Του Κωνσταντίνου Πουλή
Όταν ο δήμαρχος του Σαν Φρανσίσκο εξηγεί στον επιθεωρητή Κάλαχαν ότι δεν θέλει φασαρίες, εκείνος απαντά ότι όταν βλέπει κάποιον να κυνηγάει μια γυναίκα να τη βιάσει, πυροβολεί: «I shoot the bastard». Όταν ερωτάται πώς είναι σίγουρος ότι ο άντρας αυτός έχει σκοπό να βιάσει, απαντά πως όταν κάποιος τρέχει κρατώντας χασαπομάχαιρο, με κατεβασμένα τα παντελόνια και με το πουλί σηκωμένο, προφανώς δεν μαζεύει λεφτά για τον Ερυθρό Σταυρό. Ο Κάλαχαν υπήρξε αγαπημένος της αμερικανικής δεξιάς χάρη σε αυτό που έχει ονομαστεί Dirty Harry Ethics, «Ηθική Κάλαχαν». Το θάρρος να παραβιάζει κανείς τον νόμο για χάρη της δικαιοσύνης. Η διάχυση αυτής της ηθικής έχει πάντοτε ως αφετηρία την ανεπάρκεια του νόμου και ως απόληξη τη χαλάρωση όλων των ασφαλιστικών δικλείδων που θέλουμε να ακολουθεί η απονομή δικαιοσύνης. Επειδή άνθρωποι σαν τον Πάσχο Μανδραβέλη και άλλους protagonιστές του δημόσιου διαλόγου έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι όποιος έχει υπερασπιστεί αριστερά επιχειρήματα αμφισβήτησης της αστικής νομιμότητας δεν δικαιούται να επικαλεστεί τον νόμο τώρα, σπεύδω με τη σειρά μου να εξηγήσω ότι δεν είμαι υπέρ της αριστερής τρομοκρατίας, λοιπόν δεν δυσκολεύομαι καθόλου να δηλώσω ότι πολύ περισσότερο δεν είμαι ούτε υπέρ της δεξιάς τρομοκρατίας – όσο για τη διάκριση αριστερής και δεξιάς βίας γενικώς, άλλη φορά.
Το επιχείρημα της απουσίας του κράτους δεν είναι νεόκοπο, είναι η σταθερή δικαιολόγηση των «βιτζιλάντε», των αυτόκλητων τιμωρών. Το φαινόμενο των justiceiros στη Λατινική Αμερική έχει ακριβώς την ίδια δικαιολόγηση: ο Cabo Bruno, χωρίς να ορρωδεί μπρος στο επιχείρημα της αβεβαιότητας, έχοντας σκοτώσει δεκάδες εγκληματίες ο ίδιος, πρόσθετε πως ακόμη και αν δέκα στους εκατό ήταν αθώοι, και πάλι οι υπόλοιποι ενενήντα θα σκότωναν περισσότερους! Το «συνολικό καλό» είναι περισσότερο, όπως θα έλεγαν οι ωφελιμιστές. Το σημαντικό πολιτικό δεδομένο στην περίπτωση της Παιανίας είναι ότι έχουμε ένα πλήθος που ζητωκραυγάζει έναν φονιά, και καθώς πρέπει δημοσιογράφοι «τον κατανοούν». Ξεκινώ από τα πιο στοιχειώδη δεδομένα. Η άρνηση της αυτοδικίας έχει κάποιο σκεπτικό: όταν τιμωρείται από τον νόμο κανείς, θέλουμε να ξέρουμε ότι του δόθηκε η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ότι είναι όντως αυτός που διέπραξε το αδίκημα και ότι η ποινή υπήρξε αντίστοιχη του αδικήματος. Αυτοδικία θα πει ότι ο κάθε θιγόμενος ή γείτονας θιγόμενου θα μπορεί να δικάζει, να καταδικάζει και να εκτελεί ποινές. Έχουμε περιστατικά κατοίκων που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και ανακαλύπτουν ότι έκαναν λάθος στο πρόσωπο: στην