«Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1994 και μεγάλωσα στην Αθήνα. Μάλιστα σπούδασα και στην Αθήνα στη γραφιστική στο ΤΕΙ, εκτός από ένα διάστημα που βρέθηκα με Erasmus στη Πορτογαλία για σπουδές και πρακτική. Μετά πάλι δουλειά στην Αθήνα και μεταπτυχιακό στην Αθήνα…. Η λαϊκή παράδοση, γενικότερα, είναι κάτι που σαν παιδί μεγαλωμένο σε πόλη, δεν έχω σαν προσωπικό βίωμα. Παρόλα αυτά, από μικρή λάτρευα τα παραδοσιακά παραμύθια και αργότερα οτιδήποτε είχε να κάνει με μύθους και θρύλους από διάφορα μέρη, είτε αυτά προέρχονταν από τη γκόθικ κουλτούρα, τη κουλτούρα της λατινικής Αμερικής, ή της Ιαπωνίας. Το ενδιαφέρον μου ήταν τόσο στο κομμάτι των ιστοριών όσο και στο κομμάτι των μορφών. Και στην ελληνική παράδοση, το μορφολογικό κομμάτι ήταν κάτι που πάντα μου προκαλούσε το ενδιαφέρον, και σαν σχεδιάστρια ήθελα να το εξερευνήσω πέρα από το όριο του “σουβενίρ” ή του προϊόντος που σχεδόν αποκλειστικά καλούμαστε σαν σχεδιαστές να αποδώσουμε. Ήθελα να εστιάσω στις ιστορίες που κρύβουν οι μορφές αυτές και τι ιστορίες μπορούν να πουν τώρα». 

Το project της Ναταλίας ξεκίνησε πριν την πανδημία αλλά ολοκληρώθηκε, όπως μου είπε, μέσα στην καραντίνα. «Μου φαίνεται πραγματικά σαν να περιγράφω μια άλλη ζωή. Αλλά βλέπω και πόσο τυχερή ήμουν που είχα αυτόν τον “άλλο” κόσμο να μου κρατάει συντροφιά και να με ταξιδεύει ενώ παράλληλα ζούσαμε όλα αυτά τα “απ’ το κακό στο χειρότερο” πράγματα». Ένα έργο αντίστασης, από τη γέννησή του, με ένα τρόπο. 

 

Τι σε συνδέει με την Ήπειρο; Γιατί ηπειρώτικα τραγούδια;

Με την Ήπειρο με συνδέει ο κεραυνοβόλος έρωτας με το φυσικό της τοπίο. Όλα ξεκίνησαν με ένα ταξίδι που θέλαμε πολύ καιρό να κάνουμε με τον σύντροφο μου, μεγάλες διακοπές και γύρες στα βουνά. Κάτι που και λόγω μέσου και λόγω αποστάσεων από την Αθήνα δεν είχαμε τη δυνατότητα πιο παλιά να κάνουμε. Με αφορμή έναν φίλο που είναι από την Ήπειρο και ξέρει τα μέρη στην Πίνδο, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στα Ζαγόρια. Μόλις αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τα βουνά, το τοπίο με ρούφηξε τελείως. Η φύση ήταν αυτή που πρώτη με μάγεψε, με συγκίνησε, με έκανε όλο αυτό που ένιωθα να θέλω το μετατρέψω σε “κάτι”. Σε αυτό το ταξίδι είχα τη τύχη να ανακαλύψω στο χωριό Πάδες, ένα cd με πολυφωνικά τραγούδια από τις Πλειάδες και αυτό ήταν. Μετά σε όλο το ταξίδι στις διαδρομές που πηγαίναμε ακούγαμε εναλλάξ αυτό και ένα mix από μοιρολόγια, ορχηστρικά ηπειρώτικα και πωγωνίσια πολυφωνικά που μας έγραψε αυτός ο φίλος που μας φιλοξενούσε. Μετά από αυτό το ταξίδι, σε κάθε αφορμή ανεβαίναμε και γυρνάγαμε τα χωριά και τα βουνά. Ο συνδυασμός του ορεινού τοπίου με την ηπειρώτικη μουσική ήταν και η πηγή της έμπνευσης μου.

