Σε μια εποχή που σε καμμία Ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει αριστερή αντιπολίτευση η οποία να απολαμβάνει πάνω από ένα ασήμαντο ποσοστό, η χλιαρή κεντρο-αριστερά είχε υπάρξει διαχρονικά «μια κάποια λύσις».

Στις κρίσιμες εκλογικές μάχες των προηγούμενων δεκαετιών, για παράδειγμα, πολύς αριστερός κόσμος στην Ελλάδα συνασπίζεται με την «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» ενάντια στην «επάρατο Δεξιά» ― το οποίο κάποτε μεταφράζονταν στο να ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ και σήμερα ΣΥΡΙΖΑ, κρατώντας περισσότερο ή λιγότερο τη μύτη σου.

Παρόμοια, το βρετανικό «Εργατικό κόμμα» έχαιρε παραδοσιακά συμπάθειας και στη χώρα μας, όχι τόσο ως αυθεντικός εκφραστής μιας κάποιας αντίθεσης στον καπιταλισμό, αλλά περισσότερο στα πλαίσια του «μπρος στο ολοτελα, καλή και η Παναγιώταινα».

Μόνο που οι καιροί μας δεν χωρούν ούτε αυτή την χλιαρή κεντρο-αριστερά του παρελθόντος, και τείνουν να συμπιέσουν τα κατά τόπους αντίπαλα κομματικά δίπολα σε ένα ενιαίο «κέντρο», όπου τα δύο κόμματα που τo εκφράζουν συμφωνούν σε όλα τα βασικά (καπιταλισμός, παγκοσμιοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις, ατλαντική γεωπολιτική ατζέντα, κ.α.), αλλά κρατάνε τους ψηφοφόρους τους με χάντρες και καθρεφτάκια συντηρητικής ή προοδευτικής κατεύθυνσης, ανάλογα.

(Και αυτούς ακόμα, τους κρατάνε ολοένα και λιγότερο, κυβερνώντας με ένα ασήμαντο ποσοστό συναίνεσης, αν συνεκτιμηθεί η αποχή και αναχθεί η ψήφος στο συνολικό πληθυσμό).

Αυτή τη μετατροπή της έστω χλιαρής ιδεολογικής αντίθεσης σε μονομπλόκ «κεντρώα» (δηλαδή νεοφιλελεύθερη) πολιτική, την ζήσαμε και στην Ελλάδα σε αρκετές συνεχόμενες φάσεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 π.χ. έλαβε χώρα η μετατροπή του «τριτο-δρομικού» λαϊκίστικου ΠΑΣΟΚ (γνωστού, στα memes, και ως «ορθόδοξου»), στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, του Παπαντωνίου, του Χρυσοχοϊδη, των ιδιωτικοποιήσεων, του χρηματιστηρίου, της ΟΝΕ, και της ανοιχτής πρόσδεσης στον ευρω-ατλαντισμό.

Αντίστοιχα, τα προηγούμενα χρόνια είδαμε το ΣΥΡΙΖΑ να αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τις υποσχέσεις του πρώιμου 2015 (εκπαραθυρώνοντας ταυτόχρονα τους λιγότερο ευέλικτους εκφραστές τους), ενώ όσα πρέσβευε το 2001 (για όσους τον θυμούνται να διαδηλώνει κατά των G8 και της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα) θα θεωρούνταν σήμερα στην Κουμουνδούρου ως ακρο-αριστερά παραληρήματα.

Αυτή η εξέλιξη δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Ήδη ο Ησίοδος είχε περιγράψει τα ιστορικά γένη (εποχές, θα λέγαμε σήμερα) της ανθρωπότητας.

Κατά τον αρχαίο ποιητή, η ιστορία αποτελεί μια συνεχή πτώση, όπου το κάθε διαδοχικό γένος (τα οποία χαρακτήριζε με βάση τα μέταλλα ως χρυσό, αργυρό, χάλκινο, σιδερένιο) είναι χειρότερο από το προηγούμενο. Σήμερα, σε ό,τι αφορά την αριστερή αντιπολίτευση, έχουμε χωρίς αμφιβολία φτάσει στο γένος των τενεκέδων.

Οι ξεγάνωτοι τενεκέδες της ηγεσίας του βρετανικού Εργατικού Κόμματος λοιπόν, αφού πρώτα προσπάθησαν να τραβήξουν ψήφους από τα αριστερά μέσω του Κόρμπιν (ο οποίος υπόσχονταν εθνικοποιήσεις ΔΕΚΟ, φραγμό στις στρατιωτικές επεμβάσεις, ανάσχεση της λιτότητας, κλπ), τώρα επιστρέφουν στην κανονικότητα του «ακραίου κέντρου», με τη νέα διεύθυνση να αποκηρύσσει τους «αριστερούς εξτρεμισμούς» του Κόρμπιν.

Αυτό φυσικά απαιτεί και τις απαραίτητες εκκαθαρίσεις, και ο νέος ηγέτης των εργατικών Κιρ Στάρμερ στρώθηκε στη δουλειά, εκκαθαρίζοντας τις «ακροαριστερές» συνιστώσες Resist, Labour Against the Witchhunt, the Labour in Exile Network and Socialist Appeal, ως «ασύμβατες με τους στόχους και τις αξίες των Εργατικών».

