του Κώστα Λαπαβίτσα
Η πρόταση Μάγιερ
Η πρώτη και πλέον συνεκτική ήταν του Τόμας Μάγιερ, οικονομολόγου της Ντόιτσε Μπανκ, ο οποίος πρότεινε το «παράλληλο G-euro». Η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε ορισμένες πληρωμές συντάξεων, μισθών και άλλων υποχρεώσεων όχι σε «κανονικά ευρώ» της ΕΚΤ, αλλά σε ειδικά χρεόγραφα που θα είχαν ως λογιστική μονάδα το «ελληνικό ευρώ», ή G-euro. Οι επιχειρήσεις θα ήταν επίσης υποχρεωμένες να πληρώσουν ένα μέρος του μισθού των εργαζομένων σε «ελληνικό ευρώ». Η ισοτιμία έκδοσης θα ήταν 1:1, αλλά γρήγορα θα υπήρχε υποτίμηση ως προς το «κανονικό ευρώ».
Η εγχώρια υποτίμηση του G-euro ήταν ανοιχτή επιδίωξη του Μάγιερ, ώστε να μειωθεί κι άλλο η αξία της εργατικής δύναμης. Ένα μέρος του ελληνικού λαού, αλλά και το κομμάτι της εγχώριας οικονομίας που καλύπτει τις κύριες λαϊκές ανάγκες διατροφής, ένδυσης, κλπ., θα λειτουργούσε με το υποτιμημένο «ελληνικό ευρώ». Ένα άλλο κομμάτι της οικονομίας που περιλαμβάνει πράξεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις, τράπεζες, κλπ., αλλά και τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας, θα συνέχιζε να λειτουργεί με το «κανονικό ευρώ». Δεν θα γινόταν τυπική έξοδος από την ΟΝΕ, αλλά με τα «ελληνικά ευρώ» θα υπήρχε επιπλέον ρευστότητα.
Η πρόταση Μάγιερ δεν θα έλυνε το πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με εξωτερική υποτίμηση, αφού στις διεθνείς συναλλαγές η Ελλάδα θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το «κανονικό ευρώ». Αλλά η ανταγωνιστικότητα θα βελτιωνόταν μέσω της περαιτέρω πτώσης της αξίας της εργατικής δύναμης, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι θα χρησιμοποιούσαν κυρίως το «ελληνικό ευρώ». Στην ουσία επρόκειτο μια πιο «έμμεση» εκδοχή της εσωτερικής υποτίμησης που επέβαλαν τα μνημόνια.
Η πρόταση Λίβι
Η δεύτερη ήταν του Ινστιτούτου Λίβι, εν μέρει δια χειρός Δημήτρη Παπαδημητρίου, νυν Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, η οποία είχε δύο σκέλη.
Το πρώτο σκέλος επαναλάμβανε την πρόταση του Μάγιερ για G-euro, με μικρές τεχνικές διαφορές. Το δεύτερο, συμπληρωματικό, σκέλος στηρίχτηκε σε μια ήδη υπάρχουσα ιταλική πρόταση για δημιουργία «Πιστοποιητικών Δημοσιονομικής Πίστωσης». Πρόκειται για χρεόγραφα που θα εξέδιδε το κράτος τα οποία θα επέτρεπαν στον κάτοχο να πληρώσει φόρους και άλλες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο με ευνοϊκούς όρους, μετά από ένα διάστημα δύο ετών. Εάν ο κάτοχος ήθελε να αποκτήσει τη ρευστότητα πριν την πάροδο της διετίας, θα μπορούσε να τα ανταλλάξει με G-euro, φυσικά με χειρότερη ισοτιμία από το 1:1 της αρχικής έκδοσης.
Στην ουσία θα κυριαρχούσε και πάλι το πλαίσιο του Μάγιερ. Οι οικονομολόγοι του Λίβι, γνωρίζοντας ότι το σχέδιό τους υπόρρητα στόχευε στην πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης, το συνόδευσαν με προτάσεις επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη μείωση της ανεργίας, κυρίως μέσω δημοσίων επενδύσεων.
Η πρόταση Βαρουφάκη
Η τρίτη ήταν αυτή που φέρεται να διατύπωσε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει ασαφές διότι, σε αντίθεση με τις άλλες δύο, δεν έχει υπάρξει δημοσίευση μελέτης, ή έστω δομημένου κειμένου. Αυτά που γνωρίζουμε είναι από τις αποκαλύψεις του πρώην υπουργού στο πρόσφατο βιβλίο του, από συνεντεύξεις του, καθώς και από τις πρόσφατες ακριτομυθίες του κ. Γκλεν Κιμ.
Η απουσία δημόσια κατατεθειμένης μελέτης έχει σημασία. Μερικοί τη δικαιολογούν λόγω της απαραίτητης «μυστικότητας» με την οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να περιβάλλει τις πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις της με τους δανειστές. Αντιστρέφοντας το σκεπτικό, η σημερινή αντιπολίτευση τη χρησιμοποιεί για να καταγγείλει τις καταχθόνιες προθέσεις του τότε ΣΥΡΙΖΑ, τις οποίες η ίδια φαίνεται να έχει διαγνώσει δια μέσου των μαντικών της ικανοτήτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες πλευρές των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές θα έπρεπε να κρατηθούν μακριά από τη δημοσιότητα. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με σχέδιο που, κατά την ομολογία του εμπνευστή του, υπάρχει τουλάχιστον από το 2012. Δεν θα έπρεπε να βρίσκονται κατατεθειμένα στο δημόσιο διάλογο τουλάχιστον τα βασικά βήματα, ώστε να τεθούν στην κρίση και άλλων; Πέραν τούτου, μια κυβέρνηση υποτίθεται της Αριστεράς είναι υποχρεωμένη να κάνει κτήμα του ελληνικού λαού τουλάχιστον το βασικό περίγραμμα του σχεδίου. Είναι ζήτημα δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής στα κοινά.
Στην πραγματικότητα η απουσία δείχνει προχειρότητα, πράγμα που είναι ορατό και από όσα έχουν μέχρι τώρα αποκαλυφθεί. Το σχέδιο θα ήταν η απάντηση στην απειλή του κ. Ντράγκι να κλείσει τις ελληνικές τράπεζες σταματώντας την παροχή «κανονικού ευρώ». Θα ήταν όμως ένα σύστημα «παράλληλων πληρωμών» και όχι «παράλληλου νομίσματος». Εν ολίγοις, το κράτος θα δημιουργούσε ηλεκτρονικές πιστώσεις τις οποίες θα ενέγραφε στο ΑΦΜ των εταιρειών. Όλα τα ΑΦΜ θα αποκτούσαν τον δικό τους κωδικό (PIN) κι έτσι εταιρείες και ιδιώτες θα μπορούσαν να κάνουν πληρωμές από ΑΦΜ σε ΑΦΜ με ηλεκτρονικό τρόπο. Παράλληλα, θα γίνονταν και δημόσιες πληρωμές μισθών και συντάξεων με ηλεκτρονικές πιστώσεις σε λογαριασμούς TAXISnet από όπου ποσά θα μεταφέρονταν ηλεκτρονικά για περαιτέρω ιδιωτικές πληρωμές. Με τις ίδιες μεθόδους θα δινόταν επίσης η δυνατότητα για πληρωμές φόρων με ευνοϊκούς όρους, ώστε οι ιδιώτες να έχουν κίνητρο να μεταφέρουν «κανονικά ευρώ» από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς στους λογαριασμούς TAXISnet. Η συνολική αυτή ρευστότητα θα αναπλήρωνε τις ελλείψεις που θα δημιουργούσε ο Ντράγκι, επιτρέποντας την αποτελεσματική διαπραγμάτευση.
Ένα ανεφάρμοστο πολιτικό πυροτέχνημα
Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοπεί για το «σχέδιο» αυτό. Οι πιστώσεις που αρχικά θα ενέγραφε το Ελληνικό Δημόσιο στους λογαριασμούς ΑΦΜ δεν θα ήταν παρά μια μορφή των χρεογράφων του Μάγιερ, δηλαδή ένα είδος χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας. Θα υπήρχε φυσικά η προσποίηση ότι δεν ήταν «παράλληλο νόμισμα», αλλά στην πράξη το «κανονικό ευρώ» γρήγορα θα αποκτούσε μεγαλύτερη αξία.
