του Γιάννη Μακριδάκη
Μου έκανε εντύπωση αυτό το “πέθανε”, διότι είχα συνηθίσει σε παρόμοιες ειδήσεις κατά καιρούς, για τον θάνατο δηλαδή κάποιων άλλων ανθρώπων, που είχαν ο καθένας με τον τρόπο του κατακτήσει μια θέση στη δημόσια σφαίρα, όπως καλλιτεχνών, δημοσιογράφων ή και πολιτικών και επιχειρηματιών, να διαβάζω άλλα ρήματα, άλλες εκφράσεις, με συνηθέστερο το “έφυγε”, ή το “τελευταίο ταξίδι” ή “έχασε τη μάχη” και διάφορα άλλα τέτοια γλυκόπικρα υπονοούμενα του τραγικού συμβάντος, το οποίο φαίνονται γενικώς οι άνθρωποι να ξορκίζουν και να μη θέλουν ούτε να το ονοματίζουν.
Για τον Βγενόπουλο όμως η είδηση ήταν κυριολεκτική, στακάτη, οριστική, χωρίς γλύκες, χωρίς πίκρες, χωρίς διάθεση εξορκισμού και φυσικά χωρίς καμιάν ελπίδα, ούτε οίκτο. Τόσο που σκέφτηκα ότι αν μπορούσαν κάποιοι να γράψουν “ψόφησε”, και αυτό να μην τους επισύρει κυρώσεις για ασέβεια προς τον νεκρό, θα το έγραφαν.
Αυτό φυσικά συνέβη επειδή ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν η πιο γνωστή ίσως ενσάρκωση του καταναλωτικού καπιταλισμού στην Ελλάδα. Έτσι, αφενός όλη την χυδαιότητα και την κυνικότητα του συστήματος το οποίο επινόησε η ανθρωπότητα και εντός του έχει εντάξει τον βίο της, την έβλεπε στην ύπαρξη του συγκεκριμένου επιχειρηματία και ένιωσε κατά κάποιον τρόπο μιαν αγαλλίαση με το να γράψει πεντακάθαρα, εξίσου κυνικά και δίχως φιοριτούρες ότι πέθανε εντελώς, αφετέρου δε, λόγω του ότι νιώθει πλέον η ανθρωπότητα, υπηρετώντας και κυνηγώντας τόσα χρόνια ως αυτοσκοπό τις ευτελείς αξίες του καταναλωτικού καπιταλισμού της, το ίδιο ευτελή ακόμα και την ύπαρξή της, αφού οι άνθρωποι θυσιάζονται για να ευημερούν οι οικονομικοί δείκτες και ο συγκεκριμένος ήταν μια περσόνα των δεικτών. Άρα το ότι πέθανε ήταν μια ευκαιρία για πολλούς να πάρουν την εκδίκησή τους και να νιώσουν λίγο πιο δυνατοί, πιο τυχεροί, πιο πλούσιοι εν τέλει από τον εκλιπόντα μεγιστάνα.
Γενικώς το “πέθανε ο Βγενόπουλος” έκρυβε εντός του μιαν υστερόβουλη, χαιρέκακη, ανέλπιδη, κυνική διάθεση, για να ορίσει μια τελεσίδικη, οριστική κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Έκρυβε όμως ίσως και μιαν έκπληξη, ότι πεθαίνουν τελικά και οι μεγιστάνες του συστήματος στη ζωή αυτή, πεθαίνουν και όσοι έχουν κατορθώσει να τα έχουν όλα μέσω του χρήματος, το οποίο πλέον η παραπλανημένη ανθρωπότητα των σύγχρονων καταναλωτών του καπιταλισμού έχει εκπαιδευτεί να το νομίζει ως πόρο φυσικό, να μη δίνει δεκάρα για την φυσική πραγματικότητα και να είναι σχεδόν σίγουρη πως ακόμη και αν εξαφανίσει όλες τις άλλες μορφές ζωής από τον πλανήτη, θα ζήσει μόνο με το χρήμα της.
