Παράνομη είναι η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας από την πλευρά των εργοδοτών, εάν δεν έχει προηγηθεί διάλογος με τους εργαζομένους, δεν τους έχουν δοθεί οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, δεν έχει εξαντληθεί κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων και δεν έχει προηγηθεί διαβούλευση με τους εργαζομένους.
Αυτό αποφάσισε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ΄ αριθμ. 4424/2012 απόφασή του (ασφαλιστικά μέτρα) και δικαίωσε εργαζομένους οι οποίοι κλήθηκαν να υπογράψουν νέες συμβάσεις, που προέβλεπαν εκ περιτροπής εργασία.
Η δικαστική απόφαση που δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου» (τεύχος 11/2012) διευκρινίζει ότι «αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 260/2006 και του Ν. 1767/1988».
Ακόμη, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου: «Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους, που πρέπει να τηρηθούν για να επιβληθεί η εκ περιτροπής εργασία, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε σοβαρή συζήτηση με το προσωπικό του για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να δώσει τα οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων».
Αν δεν γίνει ενημέρωση, τονίζει η πρόεδρος, «με διαβίβαση στοιχείων, ώστε να λάβουν γνώση οι εργαζόμενοι της πρόσφατης και της πιθανής εξέλιξης των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης σε αυτή (επιχείρηση) και δεν δοθεί από τον εργοδότη ένα χρονικό διάστημα διαβούλευσης, τότε η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας θα είναι παράνομη».