ μ ό ς αντικαθιστά, σε μεγάλο βαθμό την εκλογή. Σε μια τέτοια ιστορική και κοινωνική συγκυρία αποκτά τεράστια σημασία η  π α τ ρ ω ν ε ί α, θεσμός με απαίσιες συνδηλώσεις. Στο πλαίσιό της το καθετί εξαρτιόταν από την εύνοια, τις συστάσεις, την προστασία, εντέλει από το suffragium (πατρωνεία). Στην αρχή η λέξη suffragium σήμαινε «ψήφος» αλλά κατέληξε να λάβει την πιο οικεία σημασία της «πατρωνείας», της «επιρροής», του «διαφέροντος». Στο τέλος το suffragium κατέληξε να γίνει venale suffragium δηλαδή πατρωνεία α π ρ ο κ ά λ υ π τ α  α γ ο ρ α σ τ ή. Η ύπαρξη και η λειτουργία της πατρωνείας διεδραμάτισε ολέθριο ρόλο στην εν μέρει, οχλοποίηση των κατώτερων τάξεων του ρωμαϊκού κόσμου οι ηθικές δυνάμεις του οποίου αποδυναμώθηκαν ουσιωδώς. Εν πολλοίς περιθωριοποιήθηκαν. Μεταμορφώθηκαν σε πλήθος που εξαντλούσε την πολιτική του δραστηριότητα με το να οργανώνεται με βάση πληρωμένες ομάδες (κλάκες), που ξεκινούσαν το χειροκρότημα και τις ρυθμικές κραυγές («αναφωνήσεις») και συχνά καθοδηγούσαν «λαϊκές» εκφράσεις γνώμης προς τον τοπικό διοικητή όταν αυτός παρουσιαζόταν κάπου δημόσια. [26] Η κλάκα εξαιρετικώς σπάνια είχε κάποιο σταθερό δικό της πολιτικό σκοπό, μάλιστα μπορούσε να εκμισθώνει τις υπηρεσίες της κατά βούλησιν στον εκάστοτε υπερθεματιστή μισθωτή ισχυρό παράγοντα της Ρώμης ή της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης). Με ή χωρίς την επέμβαση μιας κλάκας, η σημασία των «λαϊκών αναφωνήσεων» προς διάφορους αξιωματούχους αναγνωριζόταν δια νόμου: το 331 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος απαίτησε να στέλνονται τακτικά στον αυτοκράτορα τα αρχεία των «αναφωνήσεων», έτσι ώστε να μπορούν να ληφθούν υπόψη στον καθορισμό της μελλοντικής σταδιοδρομίας των εν λόγω αξιωματούχων. Αυτήν την πρακτική την υιοθέτησε και η Εκκλησία: «αναφωνήσεις» και ορδές υποστηρικτών φιγουράρουν επίσης στις εκκλησιαστικές έριδες και κατά την διάρκεια των προκαταρκτικών διαδικασιών των συνόδων, όπως στην Έφεσο το 431 και στην Χαλκηδόνα το 451, οπότε τον ηγετικό ρόλο ανέλαβαν ομάδες μοναχών. Αυτοί ήσαν οι ανενδοίαστοι κλακαδόροι της εποχής. Σε κρίσιμες εποχές και περιστάσεις, όπως στην οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνας οι προαναφερθείσες «λαϊκές αναφωνήσεις» μετεξελίσονταν σε «εκβοήσεις δημοτικάς» (χυδαίες, υβριστικές λαϊκές εκρήξεις -λατινιστί acclamationes populares-) με τις οποίες επεδίωκαν να καταπτοήσουν και να διασύρουν τον στοχοποιηθέντα ως αντίπαλο του εργοδότη τους. Δεν επρόκειτο για διάλογο οποιασδήποτε, έστω, μορφής, για ανταλλαγή επιχειρημάτων, αλλά για επίδειξη αναίδειας και εξαιρετικά πλούσιου και ευφάνταστου υβρεολογίου. [27]

Οι «κλακαδόροι» των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών συναθροίσεων και ερίδων δεν περιορίζονταν, αποκλειστικώς και μόνον, σε λεκτική βία κατά των αντιπάλων τους αλλά, ενίοτε, επιδίδονταν οργανωμένα και σε σωματική βία κατ’ αυτών με απολύτως αποκρουστέα αποτελέσματα. Ως αναφέρει ο μεγάλος εθνικός ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, μέσα σε μία και μόνον ημέρα, το έτος 366, κατά την διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών των δύο αντίπαλων υποψηφίων Παπών, του Δάμασου και του Ουρσίνου, εκατόν τριάντα επτά (137) άνθρωποι έπεσαν νεκροί στην χριστιανική βασιλική της Ρώμης. [28] Ήσαν οι ανενδοίαστοι θηριώδεις τραμπούκοι της εποχής σαν τους σύγχρονους μπράβους της εργοδοσίας και των επαγγελματιών συνδικαλιστών. Αυτή ήταν η εξέλιξη και η κατάληξη των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Ρώμης συνεπεία της πλήρους εξαφάνισης των δημοκρατικών στοιχείων του πολιτεύματός τους τα οποία, άλλωστε, ήσαν πάντοτε περιορισμένα. Εκφυλίστηκαν, εν πολλοίς, σε παρακρατικούς κλακαδόρους και μίσθαρνους χειροκροτητές, και όχι μόνον, των εκάστοτε ισχυρών εργοδοτών τους!  Συνεπεία της προπεριγραφείσας υποβάθμισης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Ρώμης και σαν συνέχεια αυτής, έγινε πολύς λόγος, και με άφθονο σαρκασμό, γύρω απ’ αυτές που ικανοποιούνταν με «άρτον και θεάματα» μια σκωπτική φράση του Ιουβενάλη, «panem et circenses», που βρήκε απήχηση και στους κατοπινούς αιώνες. Το να ενδιαφέρεται ο φτωχός Ρωμαίος πριν από καθετί άλλο για ψ ω μ ί  δεν πρέπει να θεωρείται εξευτελιστικό. Το ότι ο απλός λαός σκεφτόταν πρωτίστως να γεμίσει το στομάχι του, ΔΕΝ σημαίνει ότι υιοθετεί μια στάση δυσάρεστα υλιστική ή πρόστυχη. [29] Όσοι υποστηρίζουν, άκριτα και επιπόλαια, το αντίθετο λησμονούν ότι η κοιλιά προηγείται του πνεύματος, όχι στην κλίμακα των αξιών αλλά χρονικώς. Και ο Alan Cameron στο εναρκτήριο μάθημά του με τίτλο «Άρτος και Θεάματα· ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και ο Λαός του» λέει: “Αυτός ο περίφημος ρέμπελος όχλος των χασομέρηδων, που ζουν παρασιτικά με έξοδα του κράτους, δεν είναι παρά ένα πλάσμα της προκατάληψης της μεσαίας τάξης, τόσο της παλιάς όσο και της νεότερης”. Και προσθέτει: “Δεν είναι φταίξιμο του λαού το γεγονός ότι τα δημόσια θεάματα – που αρχικά ήσαν θρησκευτικές γιορτές – δίνονταν δωρεάν”. [30] Ας μας επιτραπεί μια παρατήρηση : το ότι οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρώμης δυσπραγούσαν και καταπιέζονταν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, επ’ ωφελεία της κυρίαρχης ρωμαϊκής τάξης, είναι ένα γεγονός. Το ότι αυτές οι ίδιες τάξεις είχαν, εν πολλοίς, εκφυλιστεί, σφυρηλατούσαν τις αλυσίδες τους και σταύρωναν τους Χριστούς τους, σύμφωνα με το θέλημα των αφεντικών τους, είναι ένα άλλο γεγονός. [31]

