του Θάνου Καμήλαλη

«Στη νέα ΚΕΔ Σάμου, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, παρατηρείται μία αυθαίρετη πρακτική. Απαγορεύεται εντελώς η έξοδος σε όσους εκ των διαμενόντων δεν έχουν κάρτα αιτούντος άσυλο – ανεξάρτητα από το στάδιο της διαδικασίας ασύλου τους και όχι από δική τους υπαιτιότητα. Δεν πρόκειται καν για ελεγχόμενη έξοδο σε συγκεκριμένο υποχρεωτικό ωράριο. Πρόκειται για ένα καθεστώς παράνομης κράτησης. Έχει επιβληθεί απόλυτη στέρηση εξόδου σε ανθρώπους χωρίς να τους έχει επιδοθεί καμία σχετική διοικητική απόφαση, χωρίς να έχουν λάβει καμία επίσημη ενημέρωση, πέρα από μια προφορική αναφορά ότι δεν έχουν κάρτα και άρα απαγορεύεται να βγουν από τη δομή. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε ενημερωθεί σε ποια νομική βάση αυτοί οι άνθρωποι είναι έγκλειστοι, καθότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας των ΚΕΔΝ» εξηγεί στο ΤPP η Άλκηστις Αγραφιώτη, δικηγόρος – υπεύθυνη Συνηγορίας στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.

Σύμφωνα με τις ανεπίσημες εκτιμήσεις των οργανώσεων που προσφέρουν βοήθεια στους πρόσφυγες στο νησί, ο αριθμός των προσφύγων που κρατούνται είναι περίπου 100 άτομα, ίσως και 150. Oι αριθμοί δίνονται κατά προσέγγιση, καθώς όπως σημειώνεται, δεν υπάρχει καμία επίσημη ενημέρωση γύρω από το ζήτημα. Πρόκειται περίπου για το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού που βρίσκεται στο νέο Κέντρο, στο οποίο βρίσκονται αυτήν τη στιγμή περίπου 450 άτομα.

Ο αναφερόμενος λόγος της παράνομης κράτησής τους (ότι δεν έχουν κάρτα αιτούντος άσυλο), όπως αναφέρουν οι οργανώσεις, έχει να κάνει με μία σειρά από ζητήματα σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας ασύλου, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην αναμονή έκδοσης ή εκ νέου ενεργοποίησης της κάρτας τους αλλά και στην αναμονή κατάθεσης ή εξέτασης νέας αίτησης ασύλου. Στην ανακοίνωση – καταγγελία της, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρεται σε απόφαση του υπουργού Μετανάστευσης, Νότη Μηταράκη, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται σε όσες/ους δεν διαθέτουν έγκυρες ταυτότητες που έχει εκδώσει η κυβέρνηση (κάρτες ασύλου) να εγκαταλείψουν το camp για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα». Τονίζει μάλιστα ότι η απόφαση αυτή παραμένει αδημοσίευτη. Όπως αναφέρεται «Αντιπροσωπεία της Διεθνούς Αμνηστίας επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις της Κλειστής Ελεγχόμενης Δομής Νήσων στις 22 Νοεμβρίου 2021, την πέμπτη μέρα των περιορισμών, και συναντήθηκε με ορισμένους από τους κατοίκους έχουν πληγεί».

Την αδημοσίευτη, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, απόφαση Μηταράκη έρχεται να συμπληρώσει μία άλλη «παράλειψη» του Υπουργείου, που εξηγεί η Α.Αγραφιώτη στο ΤPP. «Σύμφωνα με νόμο που δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ ήδη από τις 4 Σεπτεμβρίου, προβλέπεται η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ για κάθε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου μετά την πρώτη. Πέρα από το ότι η νομοθετική αυτή πρόβλεψη παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθώς αποτελεί εμπόδιο στην πρόσβαση στο άσυλο, το κράτος παρέλειψε να προβλέψει τον τρόπο έκδοσης του παραβόλου αυτού. Κατά συνέπεια, από 4 Σεπτεμβρίου έχουν παγώσει εντελώς οι καταγραφές δεύτερων και επόμενων μεταγενέστερων αιτήσεων. Δημοσιεύουν νόμο για κατάθεση παραβόλου, χωρίς να έχουν προβλέψει τη διαδικασία έκδοσης παραβόλου και την ίδια στιγμή στερούν το δικαίωμα στην πρόσβαση στο άσυλο και σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε ανθρώπους που αναζητούν και χρειάζονται διεθνή προστασία, πόσο μάλλον μετά τις νέες εξελίξεις στο Αφγανιστάν» τονίζει.

Οι αιτήσεις αυτές αφορούν το δικαίωμα αιτούντων άσυλο να καταθέσουν μεταγενέστερο αίτημα, μετά από απόρριψη του προηγούμενου, αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων που κρατούνται αυθαίρετα είναι από το Αφγανιστάν, οι οποίοι λόγω των πρόσφατων εξελίξεων στη χώρα καταγωγής τους (κυριαρχία των Ταλιμπάν) πληρούν τις προϋποθέσεις για την κατάθεση μεταγενέστερης αίτησης.

Όπως αναφέρει επίσης το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, η διοίκηση του Κέντρου έχει επιβεβαιώσει γραπτά την απαγόρευση εξόδου, χωρίς όμως να απαντάει συγκεκριμένα σε ποια νομική βάση επιβάλλεται αυτή. Παράλληλα, απαντήσεις που δίνονται από τα Περιφερειακά Κέντρα Ασύλου είναι πως «αναμένονται οδηγίες» από το Υπουργείο. Για την υπόθεση, το ΕΣΠ υπέβαλε Αναφορά στον Συνήγορο του Πολίτη «ζητώντας την παρέμβασή του για περιπτώσεις Αφγανών εξυπηρετούμενών του, στους οποίους έχει απαγορευθεί η έξοδος από το Κέντρο χωρίς να τους έχει επιδοθεί σχετική διοικητική απόφαση και χωρίς να έχουν ενημερωθεί σε ποια νομική βάση λαμβάνει χώρα η απόλυτη στέρηση εξόδου».

Η Διεθνής Αμνηστία μεταφέρει στην ανακοίνωσή της τη μαρτυρία του Α., ενός Αφγανού από την Καμπούλ, που διαμένει στο camp μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, βρίσκεται στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 2020. Μιλώντας από το κοντέινερ όπου ζει με την οικογένειά του, είπε στη Διεθνή Αμνηστία ότι υπάρχει περισσότερη ασφάλεια στο νέο camp, αλλά τόνισε: «Μας φέρονται σαν φυλακισμένους… Πραγματικά τρελαίνεσαι σε αυτό το μέρος. Δεν μπορείς να πας πίσω. Δεν μπορείς να πας μπρος… Δεν μπορώ να κοιμηθώ… Ζούμε συνεχώς ζωή χωρίς σκοπό, με πάρα πολύ άγχος».

Από τις ημέρες των εγκαινίων της «Κλειστής Ελεγχόμενης Δομής», όταν ο Υπουργός δήλωνε πως «η Σάμος ησυχάζει», όλα έδειχναν πως «οι άνθρωποι δεν θα ησυχάσουν καθόλου», όπως ανέφεραν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα στο ΤPP. Συνολικά, το κέντρο, «δυναμικότητας 3000 φιλοξενούμενων», κόστισε περίπου 43 εκατομμύρια. Κατασκευάστηκε από την εταιρεία «Μυτιληναίος» και χρηματοδοτήθηκε εξολοκλήρου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια Ε.Ε. που λίγο μετά την πυρκαγιά στη Μόρια, εκδήλωνε υποκριτικά το ενδιαφέρον της και εξέφραζε την αντίθεσή της στη χρηματοδότηση κλειστών κέντρων κράτησης. Ανάλογα κέντρα κόστους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ το καθένα κατασκευάστηκαν και εγκαινιάστηκαν ήδη σε Κω και Λέρο, την περασμένη εβδομάδα, ενώ θα ακολουθήσουν κλειστές ελεγχόμενες «δομές» σε Λέσβο και Χίο.

Ελάχιστους μήνες μετά, το νέο καθεστώς είναι ξεκάθαρο και ήδη έρχονται οι πρώτες αναφορές για τις συνθήκες κράτησης. Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες δημοσίευσε μία αναφορά για τις συνθήκες στο νέο Κέντρο, εστιάζοντας στους εξονυχιστικούς ελέγχους, τα συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης, αλλά και στην απομόνωση των ανθρώπων που ζουν εκεί. Λόγω κόστους, ελεγχόμενου ωραρίου νκαι χιλιομετρικής απόστασης, «η πρόσβασή τους στην αγορά βασικών τροφίμων, φαρμάκων, ή σε ιατρικές, νομικές, ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εντός του προβλεπόμενου πάντα ωραρίου εξόδου-εισόδου, είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη», γράφει η αναφορά.

Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω «οι αιτούσες/ντες άσυλο σε όλη την Ελλάδα δεν έχουν λάβει καμία οικονομική βοήθεια εδώ και δύο μήνες, αφού αυτή διακόπηκε απότομα όταν η διαχείριση του προγράμματος παροχής χρηματικής βοήθειας που χρηματοδοτείται από την Ε.Ε. πέρασε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τις/τους Πρόσφυγες στις ελληνικές αρχές. Σύμφωνα με ΜΚΟ στην Ελλάδα, περίπου 34.000 αιτούσες/ντες άσυλο επηρεάζονται επί του παρόντος» τονίζει στην καταγγελία της η Διεθνής Αμνηστία.

Και τώρα, για περίπου 100 άτομα ήρθε η φυλάκιση, με όλη τη σημασία της λέξης. Το νέο επεισόδιο της πρακτικής της ελληνικής κυβέρνησης, «να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο». Όπως καταλήγει η Άλκηστις Αγραφιώτη, «έχεις από τη μία συνεχόμενες νομοθετικές αλλαγές που δυσχεραίνουν όλο και περισσότερο την ουσιαστική πρόσβαση στο δικαίωμα στο άσυλο. Και πέρα από τις νομοθετημένες διαδικασίες που είναι έτσι κι αλλιώς απάνθρωπες, έχεις παράλληλα και αυθαίρετες πρακτικές. Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες από τη λειτουργία αυτού του κέντρου, που από μόνο του αποτελεί μία de facto συνθήκη κράτησης, εγκλεισμού, υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας, και απομόνωσης, που καταστρέφει την ταυτότητα και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, και ξεκινούν και αυθαίρετες πρακτικές πάνω σε όλο αυτό».