Ο θάνατος είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ανθρωπότητα, και ο θάνατος στα χρόνια του καταναλωτικού καπιταλισμού ακόμα μεγαλύτερο. Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν ότι ο θάνατος κάθε ανθρώπου είναι ένα σινιάλο προς την ανθρωπότητα και ότι όσο πιο διάσημος για το όποιο έργο του είχε γίνει ο εκλιπών άνθρωπος, τόσο πιο ισχυρό είναι το σινιάλο του, το οποίο φυσικά δεν είναι τίποτε άλλο από την υπενθύμιση στην αλαζονική και πλανεμένη ανθρωπότητα της φυσικής της υπόστασης και του ότι δεν μπορεί να υπερβεί, ούτε να παραβιάσει τους φυσικούς ρυθμούς και νόμους που την γέννησαν και την ορίζουν. Να υπενθυμίσει στους παραπλανημένους καταναλωτές του καπιταλιστικού μοντέλου ότι άλλες είναι οι αξίες, άλλο το αυθύπαρκτο αξιακό σύστημα και όχι η ευτέλειες του επινοημένου τους συστήματος.
Παλαιότερα, όταν οι κοινωνίες δεν είχαν ακόμη αλωθεί από τον καταναλωτικό καπιταλισμό και ήταν εγγύτερα στο οικοσύστημα, αλλά και μεταξύ τους οι άνθρωποι, ο θάνατος αποτελούσε μέρος της ζωής και οι κηδείες των συγγενών κοινωνικά γεγονότα σημαντικά, τα οποία απαθανάτιζαν κιόλας πλανόδιοι ή σταθεροί φωτογράφοι, όπως ακριβώς τους γάμους και τα βαφτίσια τους. Μοιρολογίστρες ξόρκιζαν τον αρχάγγελο και αποχαιρετούσαν τον νεκρό, οι γειτονιές και τα χωριά πενθούσαν, έκλειναν τα παράθυρα, χαμήλωναν τις μουσικές στα σπίτια, ακύρωναν πανηγύρια, για να μετάσχουν όλοι στο πένθος των οικείων, και όλοι μαζί ξεπροβόδιζαν τον νεκρό στην τελευταία κατοικία του. Σε πολλά μέρη, χωριά κυρίως, υπήρχε κοινό φέρετρο, που χρησιμοποιούνταν για όλους τους νεκρούς, είτε αυτοί ήταν πλούσιοι σε κτήματα, είτε ήταν από φτωχή γενιά, το φέρετρο ήταν της κοινότητας και έμπαιναν όλοι εντός του.
Μετά την επέλαση του καταναλωτικού καπιταλισμού, την ιδιώτευση, την αποξένωση των ανθρώπων από το οικοσύστημα και του ενός από τον άλλον, αλλά κυρίως μετά την αλλαγή του αξιακού συστήματος και την θεώρηση ότι το χρήμα όλα τα μπορεί, τα πράγματα άλλαξαν, οι άνθρωποι ένιωσαν πιο προοδευμένοι, πιο πολιτισμένοι, πιο άτρωτοι λόγω της ασφαλέστερης διαβίωσής τους και της τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης, πλανεύτηκαν αγοράζοντας και όχι μοχθώντας για να παράξουν, και παρόλο που άρχισαν να χάνουν έδαφος σε επίπεδα ψυχικής υγείας και να ευτελίζουν την ύπαρξή τους καταναλώνοντας υλικά και ψυχικά απορρίμματα, απομακρύνθηκαν πολύ από τον θάνατο, λόγω του ότι απομακρύνθηκαν από την φυσική τους υπόσταση και την πραγματική ζωή. Από όντα φυσικά μετατράπηκαν σε γρανάζια καταναλωτικά και μονάχα σε περίπτωση ασθένειάς τους ή απόρριψής τους από το σύστημα ή θανάτου κάποιου δίπλα τους προσγειώνονται πλέον, βίαια πια, στην φυσική πραγματικότητα, αλλά πάλι για πολύ λίγο χρόνο.
Γι' αυτό και ο θάνατος των ανθρώπων ενέχει πλέον τη θέση σινιάλου για τους υπόλοιπους, ισχύος ανάλογης με την διασημότητα του εκλιπόντος. Η περίπτωση Βγενόπουλου και η αντιμετώπιση της είδησης του θανάτου από τα ΜΜΕ, ανέδειξαν το σινιάλο αυτό, αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζει η νεοελληνική κοινωνία την ύπαρξή της και την πλάνη της.