 

V. Τα Επτάνησα βρέθηκαν στην μακραίωνη βενετική κυριαρχία. Η πολιτική της κυρίαρχης Βενετίας απέναντι στους Επτανήσιους υπηκόους της βασιζόταν στην ακόλουθη αρχή: Οι επαρχίες που βρίσκονταν μακριά από την πρωτεύουσα πρέπει να ζουν μέσα στην καταπίεσηκαι στην διαφθορά. Γιατί η καταπίεση και η διαφθορά αποτελούν εγγυήσεις τυφλής υποταγής και αποκλείουν κάθε κίνδυνο ξεσηκωμού για την αποτίναξη του ζυγού. Μια τέτοια καθεστωτική πολιτική είχε διαβρωτική επίδραση στα ήθη και στα έθιμα των κατοίκων οι οποίοι φρόντιζαν να μιμηθούν τα ελαττώματα των κυρίων τους και όχι τις όποιες αρετές τους. [32] Οι Βενετοί κυρίαρχοι είχαν θεμελιώσει την κυριαρχία τους στα Επτάνησα στην συμμαχία με την τάξη των τοπικών αρχόντων η οποία, εξασφαλίζοντας συνεχώς παράλογα προνόμια, έγινε ασύδοτη και εγκληματική. Εξόντωνε τους εχθρούς της χρησιμοποιώντας τους οικογενειακούς μ π ρ ά β ο υ ς χωρίς να φοβάται κολασμό. Έτσι ο μοναδικός τρόπος απονομής δικαιοσύνης απέμεινε η εκδίκηση και η αντεκδίκηση. Η εγκληματικότητα μάστιζε το νησί, μέχρι του σημείου οι Ζακυνθινοί να πηγαίνουν στα κτήματά τους πάνοπλοι και με κουστωδία σωματοφυλάκων. Πρόσεχαν περισσότερο να τηρήσουν την νηστεία παρά να μην κάνουν φονικό.

Όταν, κατά τη μετέπειτα εποχή των δημοκρατικών Γάλλων, άνοιξαν τα υπόγεια των αρχόντων, ο λαός με φρίκη αντίκρυσε αλυσοδεμένους σκελετούς και σωρούς ανθρώπινων οστών εντός αυτών. [33] Η εγκληματικότητα που επικρατούσε στο νησί, οι εκδικήσεις και οι αντεκδικήσεις, αποδίδονται από τον Thomas Watkins (1788) στην διεφθαρμένη βενετική διοίκηση. «Γι’ αυτούς τους αργυρώνητους τυραννίσκους – Βενετούς κατοχικούς υπαλλήλους – ό,τι ανήκει στην δικαιοδοσία τους γίνεται μόνο με δωροδοκία. Έτσι οι αποφάσεις αγοράζονται και η δολοφονία έχει κι αυτή την ταρίφα της» λέει χαρακτηριστικά. [34] Η απεχθής αυτή εικόνα γίνεται διαυγέστερη και απεχθέστερη όταν ο Saint Sauver καταθέτει τη δική του μαρτυρία λέγοντας τ’ ακόλουθα: «Παρακολούθησα στην Ζάκυνθο τις συμφωνίες ανάμεσα σε ένα Βενετό Προβλεπτή και τους κατοίκους καθώς εξαγόραζαν από πριν την α τ ι μ ω ρ η σ ί α τους για τα εγκλήματα που σχεδίαζαν να διαπράξουν…» [35] και συνεχίζει: «Η βενετική κατοχή είχε δημιουργήσει στην Ζάκυνθο καθεστώς διαφθοράς, καταπιέσεων και εγκλημάτων, άγνωστων και στους πιο βάρβαρους λαούς». [36] Ο Άγγλος φυσιοδίφης και καθηγητής της Οξφόρδης Sibthorp περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1794-1795, αναφερόμενος στην Ζάκυνθο λέει «…κάθε εγκληματίας μπορεί, πληρώνοντας, ν’ αποφύγει τον κολασμό! Έτσι ο Ζακυνθινός, βλέποντας πως η δικαιοσύνη των Βενετών δεν έχει ξίφος, επιβάλλει ο ίδιος δικαιοσύνη, και εξαγριωμένος από την μανία για εκδίκηση, δεν διστάζει μπροστά σε καμμιά κακουργία. Αυτή είναι η εξήγηση του μεγάλου αριθμού εγκλημάτων που αποτελούν την καταισχύνη της Ζακύνθου, της άγριας σφαγής που θερίζει τον ανθό της νεολαίας του νησιού. Είχε καθοριστεί και η τιμή του αίματος: τριάντα πιάστρα…» [37].

Στο χρονικό των Dimo και Nicolo Stephanopoli, που βρέθηκαν το 1797 στην Ζάκυνθο, αναφέρεται ότι ο αριθμός των δολοφονιών μέσα σε μια διετία είχε φθάσει τις δύο χιλιάδες κι ότι κανένας από τους δράστες δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. «Έλεγαν πως το Τζάντε έγινε δεύτερη Ρώμη…».  Η γάγγραινα των ανθρωποκτονιών στην Ζάκυνθο ήταν αποτέλεσμα της ξενοκρατίας και της α σ υ δ ο σ ί α ς που είχαν εξασφαλίσει οι ντόπιοι άρχοντες, τυφλά αφοσιωμένοι στους Βενετούς. «Αναλόγως της προς τους κρατούντας αφοσιώσεως» γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας, «ελάμβανον προνόμια και ιδίως το του  ι ε ρ ο ύ  α σ ύ λ ο υ (sacro asilo), δυνάμει του οποίου πας κακούργος επικαλούμενος την προστασίαν του προνομιούχου άρχοντος, καθίστατο α κ α τ α ζ ή τ η τ ο ς. Εντεύθεν επήγασε και το εν Ζακύνθω, άλλοτε μεν εν επιτάσσει, νυν δε πολύ ελαττωθέν, στυγερόν της δολοφονίας επιτήδευμα». [38] Ο Άγγλος περιηγητής John Morritt, συμπληρώνει το αποκρουστικό σκηνικό, το 1794, ως εξής: Μολονότι έμεινε δύο ημέρες σε καραντίνα στο λαζαρέττο, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την φοβερή μάστιγα των ανθρωποκτονιών. «Μέσα σ’ αυτές τις δύο ημέρες έγιναν τρείς φόνοι στην αγορά. Οι φονιάδες ξέφυγαν αλλά κι αν φυλακισθούν μπορούν να εξασφαλίσουν την ελευθερία τους πληρώνοντας δώδεκα σελλίνια, γιατί οι νόμοι της Βενετίας είναι επιεικείς. Ελάχιστες είναι οι νύχτες στην Ζάκυνθο χωρίς ένα ή δύο φόνους. Ο Ζακυνθυνός που δεν έχει θανατώσει έναν ή δύο εχθρούς του θεωρείται ανυπόληπτο πρόσωπο…».  [39] Τα προπαρατεθέντα, εν τάχει, ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της ενετικής Ζακύνθου – η κατάσταση των λοιπών Επτανήσων δεν διέφερε ουσιωδώς – χαρακτηρίζονται από καταλυτική και ανηλεή σαφήνεια, είναι ανεπίδεκτα οποιασδήποτε παρεξήγησης: το αιματοβαμμένο καθεστώς έκλυσης, ανομίας και ασυδοσίας της Ζακύνθου, το βασίλειο του πρώτου τυχόντος μίσθαρνου μπράβου με τα στιλέτα του και τις κουμπούρες του και την μακάβρια διαχρονική «σοδειά» του σε ανθρώπινα κουφάρια, εγκαθιδρύθηκε, μακροημέρευσε και καθιερώθηκε χάριν της αργυρώνητης, και όχι μόνον, ανοχής και πολιτικά σκόπιμης συναίνεσης της επικυρίαρχης τάξης των Βενετών κατακτητών και των υποτελών της και ιδιαζόντως ιδιοτελών Ζακυνθινών αρχόντων.  Το «ι ε ρ ό  ά σ υ λ ο ν» (sacro asilo) και το στηριζόμενο πάνω σ’ αυτό «α κ α τ α δ ί ω κ τ ο» των θρασύδειλων μίσθαρνων φονιάδων, ήταν η ακλόνητη βάση της εγκληματικότητας. Οι Βενετοί επικυρίαρχοι εκχώρησαν, κερδαλεοφορίας ένεκα, το jus puniendi (τιμωρητικό δικαίωμα) της Πολιτείας τους στον πρώτο τυχόντα υπερθεματιστή Ζακυνθινό άρχοντα, ο οποίος έκρινε, ανέλεγκτα και αυθαίρετα, ποιά συμπεριφορά συνιστούσε αξιόποινη πράξη (έγκλημα), ποιός ήταν ο δράστης της και πώς έπρεπε να τιμωρηθεί. Μ’ άλλα λόγια, το εγκληματικό φαινόμενο που είχε δημοσιοποιηθεί στο Δίκαιο της αρχαίας Αθήνας, ιδιωτικοποιήθηκε εκ νέου στην ενετική Ζάκυνθο και μάλιστα σε εκχυδαϊσμένη, αποτροπιαστική μορφή. Οι παρακρατικοί φονιάδες (μπράβοι) υπήρχαν και δρούσαν διότι το ενετικό κράτος, και η κυρίαρχη σ’ αυτό κοινωνική βούληση, το επέτρεπαν!

 

VI. Ας μεταφερθούμε νοερώς στο σύγχρονο νεοελληνικό κράτος και ας ασχοληθούμε με ψήγματα παρακρατικής συμπεριφοράς κατά την διάρκειά του.

