του Θέμη Τζήμα
Το βλέπει ο οποιοσδήποτε, σε μια σειρά στρατηγικών επιλογών: στον East-Med, στην πολιτική του κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία, στην υποστήριξη επεμβάσεων αλλαγής «καθεστώτων» στον περιορισμό εν τέλει του ρόλου της Ελλάδας σε διεκπεραιωτή των περιφερειακών συμφερόντων των ΗΠΑ.
Δεν πρόκειται για αποτέλεσμα κάποιας- έστω λανθασμένης– προσέγγισης περί εθνικού συμφέροντος αλλά για συνέπεια της ιδιοτελούς στάσης της εγχώριας ολιγαρχίας και των εκπροσώπων της στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Η «εθνική» μεγαλοαστική τάξη θεωρούσε σχεδόν πάντα το «εθνικό» ως ετεροκαθοριζόμενο από τους «έξω» και το εγκατέλειπε χωρίς δεύτερες σκέψεις- με ελάχιστες εξαιρέσεις- όποτε οι ξένοι πάτρωνες το απαιτούσαν ή δεν μπορούσαν να την υποστηρίξουν, προκειμένου μετά την όποια καταστροφή να το «ανακαλύψει» εκ νέου, περιορίζοντας το σε διάφορες εκδοχές διχαστικής εθνικοφροσύνης.
Τη συνθήκη αυτήν την πλήρωσε ο λαός πολύ ακριβά.
Οι λίγες αλλά καθοριστικές ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες το λαϊκό στοιχείο ηγεμόνευσε επί του εθνικού συνοδεύτηκαν από πολύπλευρες κοσμογονίες αλλά και από σκληρές επιθέσεις τόσο από την εγχώρια ολιγαρχία, όσο και από την ξένη πατρωνία.
Η ανάδειξη τέτοιων περιόδων υπήρξε αποτέλεσμα συγκερασμού παραγόντων: τεκτονικές διεθνείς αλλαγές, εγκατάλειψη εγχώριων μεσοστρωμάτων και βίαιη προλεταριοποίησή τους, κρίσεις που είχαν ταυτοχρόνως οικονομικό-κοινωνικό και εδαφικό, εθνικό- υπό την έννοια της κρατικής κυριαρχίας και υπόστασης –χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την ανάδειξη διορατικών ηγεσιών από τον εκάστοτε πολιτικό χώρο που αντιπάλευε την ολιγαρχία συνέβαλαν και συμβάλλουν σε τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.
Αν εξαιρέσει κανείς -μέχρι και σήμερα τουλάχιστον- τον τέταρτο παράγοντα, εδώ και μία δεκαετία, οι πρώτες τρεις συνθήκες σωρεύονται και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό. Η αρχιτεκτονική των διεθνών σχέσεων έχει ξεχαρβαλωθεί σε βαθμό που θυμίζει –με τις προφανείς αναλογίες και μη- περίοδο πριν από το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σταθερές τόσο του ψυχροπολεμικού όσο και του πρώιμου μετά-ψυχροπολεμικού κόσμου έχουν αναιρεθεί συμπαρασύροντας κατεξοχήν την ευρύτερη περιοχή μας.
Η βασική ορίζουσα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία – άμβλυνση των αντιθέσεων από τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ και αργότερα της ΕΕ– έχει μετατραπεί –ακόμα κι αν κανείς υποθέσει ότι κάποτε ήταν αξιόπιστη παρά το όποιο κόστος την συνόδευε– κατά βάση σε ευσεβή πόθο. Η σχετική έστω πολυμέρεια και οι προνομιακές για νατοϊκό κράτος, σχέσεις με τη Ρωσία κατεδαφίστηκαν εν πολλοίς επί ΣΥΡΙΖΑ, διαδικασία που εξελίσσεται περαιτέρω επί ΝΔ. Η φιλία με τον μαχόμενο αραβικό κόσμο- Παλαιστίνη, Συρία, Λίβανο- εξαφανίζεται και στη θέση της έχει μπει –και– η δορυφοριοποίηση και από το Ισραήλ. Η ύπαρξη μιας σταθερής αποτρεπτικής ισχύος στο τόξο Έβρος- Αιγαίο- Κύπρος έχει υποχωρήσει δραματικά.
Παραλλήλως, με δύο καταστροφικές οικονομικές κρίσεις μέσα σε περίπου δέκα χρόνια, η εθνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία έχουν εγκλωβιστεί σε ένα θανατηφόρο σπιράλ υπανάπτυξης, απογοήτευσης, νεοφιλελεύθερων παραγωγικών σχέσεων και συρρίκνωσης των παραγωγικών δυνάμεων.
Η εγχώρια ολιγαρχία, ως απολύτως εξαρτημένη από τον ξένο παράγοντα, με τυχοδιωκτικό τρόπο θεώρησε ότι θα μπορούσε να επανά-νοηματοδοτήσει το «εθνικό», μέσα από την ταύτιση με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και με τις πολιτικές του Ισραήλ. Ότι έτσι, αφενός θα προσποριζόταν μερίδιο από τα κέρδη εξαιτίας των φυσικών πόρων στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και ότι αφετέρου, ως το «καλό παιδί» των παραπάνω θα καθόταν υπό σχετικώς, ευνοϊκούς όρους στο διαπραγματευτικό τραπέζι με την Τουρκία. Μπροστά σε αυτήν τη προοπτική ήταν και παραμένει διατεθειμένη να εκχωρήσει και δικαιώματα τα οποία κατά τα λοιπά διατυμπανίζει ως εθνικά και να αποδεχτεί το μεγαλύτερο μέρος των τετελεσμένων του «Αττίλα» στην Κύπρο κι των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο.
