Δραματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα, όπως επίσης και άνιση κατανομή των βαρών στον πληθυσμό, αποκαλύπτουν τα στοιχεία που μόλις δημοσιεύθηκαν από την Eurostat με βάση τη σχετική δειγματοληπτική έρευνα του 2012 (η οποία αφορά τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2011), σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη σχετικής φτώχειας (που αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του αντίστοιχου διάμεσου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας), η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% το 2008 σε 23,1% το 2011. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η αύξηση που εμφανίζει το ποσοστό φτώχειας το 2011 σε σχέση με το 2010. Να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή στη σχετική φτώχεια παρατηρήθηκε παρά τη σημαντική μείωση του ορίου φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό από 549 ευρώ το 2010 σε μόλις 476 ευρώ το 2011. Επίσης, με βάση τα στοιχεία της έρευνας για το 2012, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανήλθε σε 34,6% σε σχέση με 31% που ήταν την προηγούμενη χρονιά. 

 
Αποκαλυπτικές για την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης είναι οι εκτιμήσεις που αφορούν τον δείκτη φτώχειας που κατασκευάζεται διατηρώντας διαχρονικά σταθερό το όριο φτώχειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης (με βάση τα εισοδήματα του 2007). Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη η φτώχεια αυξήθηκε από 20,1% το 2008 σε 35,8% το 2011. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η φτώχεια αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες σε έναν μόλις χρόνο, από το 2010 στο 2011. 
 
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για το χάσμα (ή βάθος) φτώχειας, το οποίο αποτυπώνει το πόσο απέχουν οι φτωχοί από το κατώφλι φτώχειας, 1 στους 2 φτωχούς είχαν το 2011 διαθέσιμο μηναίο ισοδύναμο εισόδημα μικρότερο από 334 ευρώ. 
 
Μέσα σε έναν μόλις χρόνο, από το 2010 στο 2011, το διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο εισόδημα των ατόμων που βρίσκονται στο μέσο της εισοδηματικής κατανομής έπεσε από 915 ευρώ σε 793 ευρώ. Αυτή η μείωση αποκαλύπτει τη σημαντική συρρίκνωση στα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στη χώρα. 
 
Το ποσοστό σχετικής φτώχειας των εργαζομένων αυξήθηκε από 11,9% το 2010 σε 15,1% το 2011. Αυτό φανερώνει τη δυσμενή επίδραση που είχαν στα εισοδήματα των εργαζομένων τα μέτρα λιτότητας και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. 
 
Ο δείκτης υλικής αποστέρησης, δηλαδή το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να καλύψουν τουλάχιστον 3 από 9 βασικές ανάγκες, ανήλθε σε 33,7% το 2012 σε σχέση με 21,8% το 2008. 
 
Ο δείκτης ανισότητας Gini αυξήθηκε από 0,335 το 2010 σε 0,343 το 2011. Αύξηση παρουσίασε την ίδια περίοδο και ο δείκτης που αποτυπώνει τη σχέση του εισοδήματος του 20% πλουσιότερου πληθυσμού με το 20% του φτωχότερου. 
 
Τα προαναφερθέντα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τον πρώτο ενάμιση χρόνο εφαρμογής του Μνημονίου τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα υπέστησαν σημαντικότερες απώλειες συγκριτικά με τα υψηλότερα στρώματα. Δεδομένου ότι το 2012 και το 2013 οι επιπτώσεις του Μνημονίου στα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν περισσότερο έντονες, εκτιμάται ότι τα τωρινά επίπεδα φτώχειας είναι πολύ υψηλότερα και οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών αρκετά πιο δυσμενείς σε σχέση με την εικόνα που αποτυπώνεται στα παραπάνω στοιχεία.