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα υπήρχε στην Θεσσαλονίκη μια πολυάριθμη ισραηλιτική κοινότητα, οικονομικά ανθηρή και πολιτισμικά ακμαία, ενδεχομένως πρωτοπόρα σε πνευματική εγρήγορση και επιδεκτική σε διανοητικούς νεοτερισμούς. [40] Υπήρχαν πολλές εβραϊκές γειτονιές, μεταξύ των οποίων, και ο φτωχός εβραϊκός συνοικισμός του Κάμπελ που ήταν και ο πλέον απομονωμένος. Είχε δημιουργηθεί το 1928 σε ένα πρώην αγγλικό στρατόπεδο της Αντάντ (1916-1918), το οποίο είχε περάσει στα χέρια του ομώνυμου επιχειρηματία Campbell και από αυτόν το είχε αγοράσει η Ισραηλινή Κοινότητα. Επιπλέον, η Κοινότητα είχε πετύχει να απαλλοτριωθούν και τριάντα πέντε γειτονικές ιδιοκτησίες συνολικά εβδομήντα ένα στρεμμάτων και αφού επισκευάστηκαν οι ξύλινοι θάλαμοι – τολ, που είχαν δημιουργήσει οι Άγγλοι και κατασκευάστηκαν και κάποια νέα πρόχειρα οικήματα, είχαν στεγαστεί εκεί περίπου διακόσιες δέκα άπορες οικογένειες, από τις φτωχότερες της πόλης, θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917, που τις εξόρισε από τo κέντρο της. Πρόκειται για τα όρια του σημερινού συνοικισμού Ναυάρχου Βότση που ανήκει στον Δήμο της Καλαμαριάς. [41] Αυτή η απομονωμένη και φτωχική εβραϊκή γειτονιά στοχοποιήθηκε απ’ την ελληνική κοινωνική και πολιτική αντίδραση με «μπροστάρη» την αντισημιτική, φασιστική και αργότερα ναζιστική οργάνωση «Εθνική Ένωση Ελλάς» (ΕΕΕ) προκειμένου να υποστεί ένα επονείδιστο πογκρόμ στις 29-6-1931 με την ανοχή, ενθάρρυνση και συνεργασία της έννομης τάξης και εκπροσώπων της «φιλελεύθερης» κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την νύκτα της 29-6-1931 ορδές αποχαλινωμένων φασιστών της πιο πάνω φασιστικής οργάνωσης κρατώντας ρόπαλα και εμπρηστικά εργαλεία, επετέθησαν στην φτωχογειτονιά του Κάμπελ και αφού προέβησαν σε ληστείες, ξυλοδαρμούς ως και σε πυροβολισμούς, έβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν ολόκληρο τον συνοικισμό μετατρέποντάς τον σε στάχτες. Τον Απρίλη του επόμενου έτους (1932) διεξήχθη η δίκη για τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς του εμπρησμού ενώπιον του κακουργιοδικείου της Βέροιας. Κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι στο πογκρόμ συμμετείχε και «μικρόν τμήμα της φρουράς Θεσσαλονίκης», [42] γεγονός που καθιστά σαφή την συνεργασία κρατικών οργάνων και παρακρατικών κακοποιών. Το αποτέλεσμα;  Απ’ την εξόχως μονομερή και αναξιόπιστη ακροαματική διαδικασία, ο ιθύνων νους του επονείδιστου πογκρόμ, η φασιστική οργάνωση Ε.Ε.Ε. έμεινε στο απυρόβλητο. [43] Τα κρατικά όργανα που συμμετείχαν με εφ’ όπλου λόγχη στο πογκρόμ, θεωρήθηκε ότι ενήργησαν ατομικώς(!) [44]. Εκηρύχθησαν αθώοι οι ηγέτες της ΕΕΕ όσο και ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Μακεδονία» με τα εμπρηστικά, συκοφαντικά δημοσιεύματα. Απ΄τους φυσικούς αυτουργούς εκηρύχθησαν ένοχοι ΜΟΝΟΝ τρείς εκ των οποίων οι δύο είχαν ήδη βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Το δικαστήριο, όμως, εξειδίκευσε περαιτέρω την περί ενοχής απόφασή του δεχόμενο ότι οι κηρυχθέντες ένοχοι κατηγορούμενοι «…εξετέλεσαν την πράξιν δι’ ην κηρύσσονται ένοχοι εις κατάστασιν αναιτίου συγχύσεως των αισθήσεων και του νοός των λόγω ψυχικής παραφοράς της οργής, εκ της περί αυτονομήσεως της Μακεδονίας δημοσιευθείσης ειδήσεως και του φόβου της εκ τούτου διακινδυνεύσεως της εθνικής υποστάσεως της Μακεδονίας, καθ’ ην δεν ηδύνοντο να έχωσιν συνείδησιν της πράξεώς των και του αξιοποίνου αυτής».

Έτσι η Δικαστική Εξουσία, δια του νομίμου εν προκειμένω εκπροσώπου της, έκρινε ότι οι κακοποιοί-(κατηγορούμενοι) του κοινού ποινικού δικαίου εμφορούνταν από εθνικά κίνητρα, η δε διάθεσή τους να προστατεύσουν την ακεραιότητα της Μακεδονίας [45] υπερίσχυσε οποιασδήποτε άλλης νοητικής λειτουργίας τους (SIC). Μετά ταύτα ο Εισαγγελέας προτείνει την «απαλλαγή των κηρυχθέντων ενόχων κατηγορουμένων εν πλήρη συγχύσει», το δε Δικαστήριο, αφού συνεδρίασε μυστικά, «απαλλάσσει πάσης ποινής» τους κατηγορουμένους. [46] Και η δικαιοσύνη απενεμήθη!

Προτάξαμε την περίπτωση του εμπρησμού του Κάμπελ γιατί αποτελεί «σχολικό παράδειγμα» συνεργασίας κράτους και παρακράτους και μάλιστα όχι υπό συνθήκες ακροδεξιάς διακυβέρνησης αλλά φιλελεύθερης, έστω κατ’ όνομα, κυβέρνησης του «εθνάρχη» Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον και για έναν άλλο λόγο: στην συγκεκριμένη περίπτωση η συνεργασία κράτους και παρακράτους δεν εξαντλείται στις «δραστηριότητες» μόνον αμβλυνόων αστυνομικών αλλά και Εισαγγελέων και Δικαστών περιβεβλημένων με τον λαμπυρίζοντα μανδύα της δικαστικής ανεξαρτησίας τους, οι οποίοι, ενεργώντας αδίστακτα νομιμοποιούν, με την φέρουσα υφολογικήν ένδυση δικαστικής απόφασης, δράση τους την κακουργηματική συμπεριφορά φασιστών κακοποιών, με την οπισθόβουλη σκέψη: είναι καθάρματα, αλλά είναι δικά μας καθάρματα! Ειδεχθές παράδειγμα ταξικής δικαιοδοτικής κρίσης.

