«Πέθανε, είχε αρρωστήσει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Γκάρι Πράδο, διοικητής της δύναμης που αιχμαλώτισε τον Τσε σε ζούγκλα της Βολιβίας πριν 54 χρόνια.

Ο Πράδο είπε πως ενημερώθηκε για τον θάνατο του Σαλασάρ, μαθητή του στη σχολή αξιωματικών χθες. «Είχα ειδοποιηθεί από την οικογένειά του και από συναδέλφους στις ένοπλες δυνάμεις, επειδή είχε εισαχθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο», εξήγησε. Το νοσοκομείο αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τον θάνατό του και την αιτία του, επικαλούμενο το «ιατρικό απόρρητο».

Την 8η Οκτωβρίου 1967 ο βολιβιανός στρατός αιχμαλώτισε την εμβληματική μορφή της επαναστατικής ένοπλης δράσης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με την υποστήριξη δύο κουβανοαμερικανών πρακτόρων της CIA.

Ο 39χρονος Τσε ήταν επικεφαλής μιας χούφτας ανταρτών που επιβίωσαν από μάχες, πείνα και ασθένειες στα βουνά της Βολιβίας. Τραυματισμένος σε μάχη, οδηγήθηκε σε εγκαταλελειμμένο σχολείο στο χωριό Λα Ιγκέρα.

Εκεί πέρασε την τελευταία του νύχτα: τον εκτέλεσε την επομένη ο Τεράν Σαλασάρ, μετά την έγκριση του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος (1964-1969), ορκισμένου αντικομουνιστή.

«Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Ο Τσε μου φαινόταν μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος. Στα μάτια του έκαιγαν χίλιες φωτιές», αφηγήθηκε ο Τεράν Σαλασάρ αργότερα. «‘Ηρέμησε’, μου είπε, ‘και σημάδεψε καλά! Θα σκοτώσεις έναν άνθρωπο!’. Έκανα ένα βήμα πίσω, προς την πόρτα, έκλεισα τα μάτια και πυροβόλησα».

Οι βιογράφοι του Γκεβάρα είπαν ότι δεν πέτυχε με τις πρώτες σφαίρες αλλά τελικά βρήκε το στήθος του. Το πτώμα του Ερνέστο εκτέθηκε σαν «τρόπαιο» στο γειτονικό χωριό Βαγιεγκράντε, εικόνα που απαθανάτισε ο δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Μαρκ Ιτέν.

Έπειτα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας, ο Σαλασάρ πήρε σύνταξη και προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος, αποφεύγοντας τον Τύπο. Για καιρό διατεινόταν πως ο δολοφόνος του Γκεβάρα δεν ήταν ο ίδιος, αλλά κάποιος άλλος στρατιωτικός με το ίδιο ονοματεπώνυμο.