Πως έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων τραγουδιών; 

Ξεκινώντας με αυτή την ιδέα, της σύνδεσης του τοπίου με το τραγούδι, οδηγήθηκα στον κύκλο της ζωής, τόσο των εποχών, όσο και του ανθρώπου. Όπως αλλάζει το τοπίο και μεταμορφώνεται σε κάθε εποχή έτσι υπάρχουν και οι τελετές μεταμόρφωσης – μετάβασης στη ζωή του ανθρώπου. Το δημοτικό τραγούδι πάντα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των διεργασιών αυτών, για τον καθένα ξεχωριστά αλλά και για τη κοινότητα. Έτσι αποφάσισα να επιλέξω νανουρίσματα για τη μύηση στη ζωή, τραγούδια της ξενιτιάς και της αγάπης για την ενηλικίωση και μοιρολόγια για τη μύηση στον κάτω κόσμο. Τα συγκεκριμένα τραγούδια που περιλαμβάνονται στο πειραματικό κόμικ, ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες και θεωρώ ότι παρουσιάζουν διαφορετικές πλευρές της κάθε θεματικής, ώστε να εξερευνηθούν όσο περισσότεροι συμβολισμοί και αφηγήσεις γύρω από αυτές.

Είναι κάποιο με ειδική σημασία για σένα;

Αν έπρεπε να διαλέξω ένα, θα ήταν το “κούπα κούπα μπιρμπιλένια”. Στο τραγούδι αυτό, ο έρωτας μεταμορφώνει τη καθημερινότητα σε ένα μαγικό κόσμο. Το κοινωνικό στοιχείο της πραγματικότητας είναι εκεί αλλά μπλέκεται τόσο πολύ με το παραμυθιακό που είναι ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες και αφήνει χώρο στο συναίσθημα. Όταν το άκουσα από το πολυφωνικό σχήμα “Δελβινιώτικα”, ήταν σα να μου έκαναν ξόρκι.

Επιλέγεις μια ασυνήθιστη, πειραματική εικαστική γλώσσα, και τη χρησιμοποιείς για να πεις κάτι που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Πως γεννήθηκε ο συνδυασμός, τι σε οδήγησε;

Τα ίδια τα τραγούδια με οδήγησαν σε αυτή τη πειραματική γλώσσα. Ήταν κάτι που προέκυπτε όσο μελετούσα την ιστορική εξέλιξη, τη κοινωνική τους φύση αλλά και τους συμβολισμούς του παραδοσιακού λόγου που ενυπάρχουν και στις άλλες μορφές της ηπειρώτικης λαϊκής τέχνης, όπως η ξυλογλυπτική, η υφαντική, η λιθογλυπτική ακόμα και η αρχιτεκτονική. Όταν κάτι τόσο αρχέγονο και κοντινό με τη φύση και την αληθινή κλίμακα του ανθρώπου μέσα σε αυτή, βγαίνει εκτός του πραγματικού πλαισίου, αναγκαστικά διαφοροποιείται και προκύπτει κάτι νέο. Ελπίζω όμως να μπορεί αυτή η αφηγηματική γλώσσα που προκύπτει να μεταφέρει ένα αυθεντικό κομμάτι και μια όρεξη για εξερεύνηση αυτού του κόσμου.

Πως χώρεσαν σε αυτή την εικαστική περιπέτεια τόσα παραδοσιακά μοτίβα; Ανασύροντας αυτό τον πλούτο συμβόλων, πως έγινε η επιλογή; Ποιες μνήμες εισχώρησαν και τι σημαίνουν, όχι πια στο έργο μόνο αλλά και σε επίπεδο προσωπικής αναζήτησης;

Σε όλη τη διαδικασία της δημιουργίας του “Πέρα σε ‘εκείνο το βουνό”, προσπαθούσα σε συνεχή βάση να συγκρίνω τα παραδοσιακά μοτίβα με τις φόρμες του φυσικού τοπίου στα σχέδια μου, δηλαδή με αναπαραστατικό τρόπο, αλλά ταυτόχρονα να αναλύω και τη συμβολική σημασία τους, με αφηγηματικό τρόπο. Ο συνδυασμός αυτών των επιπέδων σημασίας θεωρώ ότι πολλαπλασιάζει τους συμβολισμούς στο κομμάτι της αφήγησης, ενώ παράλληλα ήταν ένας οδηγός για εμένα στο τι να επιλέξω να εικονογραφηθεί.

