Πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στις απαραίτητες νομοθετικές παρεμβάσεις που αφορούν τις διαρθρωτικές αλλαγές ασκεί η τρόικα, με στόχο την αποδέσμευση των επόμενων δόσεων του προγράμματος οικονομικής στήριξης που βρίσκονται ήδη εκτός χρονοδιαγράμματος
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του πρακτορείου ΜNI, το τρίτο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής της περιόδου 2014 -2017 έχει δοθεί από την κυβέρνηση προς έγκριση στην τρόικα.
Με αυτό η Ελλάδα δεσμεύεται για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ειδικά για τις μόνιμου χαρακτήρα διαθρωτικές αλλαγές που έχει υποδείξει η έκθεση του ΟΟΣΑ και για τις οποίες πιέζει το ΔΝΤ.
Την ίδια στιγμή πάντως συνεχίζεται η συζήτηση στην Ευρώπη για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με ειδική μελέτη της Deutsche Bank, η επιμήκυνση των ωριμάνσεων κατά 20 χρόνια ( δηλαδή σε βάθος 50ετίας) του ελληνικού χρέους με παράλληλη μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμένο όφελος 26 δισ. ευρώ σε όρους καθαρής παρούσας αξίας ή 14% του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας.
Η παραπάνω εκτίμηση μάλιστα λαμβάνει υπόψη την παραδοχή ότι το ονομαστικό ΑΕΠ στην Ελλάδα θα κινηθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ μέχρι το 2018 και θα συνεχίσει να αυξάνεται στην συνέχεια με ρυθμό 4,75%, ενώ το κόστος αναχρηματοδότησης της χώρας χωρίς τις παρεμβάσεις διαμορφώνεται στο 5%.
Η γερμανική τράπεζα σημειώνει πάντως πως καθώς τα δάνεια του EFSF (ύψους 133,6 δισ. ευρώ) και τα διμερή δάνεια (GLF), ύψους 52,9 δισ. ευρώ) έχουν ήδη μέση ωρίμανση 30 και 17 έτη αντίστοιχα και τα επιτόκια του EFSF έχουν ήδη μειωθεί, περαιτέρω βελτίωση των όρων δύσκολα θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ έως το 2022, όπως είναι το κριτήριο που έχει θέσει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα.
Το κέρδος για την Ελλάδα, από μια τέτοια μείωση, σε συνδυασμό με επέκταση κατά 20 χρόνια της περιόδου αποπληρωμής, θα ισοδυναμεί με μείωση 26 δισ. ευρώ στο χρέος (πάντα σε όρους NPV), ήτοι 14% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2013. Αυτό, βέβαια, με την υπόθεση ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα κινείται έως το 2018 με τον τρόπο που προβλέπει το ΔΝΤ, και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 4,75% μετά το 2018, και υποθέτοντας ότι το κόστος αναχρηματοδότησης αν δεν γινόταν επιμήκυνση θα ήταν 5%.
Bloomberg: Να μην αφήσει η Ε.Ε. την Ελλάδα να πνιγεί στο χρέος
Η Ελλάδα και οι πιστωτές της παλεύουν για μια ακόμα φορά με τα χρέη της χώρας. Και πιθανότατα αυτή δεν θα είναι η τελευταία. Όσο συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο λάθος, η επόμενη συμφωνία θα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και οι προηγούμενες.
Το 2010, η Ελλάδα έλαβε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα διάσωσης όλων των εποχών. Πήρε νέα δάνεια με αντάλλαγμα τη δημοσιονομική λιτότητα, όμως τα χρέη της δεν μειώθηκαν: οι πιστωτές γλίτωσαν το όποιο «κούρεμα». Οι ειδικοί ισχυρίστηκαν ότι το πρόγραμμα ρίχνει πολύ μεγάλο βάρος στους Έλληνες φορολογούμενους, πως αυτό δεν είναι βιώσιμο ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά, και πως οι πιστωτές θα πρέπει να αναγκαστούν να υποστούν απώλειες. Είχαν δίκιο τότε και συνεχίζουν να έχουν δίκιο.
Υπήρξε κάποιο περιορισμένο bail-in των πιστωτών έκτοτε, μια παράταση των λήξεων και μείωση στα επιτόκια του δανείου, όμως το βασικό σχέδιο δεν έχει αλλάξει. Ως αποτέλεσμα αυτού, το χρέος της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται. Πλέον βρίσκεται περίπου στο 180% του ΑΕΠ, ποσοστό που πολύ απλά δεν είναι βιώσιμο.
