Και αυτό, διότι, ήδη εδώ και μερικές δεκαετίες, έχει αναπτυχθεί ένα σώμα λόγων υποτίθεται ρεπουμπλικανικής (républicain) πνοής, το οποίο έχει συστηματικά μετασχηματίσει νομικές έννοιες οι οποίες ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολιτών σε ηθικές αρετές τις οποίες αυτοί οι πολίτες οφείλουν να διαθέτουν και άρα σε κριτήρια που επιτρέπουν τον στιγματισμό όσων δεν τις διαθέτουν.

Η όλη επιχείρηση ξεκίνησε από τον ορισμό της κοσμικότητας (laïcité). Η κοσμικότητα όπως εγγράφεται στις αρχές του Συντάγματός μας σημαίνει ότι το Κράτος δεν διδάσκει καμία θρησκεία και δεν επιτρέπει σε καμία θρησκεία να παρεμβαίνει στην οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αυτή η έννοια δεν εγγράφεται σε κάποια αδιευκρίνιστη ουσία της δημοκρατίας. Η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία την επέβαλε για να θέσει τέρμα στον έλεγχο της δημόσιας εκπαίδευσης από την Καθολική Εκκλησία όπως αυτός είχε θεσπιστεί από ένα νόμο της… Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας. Την επέβαλε παράλληλα με την σύσταση στους διδάσκοντες να μην πράττουν τίποτα το οποίο να τραυματίζει την πίστη των μαθητών τους.

Είναι σαφές από τα πράγματα ότι η κοσμικότητα η οποία ορίζει την ουδετερότητα του Κράτους σε θέματα θρησκείας δεν αρκεί για να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ πιστών και μη πιστών, πόσο μάλλον μεταξύ των μελών διαφορετικών θρησκειών. Αυτό μπορεί να το επιτύχει μία αρετή που αφορά τη συμπεριφορά των ατόμων: η ανεκτικότητα (tolérance) η οποία δεν έχει νόημα παρά μόνο αν είναι αμοιβαία.

Οι νέοι ιδεολόγοι της κοσμικότητας έχουν παντελώς αλλοιώσει τη σημασία της έννοιας. Την ανήγαγαν σε κανόνα συμπεριφοράς, τον οποίο το Κράτος οφείλει να επιβάλει στους μαθητές, στις μητέρες τους και εντέλει στις γυναίκες όλης της κοινωνίας. Η υποχρέωση της λαϊκότητας προσδιορίζεται έτσι ως απαγόρευση ενός τρόπου ένδυσης, απαγόρευση που συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον δεν αφορά παρά τις γυναίκες και τα κορίτσια μιας συγκεκριμένης κοινότητας πιστών, εγκαθιδρύοντας έτσι μία μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στην κοσμική αρετή που υπαγορεύει ο νόμος της δημοκρατίας και το σύνολο ενός τρόπου ζωής.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα σχετικά με την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης. Η ελευθερία αυτή, που εγκαθιδρύθηκε με τον νόμο της 29ης Ιουλίου 1881, νοείται ως ελευθερία των δημοσιογράφων απέναντι στην εξουσία του Κράτους, εξουσία που εκφραζόταν με την προληπτική ή κατασταλτική λογοκρισία. Σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι και οι λοιποί παράγοντες της δημόσιας συζήτησης μπορούν να διακινούν τα γραπτά τους χωρίς έλεγχο μιας υπέρτερης αρχής, παρά μόνο δίνοντας λόγο στη δικαιοσύνη για εγκλήματα ή παραπτώματα που ενδεχομένως να έχουν διαπράξει ασκώντας αυτή την ελευθερία – κυρίως αυτό της συκοφαντικής δυσφήμισης. Σημαίνει πως τα γραπτά μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς να χρειάζεται η άδεια του Κράτους, αλλά δεν τους προσδίδει εξ αυτού κατά κανένα τρόπο την αρετή της ενσάρκωσης της ελευθερίας της έκφρασης και δεν καθιστά επιπλέον αυτή την ελευθερία την αρχή που επιτρέπει να τα κρίνουμε.