Από εκεί και πέρα, η ιδέα ότι θα μπορούσε το TAXISnet και τα ΑΦΜ να λειτουργήσουν ως σύστημα εκκαθάρισης πληρωμών σε καθημερινή βάση και σε «πραγματικό χρόνο» είναι απολύτως εξωπραγματική. Τα συστήματα πληρωμών είναι σύνθετα και έχουν ιδιαίτερες τεχνικές απαιτήσεις γρήγορης και φερέγγυας εκκαθάρισης, που φυσικά δεν πληρούνται από το TAXISnet και τα ΑΦΜ, πράγμα προφανές σε όσους απλώς τα χρησιμοποιούν. Η ιδέα ότι το νέο σύστημα θα μπορούσε να συναρθρωθεί ομαλά με το υπάρχον σύστημα των τραπεζών, πράγμα που θα έπρεπε να γίνει δεδομένου ότι οι κάτοχοι νομισματικών ποσών θα έκαναν παράλληλη χρήση και των δύο συστημάτων, είναι εξίσου εξωπραγματική. Η ιδέα, τέλος, ότι το «σχέδιο» θα μπορούσε να εφαρμοστεί ταχύτατα, ώστε να αντιμετωπισθεί ο εκβιασμός του Ντράγκι, δεν είναι απλώς εξωπραγματική, αλλά πέραν περιγραφής.
Από τις αποκαλύψεις του κ. Κιμ σε εκδήλωση στην ιταλική Βουλή διαφαίνεται ότι ίσως υπήρχε και η σκέψη να πληρώνεται ένα μέρος του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων σε κουπόνια, με αποκλειστική χρήση για πληρωμή φόρων. Κρίνοντας από τα ελάχιστα που είναι γνωστά, τα κουπόνια αυτά θα ήταν μια μορφή των «Πιστοποιητικών Δημοσιονομικής Πίστωσης» του σχεδίου Λίβι. Στην πράξη, λοιπόν, φαίνεται ότι υπήρχε και κάποια διάσταση «παράλληλου νομίσματος» σε φυσική μορφή.
Καταλήγοντας, το σχέδιο των «παράλληλων πληρωμών», από όσα τουλάχιστον μας έχουν γίνει γνωστά, δεν ήταν παρά μια εκδοχή «παράλληλου νομίσματος», αλλά χωρίς απολύτως καμία πιθανότητα εφαρμογής. Ήταν μια ευφάνταστη άσκηση επί χάρτου με προφανή πολιτική σκοπιμότητα να κρατηθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ, πράγμα που βόλευε εξαιρετικά την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ποτέ δεν ήθελε την έξοδο. Ακόμη και ως διαπραγματευτική τακτική ήταν αξιοθρήνητο. Στην πρώτη επαφή με τους δανειστές κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και ο εμπνευστής του υπέγραψε τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου που ουσιαστικά δρομολόγησε την πλήρη παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, διότι η μόνη επιλογή που θα έσπαζε το μονοπώλιο του Ντράγκι στη ρευστότητα και θα επέτρεπε την υλοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η έξοδος από το ευρώ, πράγμα που απαιτούσε πραγματικό σχέδιο. Αυτή παραμένει και η μόνη επιλογή, ώστε να ανοίξει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα.
Το επόμενο διάστημα είναι πιθανό η μνημονιακή αντιπολίτευση να αξιοποιήσει το «παράλληλο νόμισμα» για να προκαλέσει μικροπολιτική ζημία στην κυβέρνηση, αλλά και για να συνεχίσει να τρομοκρατεί τον ελληνικό λαό. Απαιτείται πολιτική εγρήγορση, από τη μια, για να παραμείνει ζωντανή η προοπτική της πραγματικής αλλαγής και, από την άλλη, για να μην ενδυθούν τον μανδύα του ανατροπέα όσοι δεν τον αξίζουν.