 

VII. Δέκα έξι χρόνια μετά το πογκρόμ του Κάμπελ, η παρακρατική δραστηριότητα του νεοελληνικού κράτους, προσέλαβε νέες διαστάσεις, ποιοτικά διαφοριζόμενες από προηγούμενες μορφές της. Ας επικεντρωθούμε σε μια χαρακτηριστική περίπτωση: Ο νεαρός μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού Πάνος Κατσαρέας εντάχθηκε, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί του, στα προδοτικά τάγματα Ασφαλείας τα οποία συνέδραμαν τον αλλοεθνή φασίστα κατακτητή στην καταπίεση του ελληνικού λαού. Μετά την απονενοημένη συμφωνία της Βάρκιζας ίδρυσε δική του παραστρατιωτική οργάνωση προκειμένου να συνεχίσει, εντονότερα και αποτελεσματικότερα, τον κατοχικό αντικομμουνιστικό του αγώνα, με την χαρακτηριστική ονομασία «Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών». Κατά την διάρκεια της «κυνηγητικής δραστηριότητάς» του φονεύθηκε, στις 21-3-1947, στην διάρκεια μιας ένοπλης σύρραξης με αριστερούς αντάρτες έξω απ’ το χωριό Γεράκι Λακωνίας. Την επομένη, δηλαδή στις 22-3-1947, ομάδα ‘’Κυνηγών’’ του φονευθέντος Κατσαρέα, «δρώντας από κοινού με μαχητές της Εθνικής Οργανώσεως ‘’Χ’’ εισέβαλαν στις φυλακές Γυθείου» απ’ όπου μετέφεραν τριάντα δύο κομμουνιστές κρατούμενους στην κεντρική πλατεία του Γυθείου όπου και τους δολοφόνησαν δημοσίως. Ευθύς αμέσως, μετέφεραν άλλους οκτώ προσωρινά κρατούμενους κομμουνιστές απ’ τα κρατητήρια της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Γυθείου στην αυτή πλατεία όπου δολοφόνησαν και αυτούς. [47] Οι συγκεκριμένοι «Κυνηγοί», (θάτανε ακριβέστερο και συνεπέστερο αν αποκαλούνταν ‘’ανθρωποκυνηγοί’’) έδρασαν ipso jure (ιδίω δικαίω). Δεν ήσαν ούτε αστυνομικοί, ούτε στρατιωτικοί αλλά παραστρατιωτικοί στερούμενοι, υποτίθεται, οποιασδήποτε νομιμοποιητικής κρατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά «λειτούργησαν» ως αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές και δήμιοι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α : συνέλαβαν, άσκησαν ποινική δίωξη και κατηγόρησαν, δίκασαν και κατεδίκασαν σε θάνατο και, στην συνέχεια, εξετέλεσαν την θανατική ποινή που οι ίδιοι, αναρμοδίως και αυθαιρέτως, επέβαλαν σε ανθρώπους που απήγαγαν βιαίως από κρατικό σωφρονιστικό κατάστημα! Πρόκειται για ονειδιστικό διασυρμό κάθε έννοιας έννομης τάξης και για δικαιϊκή παλινδρόμηση στους θεσμούς του ancient régime (γαλλικού προεπαναστατικού καθεστώτος) με την μεσαιωνική εξεταστική δίκη του και τα απολύτως αποκρουστέα αποτελέσματά της. Οι προαναφερθέντες «Κυνηγοί»-δολοφόνοι έδρασαν ως έδρασαν διότι πίστευαν ότι ήσαν εκφραστές της πολιτικής βούλησης της κρατικής εξουσίας. Και καλώς το πίστευαν. Ο Πάνος Κατσαρέας «διατηρούσε απ’ ευθείας επαφή» με τον στρατιωτικό διοικητή Λακωνίας Γεώργιο Κουρούκλη και όχι μόνον. Ο τελευταίος απευθυνόμενος δημοσίως στους «Κυνηγούς» τους προέτρεψε να μείνουν «…με την απόλυτη διαβεβαίωση ότι όλος ο Λακωνικός λαός βρίσκεται μαζί» τους. Για λόγους εντυπωσιασμού της αναταραχθείσας, συνεπεία της προπεριγραφείσας σφαγής, κοινής γνώμης ο πιο πάνω Γεώργιος Κουρούκλης απομακρύνθηκε απ’ την θέση του, αλλά αργότερα προβιβάστηκε σε στρατηγό. [48] Μετά την δημόσια σφαγή των σαράντα κρατουμένων στην κεντρική πλατεία του Γυθείου, επισκέφτηκε το Γύθειο ο Γεώργιος Παπανδρέου ο οποίος  ‘’παρέσχε πλήρη πολιτική κάλυψη προς τις Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών και τα λοιπά Αποσπάσματα, δηλώσας δημοσίως˶ «…εφ’ όσον δεν έχει αποκατασταθή η έννοια του Κράτους, η διατήρησις των οργανώσεων της Δεξιάς αποτελεί εθνικήν ανάγκην. Όταν αργότερον επιτευχθή η δημιουργία ισχυρού κράτους,…δεν θα έχουν λόγον υπάρξεως». [49] Συνεπώς: «salus patriae suprema lex esto» (Υπέρτατος Νόμος ας είναι η σωτηρία της Πατρίδας). Χάριν αυτού του υπέρτατου Νόμου δικαιούται ο πρώτος τυχών εξαχρειωμένος «Κυνηγός» να καταπατά, ανέμελα και αδίστακτα, όλους τους νόμους που συναπαρτίζουν την έννομη τάξη. [50] Προκειμένου, όμως, τέτοιου είδους άνθρωποι (που συναποτελούσαν την avant garde του υποκόσμου που, στην καλύτερη, περίπτωση είχαν σαθρό αξιακό υπόβαθρο και στην χειρότερη εντελώς ανύπαρκτο), να μ π ο ρ ο ύ ν να κάνουν ότι όντως έκαναν εξακολουθητικώς, έπρεπε να έχουν την πολιτική, νομική και ηθική κάλυψη της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης και του κράτους της. Η κρατούσα τάξη πραγμάτων επέβαλε τον παρακρατικό δολοφόνο και τον εμφάνιζε ‘’να έχει δίκιο ακόμα κι όταν έσφαλλε’’. Τον κάλυπτε με σκέψεις ισχνές σε επιχειρήματα και φτηνές, πολύ φτηνές, σε ρυθμό και αρμονία. Αυτοί οι παρακρατικοί δολοφόνοι αντιμετώπιζαν την ελληνική επικράτεια ως δορυάλωτη αποικία και τους κατοίκους της ως αναλώσιμο είδος. Η συνδρομή του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος (δικαιοσύνης) σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν κ α θ ο ρ ι σ τ ι κ ή. Ο αντικομμουνισμός του δράστη-εγκληματία ήταν το θεμέλιο κάθε απαλλακτικής δικανικής κρίσης. Τα δικαστήρια νομιμοποιούσαν τις εν ψυχρώ δολοφονίες αριστερών εμφανίζοντάς τες ως «εθνικόφρονες αντεκδικήσεις», αφαιρώντας, τεχνηέντως, την πολιτική διάσταση των φόνων που διέπραξαν οι κάθε είδους «Κυνηγοί». [51] Επρόκειτο για την «παρακρατουμένη δικαιοσύνη» την πρόγονο της μεταπολιτευτικής «προνομιακής δικαιοσύνης». [52] Δέκα έξι χρόνια αργότερα το σωτήριον έτος 1963, υπό συνθήκες όχι εμφυλίου πολέμου, όπως το 1947, αλλά υποτιθέμενης ομαλής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έστω καραμανλικής κοπής, το βαθύ κράτος σε συνεργασία με το παρακράτος, δολοφόνησαν δημοσίως τον βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Δεν επρόκειτο για ελληνική πρωτοτυπία. Στο Παρίσι και σ’ ολόκληρη την Γαλλία πολύ ενωρίτερα, μετά την συντριβή της λαϊκής εξέγερσης της πρώτης Πραιριάλ (20 του Μάη 1795), η λευκή Τρομοκρατία αποχαλινώθηκε. Οι «εταιρείες του Ιησού και του Ήλιου» ‘’κυνηγούσαν τους πατριώτες όπως στο κυνήγι της πέρδικας’’. [53] Η παρακρατική δραστηριότητα, λοιπόν, δεν είναι απότοκος βαλκανικής πολιτιστικής καθυστέρησης. Είναι συμφυής με την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και την κρατική της συγκρότηση.