Αγγλία μία γυναίκα στιγματίστηκε και αναγκάστηκε να μετακομίσει διότι οι εξεγερμένοι κάτοικοι μπέρδεψαν στα Αγγλικά τις λέξεις «παιδίατρος» και «παιδόφιλη». Η ιστορία διογκώθηκε στη συνέχεια, αλλά το δίδαγμά της παραμένει. Η τρύπια δικαιοσύνη μας έχει φροντίσει να προϋποθέτει τουλάχιστον κάποιο αποδεικτικό υλικό, πριν να καταδικάσει. Η ταινία «Μη αναστρέψιμος» παρουσιάζει το ίδιο σφάλμα στη φοβερή σκηνή με το λιώσιμο ενός κεφαλιού με πυροσβεστήρα, ενός ανθρώπου που δεν είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη μας δεν προβλέπει, για παρόμοιους λόγους, τη θανατική ποινή. Η υπόθεση της Παιανίας καθίσταται πολιτική, την ώρα που το πλήθος φωνάζει πως το παιδί είναι αθώο και μάλιστα «καλά του έκανε». Ακόμη χειρότερα, διαβάζω και τον Σταύρο Λυγερό να δηλώνει πως η αυτοδικία είναι αναμενόμενη και κατανοητή, με βάση το επιχείρημα Κατσίγερα: πως το κράτος δεν προστατεύει. Ο Καρατζαφέρης, τώρα εξαφανισμένος αλλά μέχρι πριν λίγο καιρό ο βασικός παράγοντας της εξάπλωσης της ακροδεξιάς ατζέντας στην κοινωνία, είχε προτείνει διορατικά τη χρήση όπλων από ιδιώτες, με το επιχείρημα Κατσίγερα κι αυτός: αφού δεν μας προστατεύει το κράτος, θα προστατευτούμε μόνοι μας. Μια τέτοια στάση είναι απολύτως κατανοητή για έναν άνθρωπο σαν τον Θέμο Αναστασιάδη, έμμεσο και άμεσο υπερασπιστή των φασιστών. Εμάς όμως, που δεν έχουμε όπλο, καταθέσεις και πολιτική επιρροή για να προστατευτούμε, δεν μας συμφέρει. Το αποτέλεσμα της αυτοδικίας είναι μόνο ένα: επικρατεί πάλι ο ισχυρότερος, ακόμη πιο ωμά από όσο συμβαίνει σήμερα.
Το κρίσιμο στοιχείο της ιστορίας της Παιανίας είναι πως έχουμε συγκεντρώσεις υπεράσπισης ενός φονιά. Δεν υποβαθμίζω τα εγκλήματα της ληστείας μετά φόνου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε πορείες υπερασπιστών της ληστείας μετά φόνου! Διότι, ελπίζω αυτό να είναι σαφές, η υπεράσπιση των μεταναστών σημαίνει εναντίωση στον ρατσισμό. Δεν σημαίνει ότι όταν ένας μετανάστης εγκληματεί, θα πρέπει να αθωώνεται διότι είναι μετανάστης. Ένας μετανάστης που εγκληματεί πρέπει να τιμωρείται όχι επειδή είναι μετανάστης, αλλά επειδή εγκληματεί. Το αδίκημά του δεν προκύπτει από την ιδιότητά του. Αυτή είναι η διαφορά μας, και δεν είναι τόσο πια πειστικό το επιχείρημα πως δεν μπορούμε να απαντήσουμε στους ανθρώπους των περιοχών που υφίστανται περισσότερες διαρρήξεις και ληστείες. Μπορούμε: Ο νόμος τιμωρεί αν διαπράξεις ένα αδίκημα, προσωπικά, όχι αν ανήκεις σε μια κατηγορία, φυλετική ή άλλη, ανθρώπων που κάποιος αγροίκος πιστεύει ότι διαπράττουν αδικήματα. Το φυλετικό μίσος, αντιθέτως, προκύπτει από την ιδιότητα του φασίστα. Η ιδιότητα του χρυσαυγίτη σημαίνει μια διαρκή παρακίνηση σε εγκλήματα, που έχει προετοιμαστεί και οργανωθεί από έναν πολιτικό σχηματισμό που επιδοκιμάζει τη ρατσιστική βία με πλήρη ιδεολογική επεξεργασία. Κοιτάζει στο παρελθόν, βρίσκει τους ήρωές του, τον Χίτλερ, τον Παπαδόπουλο κ.ά., έχει τους ιδεολογικούς καθοδηγητές και τα πρότυπά του. Πιστεύω ότι ο νεαρός με την καραμπίνα θα πρέπει να δικαστεί και να καταδικαστεί ως φονιάς. Λυπάμαι πολύ που ένα νεαρό παιδί κατέστρεψε τη ζωή του, αλλά θα πρέπει να λυπηθούν περισσότερο όσοι διαμόρφωσαν το πολιτικό κλίμα του μίσους, που επέτρεψε αυτή τη συμπεριφορά και εκ των υστέρων την επιβράβευσε. Ας θέσουμε ένα μόνο ερώτημα, σύντομο και εκρηκτικό: αν το θύμα της καραμπίνας ήταν αθώο και στη συνέχεια οι δικοί του εκδικούνταν κι αυτοί με καραμπίνες; Τι θα είχαν να τους αντιτείνουν οι υπερασπιστές της αυτοδικίας;
Η συζήτηση για τα βιογραφικά των χρυσαυγιτών και τα χαστούκια στην Κανέλλη έχει εξαντληθεί. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι η διάχυση της βίας στους συμπολίτες μας. Πλησιάζουμε στις εκλογές, και η κουβέντα για το Ευρώ και τα μνημόνια μου φαίνεται δευτερεύουσα. Θα ζήσουμε και με Ευρώ και μνημόνια, και χωρίς. Δεν ισχύει το ίδιο για τις καραμπίνες.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Όταν ο δήμαρχος του Σαν Φρανσίσκο εξηγεί στον επιθεωρητή Κάλαχαν ότι δεν θέλει φασαρίες, εκείνος απαντά ότι όταν βλέπει κάποιον να κυνηγάει μια γυναίκα να τη βιάσει, πυροβολεί: «I shoot the bastard». Όταν ερωτάται πώς είναι σίγουρος ότι ο άντρας αυτός έχει σκοπό να βιάσει, απαντά πως όταν κάποιος τρέχει κρατώντας χασαπομάχαιρο, με κατεβασμένα τα παντελόνια και με το πουλί σηκωμένο, προφανώς δεν μαζεύει λεφτά για τον Ερυθρό Σταυρό. Ο Κάλαχαν υπήρξε αγαπημένος της αμερικανικής δεξιάς χάρη σε αυτό που έχει ονομαστεί Dirty Harry Ethics, «Ηθική Κάλαχαν». Το θάρρος να παραβιάζει κανείς τον νόμο για χάρη της δικαιοσύνης. Η διάχυση αυτής της ηθικής έχει πάντοτε ως αφετηρία την ανεπάρκεια του νόμου και ως απόληξη τη χαλάρωση όλων των ασφαλιστικών δικλείδων που θέλουμε να ακολουθεί η απονομή δικαιοσύνης. Επειδή άνθρωποι σαν τον Πάσχο Μανδραβέλη και άλλους protagonιστές του δημόσιου διαλόγου έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι όποιος έχει υπερασπιστεί αριστερά επιχειρήματα αμφισβήτησης της αστικής νομιμότητας δεν δικαιούται να επικαλεστεί τον νόμο τώρα, σπεύδω με τη σειρά μου να εξηγήσω ότι δεν είμαι υπέρ της αριστερής τρομοκρατίας, λοιπόν δεν δυσκολεύομαι καθόλου να δηλώσω ότι πολύ περισσότερο δεν είμαι ούτε υπέρ της δεξιάς τρομοκρατίας - όσο για τη διάκριση αριστερής και δεξιάς βίας γενικώς, άλλη φορά.