Το βασικό όπλο της ηγεσίας των Εργατικών στις εκκαθαρίσεις αυτές αποτέλεσε η κατηγορία του «αντισημιτισμού», η οποία τεκμαίρεται απλά με βάση την κριτική στις δραστηριότητες του Ισραήλ.

Πρόκειται για ένα πολύ βολικό όπλο ενάντια στην αριστερά του κόμματος, αλλά και τα απομεινάρια της επιρροής του Τζέρεμι Κόρμπιν (ο οποίος είχε στοχοποιηθεί και προσωπικά στο πρόσφατο παρελθόν), καθώς οι αριστερές οργανώσεις στην Βρετανία υπήρξαν παραδοσιακά κριτικές προς τις πολιτικές του Ισραήλ στο Παλαιστινιακό.

Ως προς το ότι αυτές οι εκκαθαρίσεις δεν έχουν ως στόχο τους οποιοδήποτε πραγματικό αντισημιτισμό, αρκεί να πούμε ότι ανάμεσα στους εκκαθαρισθέντες «αντισημίτες» υπήρξε και η οργάνωση Jewish Voice for Labour (Εβραϊκή Εργατική Φωνή), αποτελούμενοι από βρετανούς εβραίους που όμως βλέπουν με συμπάθεια τον παλαιστινιακό αγώνα.

Η Τζένη Μάνσον, αντιπρόεδρος της οργάνωσης μάλιστα, δήλωσε ότι «για πρώτη φορά ως Εβραία στο Ηνωμένο Βασίλειο, νιώθω ότι αποτελώ στόχο μίσους, από τον ίδιο το μηχανισμό του Εργατικού Κόμματος (…). Και το συνηθισμένο τους όπλο είναι να μας κατηγορούν ως αντισημίτες».

Αντίστοιχα κωμική και συνάμα διαφωτιστική, είναι η περίπτωση της Ρεμπεκας Λονγκ-Μπέιλι, πρώην σκιώδους υπουργού εκπαίδευσης των Εργατικών, και ισχυρού αντιπάλου του Στάρμερ στις πρόσφατες εκλογές για την ηγεσία του κόμματος.

Η Ρεμπέκα, αφού πρώτα χρησιμοποίησε τις ίδιες τακτικές για να διώξει εσωκομματικούς αντιπάλους από τους εργατικούς (αποπέποντας π.χ. την φεμινιστική οργάνωση Woman’s Place UK ως «τρανσφοβική» και καλώντας για την εκδίωξη των μελών της από το κόμμα), και αφού δήλωσε ότι το κόμμα «δεν κάνει αρκετά για να πατάξει τον αντισημιτισμό» την εποχή που στόχος ήταν ο Κόρμπιν, κατέληξε να εκδιωχθεί η ίδια ως «αντισημίτρια».

Η αφορμή; Αναδημοσίευσε ένα tweet της ηθοποιού και ακτιβίστριας Μαξίν Πικ (Maxine Peake), στο οποίο αναφέρονταν ότι οι Αμερικανοί αστυνομικοί διδάσκονται τεχνικές ακινητοποίησης ― σαν αυτές που οδήγησαν στο θανάτου του Τζορτζ Φλόυντ ― σε «σεμινάρια που δίνονται από μέλη των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών».

Τελευταίο, και πιο προβεβλημένο ίσως, θύμα, ο γνωστός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς («Κες», «Γη και Ελευθερία», «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», «Ο άνεμος που χορεύει το κριθάρι», κ.α.), ο οποίος διεγράφη επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τα μέλη που έχουν ήδη αποβληθεί.

Έτσι, το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, καθαρίζει και το εσωκομματικό τοπίο προς όφελος της νέας του ηγεσίας, πετάει τα ακρο-αριστερά, ευρωσκεπτικιστικά, φιλο-παλαιστινιακά, και φιλο-εργατικά βαρίδια του, και τρέχει πλέον ανεμπόδιστα να πάρει θέση στο νεοφιλελεύθερο ακραίο κέντρο.

Τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στον εσωκομματικό πόλεμο, θα παραμείνουν ασφαλώς «παρά πόδα», προς συνετισμό των υπολοίπων, αλλά και για ενδεχόμενη μελλοντική ανάγκη.

Και ενώ η κατηγορία του αντισημιτισμού αποτελεί για ιστορικούς λόγους ένα βολικό όπλο σε παρόμοιες επιχειρήσεις εκκαθάρισης, ένα σωρό νέα όπλα, όπως τα δικαιωματικά faux pas, η κατηγορία για διασπορά «ψευδών ειδήσεων», και η απόκλιση από την οικονομική, γεωπολιτική, ή και ―πρόσφατα― υγειονομική There Is No Alternative συναίνεση, έρχονται να προστεθούν στο οπλοστάσιο αυτών που κρατούν το πεπόνι και το μαχαίρι της εξουσίας.