Εν συμπεράσματι:  Το παρακράτος και η παρακρατική δραστηριότητά του συνιστούν μορφή κρατικής καταστολής. Το παρακράτος αντιτίθεται στο κράτος μόνον κατά το φαινόμενον και τελείως περιστασιακά. Η ύπαρξη και η λειτουργία του παρακράτους προϋποθέτει, ως condictio sine qua non, την ύπαρξη του κράτους. Η έκταση και η ένταση της παρακρατικής δραστηριότητας είναι συνισταμένη της ισχύος ή αδυναμίας της κρατικής εξουσίας, των ειδικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και των προτεραιοτήτων της διευθύνουσας κοινωνικής τάξης και του εκάστοτε πολιτικού-υπηρετικού προσωπικού της. Το παρακράτος, όταν δεν συναποτελείται από κρατικά όργανα «ειδικών καθηκόντων», συναποτελείται από ιδιώτες οι οποίοι, όμως, κατευθύνονται και καθοδηγούνται, σε τελευταία ανάλυση, από κρατικά όργανα που υλοποιούν και συγκεκριμενοποιούν ειδική κρατική αποστολή συνηθέστατα κρατικής καταστολής. Η διαχρονική παρουσία του παρακράτους συνηγορεί υπέρ του μη συγκυριακού χαρακτήρα του. Τα κρατικά όργανα, συνεπεία των πλατωνικών ‘’εμποδισμάτων’’, δεν μπορούν να υλοποιούν την κυρίαρχη κοινωνική βούληση διαπράττοντας αξιόποινες πράξεις και δη κακουργηματικού χαρακτήρα. Αν το πράξουν εκθέτουν την κρατική-ταξική εξουσία. Οι παρακρατικοί κουκουλοφόροι, όμως, με γροθιά ογκοδέστερη του εγκεφάλου τους, συντρίβουν με ευχαρίστηση ανθρώπινα κρανία, αρκεί να έχουν την κατανόηση της έννομης τάξης στο σ ύ ν ο λ ό  της. Και συνηθέστατα την έχουν! Μεθυσμένοι απ’ το θυμίαμα της ματαιοδοξίας τους, με αξιέπαινη και αδιανόητη αναίδεια, πάσχοντες από ιδιωτία και από την αβάστακτη ωμότητα της γλώσσας τους, (κάθε αίσθημα και κάθε σκέψη έχει την γλώσσα που τους ταιριάζει), πιστεύουν πως κάνουν εθνοφελή θαύματα βασιζόμενοι στην συνεύρεση ματαιοδοξίας και νοσηρής, εξημμένης φαντασίας. Βλέποντάς τους ένας νουνεχής άνθρωπος διχάζεται ανάμεσα στην περιφρόνηση που τους αξίζει και στον οίκτο που του εμπνέουν.

Στην σημερινή νεοελληνική κοινωνία η υλική ανασφάλεια των ανθρώπων της δεν έχει συγκυριακό χαρακτήρα. Τουναντίον, η οικονομική δυσπραγία του εργαζόμενου πληθυσμού επιτείνεται, επιδεινώνεται και μαζί της εγκαθιδρύεται και η ηθική ανασφάλεια. Για μιάν, όχι αμελητέα αριθμητικά, κοινωνική ομάδα, η διαβίωση ετοιμάζεται να προσλάβει εφιαλτικές διαστάσεις. Η ανεργία διογκώνεται, η υγειονομική περίθαλψη απογυμνώνεται απ’ τον δημόσιο χαρακτήρα της και υποβαθμίζεται απελπιστικά, οι ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις διαρρηγνύονται ταχέως, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την μοναξιά, την ανέχεια, την ανημπόρια και την απελπισία. Δεν τηρούν στάση περιφρονητικής παραίτησης. Αυτό θα  την  τιμούσε  μ’ ένα συνειδητό στοιχείο, που στην πραγματικότητα, απολείπεται. Απλώς αποτραβιούνται και παρατηρούν απορημένοι, έντρομοι τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες που ολοκληρώνουν το μαύρο σκηνικό της απελπισίας. Η Αριστερά και η κυβερνώσα Δεξιά διαφέρουν μεταξύ τους όσο δύο δίδυμοι που ο καθένας τους φορά διαφορετικό καπέλο και οι ψηφοφόροι, έρμαια μιας γενικότερης αντιδραστικής παλινδρόμησης, σπεύδουν να εναγκαλισθούν την γνήσια Δεξιά παρά την ‘’Αριστερή’’ εκδοχή της. Αφήνονται στην πελατειακή ανάθεση των ελπίδων τους, περιορίζονται στην καταναλωτική τους χαύνωση και απολαμβάνουν την παρακμιακή τους ιδιώτευση.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, ‘’έδρασαν’’ οι αυτόκλητοι «εθνοφύλακες» του Έβρου. Η έμπρακτη συμπεριφορά τους δεν αποτελεί κεραυνόν εν αιθρία. Είναι συνέχεια της συνεχούς και αδιάλειπτης παρακρατικής δραστηριότητας του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής κοινωνίας, την σιωπηρή αλλά υπαρκτή συναίνεση της οποίας, εν μέρει, έχουν!  Σ’ αυτήν την τωρινή παρακρατική δραστηριότητα δεν περιοριζόμαστε να βλέπουμε μόνον την αντανάκλαση του οικείου παρελθόντος, αλλά και την παρουσία του μελλούμενου, γιατί το μελλούμενο γίνεται κιόλας αισθητό στο τωρινό· λόγω της εσωτερικής δομής του, της σταθερής και καθαρής εικόνας του τωρινού, αποκαλύπτει υπαινικτικά μέσα του το μελλούμενο. Το άμεσο παρόν του Έβρου εγκυμονεί το μέλλον. Επεκτείνοντας την παρούσα στιγμή του Έβρου, με την όχι ευκαταφρόνητη λαϊκή συναίνεσή της, πέρα απ’ τα χρονικά της όρια μπορούμε να διαβλέψουμε την αλυσίδα των επιπτώσεων της στο μέλλον. ΄Ηδη στην κοινωνία μας «υπάρχει μια ελαφριά μυρωδιά καμένου στον αέρα».

Η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως δεν είναι δύσκολο να μετατραπεί σε θανατηφόρα μπόχα! [54] Εμείς θα το επιτρέψουμε; Θα το ανεχθούμε;

 

 

Αλμωπία  12 του Οκτώβρη 2023, Πέτρος Πέτκας

 

 

[1] Βλ. Έρνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του κράτους, σε μτφρ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Στέφανου Ροξάνη, Γνώση, Αθήνα, 2008, σελ. 13, 21, 405, 254.

[2] Βλ. Έλλη Σκοπετέα, Βαλκανικές εθνικές συνειδήσεις στις παραμονές των βαλκανικών πολέμων, στο Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων, 1910-1914, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1993, σελ. 233-242 και ιδία σελ. 234.

[3] Βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, τόμος Α’ σε μτφρ. Γιάννη Καρύτσα, Μαρίας Καστανάρα, Άρδην, Αθήνα, 1998, σελ. 238-239.

[4] Βλ. Edmund Burke, Στοχασμοί  για την Επανάσταση στην Γαλλία, σε μτφρ. Χ. Γρηγορίου, Σαββάλας, Αθήνα, 2010, σελ. 143.

[5] Βλ. ό.π. σελ. 182.

[6] Βλ. Jacques Delarue, Histoire de la Gestapo-La force totale des nazis, Collection marabout, σελ. 54.

[7] Βλ. Χάννα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, σε μτφρ. Βασίλη Τομανά, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 225

[8]Βλ. πλείονα επ’ αυτού Πέτρος Πέτκας, «Βασιλικοί άνδρες» με προλεταριακήν αμφίεση, στο περιοδικό Σκαντζόχοιρος, σημειώματα κριτικής, τεύχος 3, Μάρτιος 2016, σελ. 65-79.

[9]Βλ. Αριστόβουλου Ι. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος I, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 27.

[10] Βλ. Douglas M. MacDowell, Το Δίκαιο στην Αθήνα των Κλασικών Χρόνων, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1986, σελ. 117-118.

[11] Βλ. M. I. Finley, Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, τόμος δεύτερος, σε μτφρ. Μίνας Καρδαμίτσα, γ’ έκδοση, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2008. σελ. 14-15, 21, 49, 125.

[12] Βλ. Antony Andrews, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, σε μτφρ. Ανδρέα Παναγόπουλου, δ’ Ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008, σελ. 268, 272, 273.

[13] Βλ. ό.π. σελ. 316-317.

[14] Βλ. ό.π. σελ. 299, 309.

[15] Βλ. ό.π. σελ. 310.

[16] Η ραχοκοκαλιά του ρωμαϊκού στρατού ήσαν οι λεγεώνες, καλά οπλισμένες και εκπαιδευμένες μονάδες, αποτελούμενη η κάθε μια από περίπου πέντε χιλιάδες οπλίτες. Στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήσαν πολύ μικρότερες από τις προγενέστερες, συνήθως αποτελούμενες από χίλιους άνδρες. Η αναφυείσα τότε ανάγκη να χρησιμοποιούνται τα στρατεύματα για εσωτερική ασφάλεια (αστυνόμευση) κατέστησε λογική (και αναγκαία) την κατάτμησή τους σε μικρότερες μονάδες. Βλ. Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σε μτφρ. Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 65 και 181.

[17] Βλ. M. I. Finley, Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, τόμος Α’, σε μτφρ. Ανδρέα Παναγόπουλου, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σελ. 98-99.

[18] Βλ. G.E.M. de Ste Croix, Τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε μτφρ. Ελένης Αστερίου, Οδυσσέας, Αθήνα, 2005, σελ. 152 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές.

[19] Βλ. . G.E.M. de Ste Croix, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, σε μτφρ. Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 200.

[20] Βλ. Δημήτρη Ν. Σακκά, Πλάτωνας, Μια κριτική ανάλυση της κοινωνικής-πολιτικής θεωρίας του, Gutenberg, Αθήνα, 1985, σελ. 216.

[21]Βλ. D. M. MacDOWELL, Σπαρτιατικό Δίκαιο, σε μτφρ. Νικ. Κονομή, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμας, Αθήνα, 1988, σελ. 65· Paul Cartledge, Το μεγαλείο της Σπάρτης, σπαρτιατικοί στοχασμοί, σε μτφρ. Θεοδώρας Δαρβίρη, εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα, 2004, σελ. 172, 173, 248, του αυτού, Οι Σπαρτιάτες, μια επική ιστορία, σε μτφρ. Άγγελου Φιλιππάτου, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2002, σελ. 87.