Το επιχείρημα της απουσίας του κράτους δεν είναι νεόκοπο, είναι η σταθερή δικαιολόγηση των «βιτζιλάντε», των αυτόκλητων τιμωρών. Το φαινόμενο των justiceiros στη Λατινική Αμερική έχει ακριβώς την ίδια δικαιολόγηση: ο Cabo Bruno, χωρίς να ορρωδεί μπρος στο επιχείρημα της αβεβαιότητας, έχοντας σκοτώσει δεκάδες εγκληματίες ο ίδιος, πρόσθετε πως ακόμη και αν δέκα στους εκατό ήταν αθώοι, και πάλι οι υπόλοιποι ενενήντα θα σκότωναν περισσότερους! Το «συνολικό καλό» είναι περισσότερο, όπως θα έλεγαν οι ωφελιμιστές. Το σημαντικό πολιτικό δεδομένο στην περίπτωση της Παιανίας είναι ότι έχουμε ένα πλήθος που ζητωκραυγάζει έναν φονιά, και καθώς πρέπει δημοσιογράφοι «τον κατανοούν». Ξεκινώ από τα πιο στοιχειώδη δεδομένα. Η άρνηση της αυτοδικίας έχει κάποιο σκεπτικό: όταν τιμωρείται από τον νόμο κανείς, θέλουμε να ξέρουμε ότι του δόθηκε η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ότι είναι όντως αυτός που διέπραξε το αδίκημα και ότι η ποινή υπήρξε αντίστοιχη του αδικήματος. Αυτοδικία θα πει ότι ο κάθε θιγόμενος ή γείτονας θιγόμενου θα μπορεί να δικάζει, να καταδικάζει και να εκτελεί ποινές. Έχουμε περιστατικά κατοίκων που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και ανακαλύπτουν ότι έκαναν λάθος στο πρόσωπο: στην Αγγλία μία γυναίκα στιγματίστηκε και αναγκάστηκε να μετακομίσει διότι οι εξεγερμένοι κάτοικοι μπέρδεψαν στα Αγγλικά τις λέξεις «παιδίατρος» και «παιδόφιλη». Η ιστορία διογκώθηκε στη συνέχεια, αλλά το δίδαγμά της παραμένει. Η τρύπια δικαιοσύνη μας έχει φροντίσει να προϋποθέτει τουλάχιστον κάποιο αποδεικτικό υλικό, πριν να καταδικάσει. Η ταινία «Μη αναστρέψιμος» παρουσιάζει το ίδιο σφάλμα στη φοβερή σκηνή με το λιώσιμο ενός κεφαλιού με πυροσβεστήρα, ενός ανθρώπου που δεν είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη μας δεν προβλέπει, για παρόμοιους λόγους, τη θανατική ποινή. Η υπόθεση της Παιανίας καθίσταται πολιτική, την ώρα που το πλήθος φωνάζει πως το παιδί είναι αθώο και μάλιστα «καλά του έκανε». Ακόμη χειρότερα, διαβάζω και τον Σταύρο Λυγερό να δηλώνει πως η αυτοδικία είναι αναμενόμενη και κατανοητή, με βάση το επιχείρημα Κατσίγερα: πως το κράτος δεν προστατεύει. Ο Καρατζαφέρης, τώρα εξαφανισμένος αλλά μέχρι πριν λίγο καιρό ο βασικός παράγοντας της εξάπλωσης της ακροδεξιάς ατζέντας στην κοινωνία, είχε προτείνει διορατικά τη χρήση όπλων από ιδιώτες, με το επιχείρημα Κατσίγερα κι αυτός: αφού δεν μας προστατεύει το κράτος, θα προστατευτούμε μόνοι μας. Μια τέτοια στάση είναι απολύτως κατανοητή για έναν άνθρωπο σαν τον Θέμο Αναστασιάδη, έμμεσο και άμεσο υπερασπιστή των φασιστών. Εμάς όμως, που δεν έχουμε όπλο, καταθέσεις και πολιτική επιρροή για να προστατευτούμε, δεν μας συμφέρει. Το αποτέλεσμα της αυτοδικίας είναι μόνο ένα: επικρατεί πάλι ο ισχυρότερος, ακόμη πιο ωμά από όσο συμβαίνει σήμερα.
Το κρίσιμο στοιχείο της ιστορίας της Παιανίας είναι πως έχουμε συγκεντρώσεις υπεράσπισης ενός φονιά. Δεν υποβαθμίζω τα εγκλήματα της ληστείας μετά φόνου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε πορείες υπερασπιστών της ληστείας μετά φόνου! Διότι, ελπίζω αυτό να είναι σαφές, η υπεράσπιση των μεταναστών σημαίνει εναντίωση στον ρατσισμό. Δεν σημαίνει ότι όταν ένας μετανάστης εγκληματεί, θα πρέπει να αθωώνεται διότι είναι μετανάστης. Ένας μετανάστης που εγκληματεί πρέπει να τιμωρείται όχι επειδή είναι μετανάστης, αλλά επειδή εγκληματεί. Το αδίκημά του δεν προκύπτει από την ιδιότητά του. Αυτή είναι η διαφορά μας, και δεν είναι τόσο πια πειστικό το επιχείρημα πως δεν μπορούμε να απαντήσουμε στους ανθρώπους των περιοχών που υφίστανται περισσότερες διαρρήξεις και ληστείες. Μπορούμε: Ο νόμος τιμωρεί αν διαπράξεις ένα αδίκημα, προσωπικά, όχι αν ανήκεις σε μια κατηγορία, φυλετική ή άλλη, ανθρώπων που κάποιος αγροίκος πιστεύει ότι διαπράττουν αδικήματα. Το φυλετικό μίσος, αντιθέτως, προκύπτει από την ιδιότητα του φασίστα. Η ιδιότητα του χρυσαυγίτη σημαίνει μια διαρκή παρακίνηση σε εγκλήματα, που έχει προετοιμαστεί και οργανωθεί από έναν πολιτικό σχηματισμό που επιδοκιμάζει τη ρατσιστική βία με πλήρη ιδεολογική επεξεργασία. Κοιτάζει στο παρελθόν, βρίσκει τους ήρωές του, τον Χίτλερ, τον Παπαδόπουλο κ.ά., έχει τους ιδεολογικούς καθοδηγητές και τα πρότυπά του. Πιστεύω ότι ο νεαρός με την καραμπίνα θα πρέπει να δικαστεί και να καταδικαστεί ως φονιάς. Λυπάμαι πολύ που ένα νεαρό παιδί κατέστρεψε τη ζωή του, αλλά θα πρέπει να λυπηθούν περισσότερο όσοι διαμόρφωσαν το πολιτικό κλίμα του μίσους, που επέτρεψε αυτή τη συμπεριφορά και εκ των υστέρων την επιβράβευσε. Ας θέσουμε ένα μόνο ερώτημα, σύντομο και εκρηκτικό: αν το θύμα της καραμπίνας ήταν αθώο και στη συνέχεια οι δικοί του εκδικούνταν κι αυτοί με καραμπίνες; Τι θα είχαν να τους αντιτείνουν οι υπερασπιστές της αυτοδικίας;
Η συζήτηση για τα βιογραφικά των χρυσαυγιτών και τα χαστούκια στην Κανέλλη έχει εξαντληθεί. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι η διάχυση της βίας στους συμπολίτες μας. Πλησιάζουμε στις εκλογές, και η κουβέντα για το Ευρώ και τα μνημόνια μου φαίνεται δευτερεύουσα. Θα ζήσουμε και με Ευρώ και μνημόνια, και χωρίς. Δεν ισχύει το ίδιο για τις καραμπίνες.