του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από την Ημεροδρόμο με την άδεια του συγγραφέα)
Όλη η ευθύνη βαραίνει εμένα. Αποκλειστικά εμένα και κανέναν άλλον. Αποδείχτηκα ανεπίδεκτος «ξεβλαχέματος» παρά τους τόσους και τόσους κώλους που μου πρόσφερε ο κ.Κωστόπουλος μέσα από τα περιοδικά του για να βγάλω την τσίμπλα και για να δω με άλλο μάτι τον κόσμο.
Ίσως σε αυτή την αδυναμία μου να επέδρασε το γεγονός ότι τον καιρό εκείνο, των Κλικ, των μικ και των ψιτ, διατηρούσα την άποψη πως η ανθρωπότητα είχε βρει, ήδη, τον τρόπο να αναπαράγεται.
Ότι τον είχε βρει πολύ πολύ πριν από την ανακάλυψη του κ.Κωστόπουλου ότι μπορεί κανείς να πουλάει μούρη μέσω μιας εκδοτικής και υβριδικού τύπου φλωροκουτσαβακίστικης δραστηριότητας του τύπου «το νινί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;»…
Είχα, δηλαδή, την – βλαχαδερή – άποψη ότι η ανθρωπότητα γενικώς και η Ελλάδα ειδικώς είχε ήδη εμπεδωμένη γνώση για το τι κρύβεται στα σκέλια της, πολύ πολύ πριν ο κ.Κωστόπουλος φωτίσει με τον ιλουστρασιόν ευρωπαϊσμό του τόσο την βουβωνική χώρα των αγορακίων, όσο και την καλλίπυγο φύση των κοριτσακίων.
Αυτός ο δογματισμός της βλαχομπίχλας με έκανε ανεπίδεκτο του «ξεβλαχέματος» που τόσο απλόχερα μου πρόσφερε ο κ.Κωστόπουλος.
Μάλιστα, μετά την τελευταία του δήλωση, διαπιστώνω ότι με έκανε και δύστροπο στις προσπάθειες ευγενικών και προχώ ανθρώπων να με βγάλουν από την βλαχιά μου.
Τόσο δύστροπο που ακόμα πιάνω τον εαυτό μου καμιά φορά, όποτε συναντώ τέτοιους αναμορφωτές της ύπαρξής μου, να πέφτω θύμα της χωριάτικης καταγωγής μου και να σκέφτομαι φωναχτά:
«Α ίσα πέρα, ωρέ ζαγάρι».