Για παράδειγμα, το σύμβολο του πουλιού συναντάται πάρα πολύ συχνά στο λεξιλόγιο των τραγουδιών. Παράλληλα όμως το ίδιο σύμβολο υπάρχει και στα παραδοσιακά υφαντά, ίσως με άλλη σημασία, αλλά με συγκεκριμένη μορφή. Και τέλος, στο φυσικό περιβάλλον πάλι υπάρχουν πουλιά που στη τοπική παράδοση έχουν το ρόλο τους. Στη κάθε αφήγηση έπρεπε να γίνει μια επιλογή ώστε να αναδυθεί το εκάστοτε συναίσθημα. Για μένα αυτή η εικονογραφική εξερεύνηση ήταν μια αφορμή να παίξω με τις φόρμες και το επίπεδο της συμβολικής απεικόνισης ώστε να εξυπηρετηθεί η μεγαλύτερη αφήγηση και να μπορέσω να δημιουργήσω ψυχοτοπία για τη κάθε κατηγορία από τα τραγούδια, όπως τα έχω βιώσει εγώ.

 

Δουλεύεις πάνω σε κάτι «ανώνυμο», συλλογικό, μια ομολογία κοινωνίας μέσα από την τέχνη, ας το πω, και δουλεύεις επώνυμα, ως πρόσωπο, μονάδα. Παίρνεις μοτίβα και εικόνες λαϊκές, κοινωνικές, και ντύνεις μια σύγχρονη προσωπική αναζήτηση. Σε απασχόλησε αυτή η διαφορά, όρισε καθόλου τη θέση σου απέναντι στο υλικό σου; Ποιες συνθήκες δημιούργησε, ποια προβλήματα και ποιες αρετές ανέδειξε;

Το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι ζωντανό, ακριβώς επειδή είναι δημιούργημα συλλογικό. Η κάθε ομάδα που εκφράζεται μέσα από αυτό έχει τις δικές της αλήθειες. Ένα τραγούδι όταν καταγράφεται παγιώνεται, φυλακίζεται με κάποιο τρόπο. Αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποίησα από τα πρώτα στάδια της έρευνας από τις παραλλαγές των τραγουδιών που συνάντησα και σε ακαδημαϊκές καταγραφές και σε ηχογραφήσεις. Ήταν ένα στοιχείο που ήθελα να τονίσω με την απόφαση μου να κάνω τη πειραματική αυτή έκδοση διαδραστική. Αναπόφευκτα το προσωπικό στοιχείο παραμένει εφόσον η επιλογή των τραγουδιών και η απόδοση των συμβόλων περνάει από το δικό μου “χέρι”, όμως ο αναγνώστης της έκδοσης ή ο επισκέπτης της ψηφιακής εκδοχής, καλείται να περιηγηθεί μέσα στους στίχους των τραγουδιών και να βιώσει τη ρευστότητα τους. Ήθελα με το διαδραστικό αυτό κομμάτι, του συνδυασμού των διαφορετικών στίχων, κάπως να συμπεριλάβω τον αναγνώστη στην προσωπική μου αναζήτηση, να γίνει συνοδοιπόρος.

Καταγράφεις τη φύση, τη χώρα, και μου θύμισες την ιστορία που λέω πάντα για το πως κατάλαβα πως γεννήθηκαν τα πολυφωνικά μας. Ο συγχωρεμένος ο μπαμπάκας μου τραγουδούσε και στο σπίτι, τραγουδούσαμε ηπειρώτικα όλοι μαζί σε κάθε τραπέζι γιορτής, όμως κατάλαβα τη γέννησή τους στο κεφαλόβρυσο, όταν τον άκουσα να τραγουδάει με την συνοδεία του νερού και των πλατάνων. Της αληθινής τους μουσικής. Είδες αυτή τη σύνδεση στην έρευνά σου; Εκείνο το Βουνό εκτός από τίτλος ήταν και μέσο κατανόησης;

Συμφωνώ απόλυτα. Εκείνο το βουνό όπως λες, είναι η αφετηρία, αρχικά είναι η ίδια η έμπνευση και σε πολλά σημεία της διαδρομής μέσο κατανόησης. Το φυσικό τοπίο είναι πανταχού παρόν στα ηπειρώτικα τραγούδια, τόσο στον στίχο, όσο και στη μουσικότητα. Ο ρυθμός των τραγουδιών με τον ρυθμό του νερού, οι παύσεις και οι ανάσες με τη σκιά των δέντρων και το θρόισμα των φύλλων, ήταν μερικά από τα στοιχεία που με βοήθησαν να δώσω μια μορφή σε ήχους, μια αίσθηση του συναισθήματος των στίχων ενώ λείπει η μουσική.