Του Σπύρου Απέργη
Δικηγόρου, ειδικευμένου στο προσφυγικό δίκαιο
Η κυβέρνηση ενημέρωσε περαιτέρω ότι τα μέτρα σημαίνουν τα εξής :«κάθε κράτος έχει δικαίωμα και υποχρέωση να προστατέψει την ακεραιότητά του και η κυβέρνηση θα το τηρήσει απολύτως έως ότου αποκατασταθεί η συνήθης κατάσταση στα σύνορα της χώρας. Για τον λόγο αυτό η αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου είναι μέτρο απολύτως αναγκαίο και εύλογο και ερείδεται στο διεθνές δίκαιο» ενώ, παράλληλα, «τα ελληνικά σύνορα είναι και εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προστασία τους διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι έκτακτες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στα σύνορα, καθιστούν ούτως ή άλλως αδύνατη την εξέταση αιτήσεων ασύλου, διαδικασία αυστηρά εξατομικευμένη» [1].
Ωστόσο, δυστυχώς για την κυβέρνηση δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η ΠΝΠ για την αναστολή εξέτασης αιτήσεων ασύλου είναι σαφώς παράνομη και αντισυνταγματική και, ακόμα χειρότερα, η κυβέρνηση τα γνωρίζει αυτά, οπότε παρανομεί συνειδητά με τη σιωπηρή ανοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2].
Όπως ανέφερε σε δήλωσή της η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες «ούτε η Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ούτε το προσφυγικό δίκαιο της ΕΕ παρέχουν οποιαδήποτε νομική βάση για την αναστολή της καταγραφής αιτημάτων ασύλου. Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική Κυβέρνηση έχει επικαλεστεί το άρθρο 78(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο η διάταξη αυτή προβλέπει τη λήψη προσωρινών μέτρων από το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα Κράτη Μέλη είναι αντιμέτωπα με μια επείγουσα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών, ενώ δεν μπορεί να αναστείλει το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα της υποβολής αίτησης ασύλου και την αρχή της μη επαναπροώθησης, τα οποία και τα δύο αποτελούν επίσης μέρος του ευρωπαϊκού δικαίου. Οι άνθρωποι που εισέρχονται παράτυπα στην επικράτεια ενός κράτους δεν θα πρέπει επίσης να τιμωρούνται εάν παρουσιάζονται χωρίς καθυστέρηση ενώπιον των αρχών για να ζητήσουν άσυλο» [3].
Παράλληλα, η εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτεία για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων με δήλωσή της [4] αναφέρει ξεκάθαρα ότι «το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο και η απαγόρευση επαναπροώθησης που κατοχυρώνονται ρητά σε πλείστα διεθνή και ευρωπαϊκά συμβατικά κείμενα (άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, άρθρα 18 και 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 3 και 4 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, άρθρο 98 της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας κ.ο.κ.) αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα τόσο του προσφυγικού δικαίου όσο και των οικουμενικών αρχών της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, πάνω στα οποία η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή κοινότητα έχουν οικοδομηθεί, ενώ δεν προβλέπονται ρήτρες παρέκκλισης από την εφαρμογή των ανωτέρω κειμένων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως η εθνική ασφάλεια και η δημόσια υγεία”.
Η υποχρέωση της Ελλάδας για την πρόσβαση στο άσυλο και την απαγόρευση επαναπροώθησης, επαναβεβαιώνεται στην υπόθεση της Ισπανίας με πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [5]. Σε αυτή, το Δικαστήριο υπογράμμιζε ότι “τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν τα κράτη στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών ή κατά την διαδικασία υποδοχής των αιτούντων άσυλο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή σε πρακτικές που δεν συμβιβάζονται με τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή τα πρωτόκολλά της” [6].
Αναφορικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες άνθρωποι διασχίζουν ή προσπαθούν να διασχίσουν τα χερσαία σύνορα από μη εξουσιοδοτημένες διαβάσεις τρόπο, το Δικαστήριο αναφέρει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να παρέχουν «πραγματική και αποτελεσματική πρόσβαση στην υποβολή επιχειρημάτων εναντίον της απέλασής τους» [7]. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη έκδοση ατομικών αποφάσεων απομάκρυνσης, θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες- εάν υποτεθεί ότι θα ήθελαν να επικαλεσθούν δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση- δεν χρησιμοποίησαν τις επίσημες διαδικασίες εισόδου που υπήρχαν (κατά την άποψη του Δικαστηρίου, παρότι παρεμβαίνοντες στη διαδικασία τόνισαν ότι δεν υφίσταται δυνατότητα υποβολής ασύλου στα νόμιμα συνοριακά περάσματα) και έτσι τούτο αποτέλεσε συνέπεια της δικής τους συμπεριφοράς. Ωστόσο, στην περίπτωση του Έβρου και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η κυβέρνηση δεν παρέχει οποιαδήποτε νόμιμη πρόσβαση στα επίσημα συνοριακά της περάσματα και, κατ ακολουθία, δεν την αφορά ούτε μπορεί να επικαλεστεί τη συγκεκριμένη απόφαση για τη νομιμοποίησης της παράνομης απόφασής της. Συνεπώς είναι απολύτως σαφές ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αναστείλει για ένα μήνα κάθε πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου και να επιστρέφει τους παράτυπους αλλοδαπούς αμέσως χωρίς να τους καταγράφει, παραβιάζει το εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Περαιτέρω, το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος «Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Η Σύμβαση της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων υπογράφτηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 28 Ιουλίου του 1951 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό Διάταγμα 3989/1959. Η Σύμβαση καθορίζει ακριβώς το ποιος είναι ο πρόσφυγας και το είδος της νομικής προστασίας ή άλλης παροχής, καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων που οι πρόσφυγες οφείλουν να λάβουν από τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση αυτή. Αργότερα, η Σύμβαση συμπληρώθηκε από το Πρωτόκολλο του 1967, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Αναγκαστικό νόμο 389/1968.
Συνεπώς η Σύμβαση και το πρωτόκολλό της αποτελούν διεθνείς συμβάσεις και, ήδη μέρος του εσωτερικού δικαίου της Ελλάδας και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όπως είναι η προαναφερόμενη ΠΝΠ που αποτελεί μία μορφή νόμου, ο οποίος, όμως, απαιτείται να υποβληθεί στη Βουλή για κύρωση μέσα σε 40 ημέρες από την έκδοσή της. Ανεξάρτητα από το αν η συγκεκριμένη ΠΝΠ επικυρωθεί ή όχι από τη Βουλή εγκαίρως ή τροποποιηθεί στο περιεχόμενό της, όπως έχει δικαίωμα να κάνει η κυβέρνηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερισχύει η Σύμβαση της Γενεύης και το δικαίωμα στο άσυλο κατοχυρώνεται ακόμα και στις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον Έβρο.
Με βάση τα παραπάνω η κυβέρνηση πρέπει να τερματίσει αμέσως την αναστολή εξέτασης των αιτήσεων ασύλου στην Ελλάδα, να άρει τη σχετική ΠΝΠ και να εξασφαλίζει ότι οι παράτυπα εισερχόμενη αλλοδαποί θα έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα ή μετά την είσοδο αυτή. Ο νομικός και πολιτικός πολιτισμός της Ευρώπης δεν πρέπει να επιτρέψουν τέτοιες απαράδεκτές εκπτώσεις και η Ευρωπαική Ένωση, με τους θεσμούς της, είναι απαραίτητο να διαφυλάξει βασικές πτυχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, όπως είναι το δικαίωμα στο άσυλο και η απαγόρευση επαναπροώθησης αλλοδαπών πριν τους δοθεί κατάλληλη πρόσβαση να αντιταχθούν στην απέλασή τους και να υποβάλουν, εάν το επιθυμούν, αίτηση διεθνούς προστασίας.
[1]: Βλ. ενδεικτικά https://www.kathimerini.gr/1067191/article/epikairothta/ellada/ti-shmainoyn-ta-metra-fyla3hs-twn-synorwn-poy-apofasise-to-kysea, 2/3/2020.
[2]: Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, που επισκέφθηκαν τον Έβρο στις 3/3/2020, σιώπησαν ηχηρά επί του θέματος.
[3]: Βλ. Δήλωση της Ύπατης Αρμοστείας για την κατάσταση στα σύνορα Τουρκίας – Ε.Ε., 2/3/2020,
https://www.unhcr.org/gr/14121-dilosi_ypatis_armosteias_gia_tin_katastasi_sta_synora.html
[4]: http://nchr.gr/images/pdf/nea_epikairothta/EEDA_Dilosi_Synora_Olomeleia.pdf, 5/3/2020
[5] Απόφαση Μείζονος Σύνθεσης Ν.D. και Ν.Τ. κατά Ισπανίας, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-201353%22]}
[6] Σκέψη 170 της προαναφερόμενης απόφασης
[7] Σκέψη 198 της προαναφερόμενης απόφασης