Ο νέος διακανονισμός που βρίσκεται υπό συζήτηση, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg, προβλέπει την επιπλέον παράταση των λήξεων των δανείων προς την Ελλάδα στα 50 χρόνια από τα 30 που ισχύει σήμερα, καθώς και τη μείωση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Ένα επιπλέον δάνειο διάσωσης ύψους 15 δισ. ευρώ επίσης φαίνεται πιθανό. Όλα αυτά μπορεί να αφήσουν να συνεχιστεί το σόου και να δώσουν τη δυνατότητα στην τρόικα των δανειστών της Ελλάδας -δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ- να πουν πως η χώρα μπορεί να επιτύχει τον στόχο για μείωση του χρέους στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Βεβαίως, μετά από κάθε προηγούμενη διαπραγμάτευση, έλεγαν πως η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο.
Όμως, οι αριθμοί διαρκώς δεν βγαίνουν διότι η πολιτική και η οικονομία δεν θέλουν να «συνεργαστούν». Οι Έλληνες κατέληξαν να μισούν την τρόικα (και ιδιαίτερα τη Γερμανία, οι απόψεις της οποίας έχουν μεγάλη βαρύτητα), κατηγορώντας τα μέλη της όσο και τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας για την παρατεταμένη ύφεση που έχει αφήσει χωρίς εργασία το 60% των νέων.
Η ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα γυρίσει σε θετικό πεδίο φέτος, για πρώτη φορά από το 2007, όμως με την τρέχουσα προσέγγιση η λιτότητα και η δυστυχία που τη συνοδεύει θα πρέπει να συνεχιστούν για χρόνια. Ο μνημονιακός συνασπισμός που κυβερνά την Ελλάδα είναι εύθραυστος. Χωρίς μείωση του χρέους, το νέο πρόγραμμα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και τα προηγούμενα.
Η τρόικα, βεβαίως, έχει λόγους να αμφισβητεί την προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις. Πολλές από τις αλλαγές που απαιτεί -όπως η κατάργηση νόμων που προστατεύουν επαγγέλματα, στρεβλώνουν τις τιμές και καθιστούν δύσκολη την απόλυση μη παραγωγικών δημοσίων υπαλλήλων- θα έκαναν καλό στη χώρα. Ωστόσο, η λαϊκή εμπιστοσύνη που απαιτείται για να εφαρμοστούν τέτοιες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκε προ πολλού. Μια ξεκάθαρη ελάφρυνση του χρέους, ακόμα και τώρα, θα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα.
Οι επενδυτές, για την ώρα, δεν ανησυχούν μήπως η Ελλάδα βγει σύντομα από την ευρωζώνη και έτσι η πίεση για μια νέα προσέγγιση δεν είναι έντονη. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό δεν είναι καλό. Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους – και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να δείξει ότι είναι ικανή να μάθει από τα λάθη της.
Εν τω μεταξύ, στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ υπολογίζει το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου τις απώλειες των κρατών που έχουν συνάψει διμερή δάνεια ύψους 52,9 δισεκατομμυρίων ευρώ με την Ελλάδα, εφόσον ισχύουν οι πληροφορίες του πρακτορείου Bloomberg περί σχεδίου για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση των επιτοκίων.
Σόιμπλε: «Βοήθεια στην Ελλάδα υπό προϋποθέσεις»
Ανοιχτό άφησε το ενδεχόμενο νέας οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα ο Β. Σόιμπλε σε συνέντευξή του που παραχώρησε στο Reuters. «Σε περίπτωση που η χώρα μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος χρειαστεί επιπλέον χρηματοδοτική ενίσχυση, οι εταίροι της ευρωζώνης είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, επ’ αυτού δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα», υπογράμμισε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών. Ο κ. Σόιμπλε απέρριψε τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν σε βάρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ρόλου που διαδραμάτισε στο πρόγραμμα ευρωδιάσωσης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την Ελλάδα. «Έχουμε ισχυρούς λόγους να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι έναντι του ΔΝΤ, το ΔΝΤ συνέβαλε τα μέγιστα στη ενίσχυση της αξιοπιστίας στις αγορές της ευρωπαϊκές πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης».