«Όλοι οι Έλληνες που εμφορούμεθα από τα ιδεώδη της Δημοκρατίας οφείλουμε, περισσότερο από ποτέ, παραμερίζοντας τις όποιες διαφορές μας μπροστά στα σημαντικά για το Έθνος και τον Λαό μας, να ορθώσουμε ένα αρραγές μέτωπο συνευθύνης προκειμένου ν' αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών και να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τις νεότερες γενιές των Ελλήνων, στις οποίες έχουμε χρέος να κληροδοτήσουμε ένα μέλλον ελπίδας και δημιουργίας, και όχι τα δικά μας λάθη» τόνισε στο μήνυμά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος με την ευκαιρία της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου.

Ο κ. Παυλόπουλος κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να συμπεριφερθεί με βάσει τον πνευματικό, πολιτικό και νομικό της πολιτισμό, απομονώνοντας τις ακραίες φωνές και τα φοβικά σύνδρομα.

Ολόκληρο το μήνυμα του Προκόπη Παυλόπουλου:

«Εορτάζουμε ως Έθνος το πιο καθοριστικό ορόσημο της σύγχρονης Ιστορίας μας, την 25η Μαρτίου 1821, η οποία σήμανε την «Ανάσταση» του Γένους μας και οδήγησε στην εγκαθίδρυση του νεώτερου, κυρίαρχου, Ελληνικού Κράτους. Η Εθνεγερσία του 1821 ήταν μια, βιωματική για τους ηρωικούς Προγόνους μας, «έκρηξη» ελευθερίας, η οποία υπό τις συνθήκες που συντελέσθηκε δεν ήταν μόνον εκπλήρωση χρέους προς την Πατρίδα και την Ιστορία μας αλλά και ένα δίδαγμα για τους λαούς της τότε Ευρώπης. Ένα δίδαγμα που ως σήμερα –μάλλον δε ιδίως σήμερα- διατηρεί ακέραιη την ουσία του.

Πραγματικά η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε σε μιαν εποχή, κατά την οποίαν η πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη, που ήταν τότε ουσιαστικώς το αποκλειστικό πεδίο διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής, δεν εμφανιζόταν ευνοϊκή γι’ αυτήν. Δοθέντος ότι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί και οι διαφόρων ειδών Συμμαχίες μεταξύ των «ισχυρών» της εποχής εκείνης δεν συνιστούσαν πρόσφορο έδαφος για την Εθνεγερσία των Ελλήνων. Παραταύτα, την 25η Μαρτίου 1821 το Έθνος των Ελλήνων τόλμησε την εξέγερση κατά του τουρκικού ζυγού και αγωνίσθηκε, με απαράμιλλον ηρωϊσμό και μέχρις εσχάτων, για την κατάκτηση της ελευθερίας του και, συνακόλουθα, την κατοχύρωση της κυριαρχίας του. Στον αγώνα τους αυτόν οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν συμπαραστάτες, συχνά και συμμαχητές, ορισμένα από τα πιο φωτισμένα τέκνα Λαών της Ευρώπης, που συμμερίσθηκαν τα ιδανικά της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης του Λαού μας ως ιδανικά σύμφυτα με μιαν Ευρώπη, η οποία «ανάβλυσε» από την αστείρευτη ανά τους αιώνες πηγή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και των επιμέρους κοσμοϊστορικών επιτευγμάτων του.

Κατά τούτο, λοιπόν, οι Έλληνες αποδείχθηκαν, τότε, «και παρά δύναμιν τολμηταί, και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες», κατά την φράση του Θουκυδίδη. Ο αγώνας τους στέφθηκε από επιτυχία, διότι αγωνίσθηκαν για «του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία».

Το απαράμιλλο παράδειγμα των Προγόνων μας Αγωνιστών του 1821 πρέπει να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί στο διηνεκές. Ιδίως δε κατά την τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία για την Πατρίδα. Όλοι οι Έλληνες που εμφορούμεθα από τα ιδεώδη της Δημοκρατίας οφείλουμε, περισσότερο από ποτέ, παραμερίζοντας τις όποιες διαφορές μας μπροστά στα σημαντικά για το Έθνος και τον Λαό μας, να ορθώσουμε ένα αρραγές μέτωπο συνευθύνης προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών και να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τις νεότερες γενιές των Ελλήνων, στις οποίες έχουμε χρέος να κληροδοτήσουμε ένα μέλλον ελπίδας και δημιουργίας, και όχι τα δικά μας λάθη.

Η Ελλάδα, πέραν του μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος, αντιμετωπίζει σήμερα τις συνέπειες μιας πρωτόγνωρης προσφυγικής ροής, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι τα δικά της σύνορα φυλασσόμενα κυριάρχως απ’ αυτήν. Πιστοί στο αρχαιοελληνικό παράδειγμα της συμπεριφοράς των Προγόνων μας απέναντι στους Ικέτες αλλά και στις Χριστιανικές αρχές της Αγάπης και της Αλληλεγγύης, οι Έλληνες αντιμετωπίζουμε τους πρόσφυγες υπό όρους Ανθρωπισμού. Ενώ τους αδίστακτους τρομοκράτες, ύστερα μάλιστα και από το τελευταίο αποτρόπαιο τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της Ευρώπης, τις Βρυξέλλες, ως στυγνούς εγκληματίες εχθρούς της Ανθρωπότητας και αποκρουστικούς υπηρέτες της νέας βαρβαρότητας που επιχειρεί να πλήξει τον πυρήνα του Πολιτισμού και της Δημοκρατίας.

Γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι το Προσφυγικό ζήτημα θα επιλυθεί αποτελεσματικώς μόνον εάν σταματήσει, ανυποκρίτως και οριστικώς, ο πόλεμος στην Συρία. Ως τότε, και μπροστά στην ανθρωπιστική ευαισθησία που επιβάλλει η ιδιοσυστασία του Προσφυγικού ζητήματος αλλά και στην χωρίς καμία «έκπτωση» αποφασιστικότητα που απαιτεί η ακύρωση των ζοφερών επιδιώξεων των εγκληματιών κατά της Ανθρωπότητας τρομοκρατών, καλούμε τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, υπενθυμίζοντας το δίδαγμα Ελευθερίας και Ανθρωπισμού που εξέπεμψαν οι Πρόγονοί μας Αγωνιστές του 1821 και οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι συμπολεμιστές τους και δικοί τους Πρόγονοι, να θυμηθούν ότι, εκτός από την Αρχαία Ελλάδα του πνεύματος και την Ρώμη των κρατικών θεσμών, υπάρχει ο τρίτος πυλώνας του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, που είναι ο Χριστιανισμός και οι αρχές του. Κέντρο της Ευρώπης δεν είναι το νόμισμα αλλά ο ίδιος Άνθρωπος. Αυτό οφείλουν όλοι οι Ευρωπαίοι φίλοι και Εταίροι μας να μην το λησμονούν. Ζητούμε, λοιπόν, από την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξαναθυμηθεί τις αρχές της και να συμπεριφερθεί ως προς το Προσφυγικό ζήτημα σύμφωνα με τον πνευματικό, πολιτικό και νομικό της πολιτισμό, απομονώνοντας τις ακραίες εκείνες φωνές στους κόλπους της που προκρίνουν τις ακριβώς αντίθετες επιλογές και διακατέχονται από αντιανθρωπιστικά και αντιδημοκρατικά φοβικά σύνδρομα. Το αυτό ζητούμε και από γειτονικά κράτη στην Βαλκανική, που φιλοδοξούν μάλιστα να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνοντας αυτονοήτως ότι με διεκδικήσεις ονομάτων που παραχαράσσουν βαναύσως την ιστορία και αποπνέουν αλυτρωτισμό αλλά και μ’ επιδείξεις βαρβαρότητας σε βάρος των Προσφύγων δεν έχουν ευρωπαϊκό μέλλον, αφού έτσι παραβιάζουν ευθέως τις Ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

Τέλος, αποτελεί διαρκές χρέος μας, ιδίως δε όταν τιμάμε τον Ελληνισμό και τους αγώνες του, να μην ξεχνάμε την Κύπρο. Για την Μεγαλόνησο, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται την τραγωδία ξένης στρατιωτικής κατοχής, πρέπει ν’ αναζητηθεί αμέσως λύση βιώσιμη, προκειμένου αυτή να είναι μόνιμη. Όχι, όμως, μια οποιαδήποτε λύση αλλά λύση σύμφωνη, σ’ όλες της τις διαστάσεις, με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο. Λύση η οποία θα διασφαλίσει, οριστικώς και αμετακλήτως, μεταξύ άλλων ένα Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης μ’ ενιαία διεθνή προσωπικότητα και πλήρη κυριαρχία, απαλλαγμένο από τις παρωχημένες και υπονομευτικές για το μέλλον του «εγγυητικές» παρεμβάσεις τρίτων»