της Μαρίας Απατζίδη, Βουλεύτριας Α’ Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ 25

H αντιμετώπιση της πανδημίας έχει φέρει τη χώρα στις χειρότερες θέσεις ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες παγκοσμίως: Με πρωτιά στους θανάτους ανά εκατομμύριο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλά άλλα. Στο μεταξύ για τρίτη χρονιά με την έλευση της τουριστικής σαιζόν η κυβέρνηση ήρε το σύνολο των περιοριστικών μέτρων. Το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο. Για ακόμα μία φορά η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τις εξελίξεις με την έκρηξη του 6ου κύματος της πανδημίας ιδιαίτερα στους τουριστικούς προορισμούς. Κινούμενη περισσότερο με το τι εύχεται παρά από τα γεγονότα και τις επιστημονικές προβλέψεις έρχεται τώρα να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Παρατείνει τα ίδια αποτυχημένα μέτρα που δεν κατάφεραν να περιορίσουν στο ελάχιστο ούτε την πανδημία ούτε τις επιπτώσεις της.

Φέτος βέβαια η ώρα που έρχεται το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποδεικνύει το βάθεμα της αποτυχίας αυτής και την κυβερνητική παραδοχή της, καθώς το νομοσχέδιο έρχεται πριν καν η τουριστική σαιζόν φτάσει στη μέση της. Και βεβαίως είναι δεδομένη εκ των πραγμάτων η αποτυχία των μέτρων που παρατείνονται, καθώς τα ίδια έχουν αποτύχει ήδη άλλα δύο καλοκαίρια. Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος να θεωρήσει πως η κυβέρνηση μαθαίνοντας από τα λάθη της παρατείνει τα μέτρα από τώρα προλαμβάνοντας το νέο κύμα. Πλην όμως η υιοθέτηση των ίδιων μέτρων που δεν έλυσαν απολύτως τίποτε, σε συνδυασμό με την ευθύνη της κυβέρνησης για το νέο αυτό κύμα δείχνει πως η κυβέρνηση, ως καθόλου σοφή, αμαρτάνει όχι δις αλλά τρις με τα γνωστά θύματα. Αυτά που βλέπουμε είναι τα γνωστά κάθε χρόνο: Άρση κάθε περιοριστικού μέτρου, επικοινωνιακό σήμα πλήρους χαλάρωσης στο βωμό του τουρισμού κ.τ.λ.

Την ίδια ώρα τα προβλήματα στο ΕΣΥ και γενικότερα στην υγεία επιτείνουν τις συνέπειες της πανδημίας. Και απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις από την κυβέρνηση και από κάθε κυβέρνηση που θέλει ένα σύγχρονο και ενισχυμένο ΕΣΥ. Και βελτιωμένο ΕΣΥ σημαίνει το να παρέχονται ποιοτικές και αποτελεσματικές υπηρεσίες υγείας σε όλους. Όμως τα προβλήματα από την αποστροφή της κυβέρνησης να κάνει αυτές τις παροχές παραμένουν άλυτα με τις επιπτώσεις τους να βαθαίνουν συνεχώς όσο δεν αντιμετωπίζονται.

Τι εννοούμε; Πλήρης απαξίωση των δομών υγείας χωρίς τον απαραίτητο υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Νοσοκομεία υποστελεχωμένα τόσο στην επαρχία όσο και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Εξαντλημένοι υγειονομικοί που δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν στον φόρτο εργασίας που η κυβέρνηση με τις επιλογές της τους επέβαλε. Κακοπληρωμένοι, αν πληρωθούν ποτέ, γιατί πληθαίνουν οι καταγγελίες από υγειονομικούς για κήρυξη άτυπης στάσης πληρωμών, καθώς δεν καταβάλλονται οι εφημερίες των υγειονομικών. Όλα αυτά φαίνεται πως δεν απασχολούν την κυβέρνηση και την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.

Η κυβέρνηση είναι τυφλωμένη από την ιδεοληψία και την αδιαφορία της για την υγεία. Την αντιλαμβάνεται όχι ως κοινωνικό αγαθό αλλά ως εμπόρευμα. Έχει παραδώσει την υγεία σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Λειτουργεί ως ενδιάμεσος των κλινικαρχών και υπηρετεί πιστά τα συμφέροντά τους. Υπενθυμίζεται η προνομιακή μεταχείριση των ιδιωτικών κλινικών που δεν συνέβαλαν καθόλου στην αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν προέβησαν σε διάθεση κλινών ΜΕΘ. Έδωσαν αποζημίωση, αλλά μόνο για όσους δεν ήταν ουσιαστικά νοσούντες. Έκαναν τιμολογιακή πολιτική στα διαγνωστικά τεστ. Αρνήθηκαν συνταγογράφηση από το δημόσιο που έδινε σίγουρη πελατεία στους ιδιώτες και πολλά άλλα. Όλα αυτά συνεχίζονται, καθώς οι αντίστοιχες διατάξεις παρατείνονται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε ο,τιδήποτε εκτός από πραγματική και με κοινωνικούς όρους αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Ξέρασε αυταρχισμό, ατομική ευθύνη και πολύ, πάρα πολύ διχασμό. Η κυβέρνηση φέρει όλη την ευθύνη για τους πάμπολλους μη αναπόφευκτους θανάτους, για την αυταρχικοποίηση, τον διχαστικό κοινωνικό αυτοματισμό στη βάση εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων, τον εκφασισμό. Μετέθεσε την ευθύνη οπουδήποτε αλλού εκτός από την ίδια: Έριξε το μπαλάκι σε εργαζόμενους, υγειονομικούς, μαθητές, νεολαία, πολίτες άνω των 60.