Τα γραπτά – και κατά προέκταση τα σκίτσα – που κυκλοφορούν ελεύθερα δεν αποτελούν ωστόσο εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης. Αποτελούν εκδήλωση των ιδεών και των διαθέσεων του συγγραφέα τους, οι οποίες και κρίνονται από τους αναγνώστες σύμφωνα με τις δικές τους ιδέες και διαθέσεις. Αν δούμε την περίπτωση των σκίτσων του Μωάμεθ – και αφήνοντας κατά μέρος τον δυσφημιστικό χαρακτήρα που κάποιοι διέκριναν σε αυτά – δεν εκφράζουν καμία ενδιάθετη αρετή ελευθερίας. Και δεν προορίζονται να προκαλέσουν την αγάπη για αυτήν την ελευθερία. Εκφράζουν, μεταξύ άλλων, το αίσθημα της περιφρόνησης από το οποίο διακατέχονται και θέλουν να δημοσιοποιήσουν όσα πνεύματα αισθάνονται πως ανήκουν σε μια φωτισμένη ελίτ απέναντι σε πληθυσμούς που θεωρούν καθυστερημένους.

Φανατισμένοι εγκληματίες ισχυρίστηκαν ότι εκδικούνται αυτή την περιφρόνηση με την τερατώδη εκτέλεση των δημοσιογράφων του Charlie-Hebdo. Όμως με αφετηρία αυτό κινητοποιήθηκε ένας στρεβλός ιδεολογικός μηχανισμός. Όμοια με την φρίκη που υπέστησαν αυτοί οι δημοσιογράφοι καθιστώντας τους μάρτυρες της ελευθερίας της έκφρασης τα ίδια τα σκίτσα κατέστησαν ενσάρκωση της ελευθερίας αυτής.

Το σκίτσο εν γένει, το οποίο έχει ιστορικά υπηρετήσει τις πιο διαφορετικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον απεχθών, έγινε υπέρτατη έκφραση αυτής της ελευθερίας, η οποία με τη σειρά της ταυτίστηκε με μίαν αρετή ελευθεροστομίας και χλευασμού που υποτίθεται ότι εκ γενετής διακρίνει τον γαλλικό λαό. Και η υπέρτατη εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης ταυτίστηκε εντέλει με την έκφραση περιφρόνησης προς μία θρησκεία και μία κοινότητα πιστών που θεωρούνται ξένες προς αυτή τη γαλλική αρετή. Ο εκθειασμός των σκίτσων έγινε έτσι εθνικό καθήκον.

Πολιτικοί αστοιχείωτοι ή συνειδητά προβοκάτορες δεν δίστασαν να ζητήσουν να επιδεικνύονται αυτά τα σκίτσα σε όλα τα σχολεία. Αυτό ισοδυναμεί με το να ζητούμε να διευρυνθεί παντού το χάσμα που χωρίζει τις διαφορετικές κοινότητες, με το να διευκολύνουμε τη διάδοση της έλλειψης ανεκτικότητας και με το να παρέχουμε έτσι και ευκαιρίες στους δολοφόνους, την ίδια ώρα που εξασφαλίζουμε μεγαλύτερη υποστήριξη στα εγκλήματά τους από μια κοινότητα που έχει καταστεί περισσότερο ευαίσθητη στις προσβολές.

Είναι μάλλον καιρός να πούμε, αντιθέτως, ότι ένα σκίτσο δεν είναι παρά ένα σκίτσο, ότι τα συγκεκριμένα μάλιστα είναι μέτρια και εκφράζουν αισθήματα μετριότητας και ότι για κανένα τους δεν αξίζει να τεθεί σε κίνδυνο από την τρέλα των δολοφόνων η ζωή των δημοσιογράφων, των καθηγητών και όλων όσοι κάνουν δημόσια χρήση του λόγου. Είναι καιρός να δώσουμε στην ελευθερία εκείνη για την οποία τόσοι άνδρες και γυναίκες θυσίασαν και θυσιάζουν μέχρι σήμερα τη ζωή τους ανά τον κόσμο, σύμβολα λίγο πιο αντάξιά της.

 

 

Το άρθρο αυτό του Γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ (Jacques Rancière), εμπνευσμένο από το νέο γύρο αντιπαραθέσεων, αλλά και βίας, που προκάλεσαν στη Γαλλία τα περιώνυμα “Σκίτσα του Μωάμεθ”, δημοσιεύθηκε στις 20 Νοεμβρίου στο μπλογκ του Médiapart και αναδημοσιεύθηκε την επομένη στο αριστερό ηλεκτρονικό περιοδικό Contretemps.

Μετάφραση: Διονύσιος Καλιντέρης, πρώτη δημοσίευση στον ιστότοπο ΑΣΣΟΔΥΟ