[22] Βλ. Ινιάτσιο Σιλόνε, Φονταμάρα, σε μτφρ. Δημ. Μπούα, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1976, σελ. 130, 125, 142 όπου εύστοχη περιγραφή  και αξιολόγηση των παρακρατικών τραμπούκων.

[23] Βλ. G.E.M. DE Ste. CROIX, Ο ταξικός αγώνας κ.λ.π. ό.π. σελ. 560.

[24] Βλ. G.E.M. DE Ste. CROIX, Ο ταξικός αγώνας κ.λ.π. ό.π. σελ. 560, 562, 563, 564.

[25] Βλ. ό.π., 565, 566, 567.

[26] Βλ. ό.π., σελ. 454, 455.

[27] Βλ. Averil Cameron, ό.π., σελ. 271-272. Βλ.  G.E.M. de Ste. Croix, ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, σε μτφρ. Ιωάννας    Κράλλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2005, σελ. 335, 353, 392.

[28] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π., σελ. 25.

[29] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας κ.λ.π., ό.π. σελ. 462.

[30] Βλ. ό.π. σελ. 462 και 463 όπου και παρατίθεται επιδοκιμαστικώς.

[31] Πρβλ. Έμμα Γκόλντμαν, Ζώντας τη ζωή μου, σε μτφρ. Ροζίνας Μπέρκνερ (μτφρ. από τα γερμανικά Κατερίνας Καούκη), πρώτος τόμος, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2019, σελ. 436.

[32] Βλ. το πολύτιμο και αποκαλυπτικό έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Β’, 1700-1800, δέκατη έκδοση, Χ.Χ.Ε, Αθήνα, Πιρόγα, σελ. 521, 523.

[33] Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Α2, 1500-1700, ενδέκατη έκδοση, Χ.Χ.Ε., Πιρόγα, Αθήνα, σελ. 521, 498, 499 με  περαιτέρω παραπομπή στον Κ.Ν. Σάθα.

[34] Βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, τόμος Β’, ό.π. σελ. 491.

[35] Βλ. ό.π σελ. 520.

[36] Βλ. ό.π σελ. 549.

[37] Βλ. ό.π σελ. 551.

[38] Βλ. ό.π.

[39] Βλ. ό.π σελ. 611.  Θλιβερό κατάλοιπο εκείνης της ατμόσφαιρας ασυδοσίας είναι η σημερινή εκτεταμένη οπλοκατοχή στην Ζάκυνθο.

[40] Βλ. Χρήστος Χριστοβασίλης, Περί Εβραίων, με ενδιαφέρουσα εισαγωγή της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 2007, και Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919, Μια ιδιαίτερη κοινότητα, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

[41] Βλ. Μιχάλης Τρεμόπουλος, Τα τρία Ε (ΕΕΕ) και ο εμπρησμός του Κάμπελ. Το πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Αντιγόνη, Χ.Χ.Ε, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, σελ. 175, 15.

[42] Βλ. ό.π σελ. 386.

[43] Mutatis mutandis το ίδιο πρότεινε και η Εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας Αδαμαντία Οικονόμου κατά την πρωτόδικη δίκη της φασιστικής Χρυσής Αυγής, θεωρώντας την τελευταία ως αμέτοχη της δολοφονίας του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα.

[44] Βλ. ό.π σελ. 387.

[45] Kαταδεικνύεται ότι οι σύγχρονοι «μακεδονομάχοι του διβανίου» και οι «επαγγελματίες Έλληνες» -οι επάγγελμα έχοντες την εις τα εθνικά  ζητήματα  ιδιοτελή ανάμειξιν- έχουν καθ’ όλα άξιους προγόνους  (βλ. πλείονα επ’ αυτού στο: Πέτρος Πέτκας, «La parole a été donnée à l’ homme pour déguiser sa pensée» – Ο λόγος (ομιλία) δόθηκε στον άνθρωπο για να μεταμφιέζει την σκέψη του- Ουτοπία, τεύχος 128, Γεν-Φλεβ. Μάρ. 2019, σελ. 151-164.

[46] Βλ. ό.π σελ. 394 και 395.

[47] Βλ. Άριστος Καμπάνης ο νεώτερος, Τα αποσπάσματα, Αυτοί που αντιστάθηκαν στον κομμουνισμό, βιβλιοθήκη της Εστίας, Αθήνα, 2022, σελ. 92 και 109 όπου επιδοκιμαστική περιγραφή και αξιολόγηση των συμβάντων.

[48] Βλ. ό.π σελ. 110, 102.

[49] Βλ. ό.π σελ. 110.

[50] Βλ. αναλυτικότερα στο Πέτρος Πέτκας, Salus patriae suprema lex esto (Υπέρτατος Νόμος ας είναι η σωτηρία της Πατρίδας). Μια αναδρομή και μια…υπόμνηση! Παρέμβαση, τεύχος 159-160, Φθινόπωρο 2011, σελ. 76-96.

[51] Βλ. το ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο έργο του Απόστολου Ν. Παρτσακλού, Ο ένοπλος δωσιλογισμός στη Μεσσηνία. Δράση και ποινική αντιμετώπιση, Β’ έκδοση, Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας, Αθήνα, 2022, σελ. 24, 324, 334, 335, 354, 367.

[52] Βλ. πλείονα στο Πέτρος Πέτκας, Όψεις μεταπολεμικής δικαιοσύνης. Απ’ την μετακατοχική «παρακρατουμένη δικαιοσύνη» στην μεταπολιτευτική «προνομιακή δικαιοσύνη». (Με αφορμή την δίκη της Χρυσής Αυγής), Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2022.

[53] Βλ. Georges Lefebvre, Η Γαλλική Επανάσταση, σε μτφρ. Σπύρου Μαρκέτου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003, σελ. 484.

[54] Μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ ακολούθησε η φασιστική βασιλομεταξική δικτατορία της τετάρτης Αυγούστου. Μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη επακολούθησε η επτάχρονη φασιστική δικτατορία (Χούντα).