Στο ίδιο μοτίβο τώρα, παρατείνει την ισχύ μέτρων που απέτυχαν στο να συμβάλλουν στο παραμικρό όσον αφορά στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενώ υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει νικήσει περίπου πέντε με έξι φορές ως τώρα την πανδημία, όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο περιμένει διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που έχουν φέρει ως τώρα.

Οι απαιτούμενες πολιτικές είναι ήδη γνωστές στην κυβέρνηση και έχουν τεθεί στο δημόσιο διάλογο τόσο από πολιτικές δυνάμεις όσο και από ειδικούς του κλάδου υγείας, γιατρούς και εν γένει υγειονομικούς. Έπρεπε να έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή, όχι μόνο από την αρχή της πανδημίας, αλλά από πολύ νωρίτερα, εξαιτίας των εφαρμοζόμενων εδώ και μία δεκαετίας μνημονιακών πολιτικών που οδήγησαν στη διάλυση και το ξεπούλημα της δημόσιας υγείας.

Σύμφωνα με έκθεση της Eurostat, η Ελλάδα παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση ως προς την υπερβάλλουσα θνητότητα κατά 28% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2016-2019, με ρυθμό σχεδόν τριπλάσιο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού ο οποίος ανέρχεται στο 10%. Το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης παρουσιάστηκε τον περασμένο Νοέμβριο φτάνοντας το 26%, κατά τη διάρκεια του 4ου κύματος της πανδημίας. Την ίδια ώρα ενώ η κυβέρνηση έχει στείλει για πολλοστή φορά μήνυμα πλήρους χαλάρωσης, τα κρούσματα έχουν αρχίσει να αυξάνονται για ακόμα μία φορά δραματικά. Η πλήρης διάλυση του ΕΣΥ και η πρεμούρα της κυβέρνησης να το παραδώσει σε ιδιώτες έχουν τραγικά αποτελέσματα τα οποία πλέον καταγράφονται με τον πιο επίσημο και καθαρό τρόπο. Η εγκληματική πολιτική των 30.000 νεκρών και της πρωτιάς στην Ευρώπη στην υπερβάλλουσα θνητότητα οφείλονται σε συγκεκριμένες πολιτικές.

Από την αρχή της πανδημίας, έχουν τεθεί στον διάλογο πολύ συγκεκριμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ΕΣΥ και την θωράκιση της δημόσιας υγείας. Προτάσεις που αφορούσαν όχι μόνο τις ιδιαίτερες και ειδικές συνθήκες και απαιτήσεις της πανδημίας, αλλά θα έμεναν και ”προίκα” στο ΕΣΥ. Και εννοώ τη δημιουργία δικτύου μαζικών τεστ που θα χρησιμοποιούνταν και για τον μαζικό εμβολιασμό, την πρωτοβάθμια υγεία και άλλα. Πέρα από αυτές τις προτάσεις, είναι επείγουσα η ανάγκη για την άμεση και σοβαρή ενίσχυση, με προσωπικό και υλικοτεχνικές υποδομές, του ΕΣΥ, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες εξαιτίας της πανδημίας. Αλλά γενικότερα και να προβεί στην παροχή δωρεάν και ποιοτικών υπηρεσιών υγείας ήταν ξεκάθαρη σε όλους και στην ίδια την κυβέρνηση προφανώς.

Πέρα όμως από τα τεστ στον γενικό πληθυσμό, είχαμε απαιτήσει από την Κυβέρνηση να υπάρξουν έστω μαζικά δωρεάν ράπιντ τεστ για μαθητές/μαθήτριες, εκπαιδευτικούς και γονείς, να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη, να επιταχθούν ιδιωτικά κτίρια, ώστε να χρησιμοποιηθούν για αίθουσες διδασκαλίας και να προσληφθούν μόνιμοι εκπαιδευτικοί. Και εδώ η στάση της κυβέρνησης ήταν αρνητική.

Όσον αφορά στον εμβολιασμό, αντί για αυταρχισμό και απειλές, θα έπρεπε η πολιτεία να επιστρατεύσει την πειθώ με ένα ακόμα εργαλείο στη φαρέτρα της, γι’ αυτό είχαμε προτείνει να πραγματοποιείται δωρεάν προεμβολιαστικός έλεγχος από δημόσιες δομές υγείας, ώστε οι άνθρωποι που φοβούνται να αποκτούν μία ιατρική γνωμάτευση που θα τους απαλλάσσει από περιττούς ή και ανύπαρκτους φόβους και ανησυχίες. Η υλοποίηση όμως όλων των απαραίτητων αυτών πολιτικών, συγκρουόταν με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης για την παράδοση της υγείας σε φίλους και γνωστούς. Την ίδια ακριβώς πολιτική, εξυπηρετούν, προφανώς, και οι παρατάσεις που περιέχει το νομοσχέδιο που κατατέθηκε. Η εγκληματική πολιτική συνεχίζεται…