Το τζογάρισμα αυτό απέτυχε όπως κάποιοι λίγοι προειδοποιούσαν: η Ελλάδα, αφού χρησιμοποιήθηκε ως ο χρήσιμος ηλίθιος των ΗΠΑ και του Ισραήλ εγκαταλείπεται μόνη και χωρίς συμμαχίες απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και παραλλήλως, οι δήθεν σύμμαχοι, όπως ήταν αναμενόμενο συζητούν για όλα- και για την Ελλάδα- με τον απείθαρχο αλλά αναγκαίο και ισχυρό παίχτη της περιοχής, την Τουρκία. Το ίδιο και η Κύπρος. Ο ελληνισμός με έναν τρόπο «κουρδοποιείται».
Ο εγκλωβισμός από την άλλη για τον ελληνισμό παραμένει και εντείνεται: δεν πηγαίνει ούτε «πίσω», ούτε «μπρος». Δεν έχει δική του πολιτική ούτε για την ύφεση, ούτε για την όξυνση.
Η Ελλάδα δεν τολμά να οριοθετήσει ΑΟΖ. Δεν τολμά να αποπειραθεί έστω, να αναβιώσει το ενιαίο αμυντικό δόγμα. Δεν τολμά να αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία, να συσφίξει δεσμούς με τον άξονα της αντίστασης στη Μέση Ανατολή, να γίνει ξανά η φιλικότερη προς τη Ρωσία νατοϊκή χώρα, να διευρύνει τη συνεργασία με την Κίνα, να δυσκολέψει –το λιγότερο- τις ΗΠΑ, να καταστεί ο σταθερότερος φίλος των Αράβων –και– δια του Παλαιστινιακού, να ενισχύσει τις δυνάμεις που αντιμετωπίζουν στρατιωτικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Ούτε όμως και τολμά να κινηθεί με επιθετική διπλωματία η οποία ευθαρσώς θα καλεί την Τουρκία στη διεθνή δικαιοσύνη για επίλυση του θέματος της ΑΟΖ όπως και για συζήτηση, χωρίς υψηλή επιτροπεία από τις ΗΠΑ.
Δεν τολμά να σταματήσει να πληρώνει τεράστια ποσά στο ΝΑΤΟ και αντί αυτού να τα επενδύσει στη δική της εθνική άμυνα, όπως και να συνάψει άλλες, διμερείς ή πολυμερείς στρατιωτικές συνεργασίας.
Η εγχώρια ολιγαρχία, η «εθνική» αστική τάξη εγκαταλείπει έτσι το εθνικό, προκειμένου να μη διακυβεύσει την εξουσία της. Ακόμα και (νέο-) οθωμανικό φακιόλι ή φέσι θα προτιμήσει αν απαιτηθεί για να διατηρήσει την εξουσία της, αντί λαϊκό σκούφο- όποιας εκδοχής και τύπου.
Ένα μέρος της αριστεράς, ανοήτως ή και ύποπτα στέκεται αδιάφορα απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα παίζοντας το ρόλο της ολιγαρχίας. Αγνοεί ότι είναι άλλο πράγμα να αποκαθάρουμε το «εθνικό» από τους τυχοδιωκτισμούς των ολιγαρχών- EastMed, παραχώρηση θαλασσίων υποθαλάσσιων τεμαχίωνσε ξένες πολυεθνικές κλπ-και τελείως διαφορετικό να υπερασπιστούμε τη δυνατότητά μας να ασκούμε όλα μας τα δικαιώματα, όπως και να διατηρούμε την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του κράτους μας. Συσκοτίζει τη σχέση βάσης και εποικοδομήματος η οποία δεν είναι μηχανιστικήκαι μιας κατεύθυνσης αλλά πολύπλευρη, βαθιά, με ισχυρό το χαρακτήρα της αλληλοδιείσδυσης, μέχρι του σημείου της σύμφυσης ενίοτε των δύο, μέσα στη ζώσα πραγματικότητα.
Πολύ πρακτικά, η όποιας εκδοχής σοσιαλιστική ή/και κομμουνιστική αριστερά, αν θέλει να είναι πράγματι αριστερά, δεν μπορεί σε συνθήκες οικονομικής, διεθνοπολιτικής και διμερούς, Ελληνοτουρκικής κρίσης που οξύνεται καθημερινώς να έχει σχέδιο για ταξική σύγκρουση, για εξουσία, για παραγωγικές σχέσεις ή/και για παραγωγικές δυνάμεις, αν δε διεκδικήσει την ηγεμονία και στο εθνικό. Εξ ου και οφείλει να κάνει το έθνος κτήμα του λαού, με πολιτική εθνική που θα πηγάζει από το κοινωνικό μπλοκ των θυμάτων των κρίσεων.
Επομένως κατεξοχήν τα «ελληνοτουρκικά», όπως και το ζήτημα του νεοοθωμανικού αναθεωρητισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή και της ΝΑ Μεσογείου δεν μπορούν να υποτιμώνται, να υπεραπλουστεύονται και να παραχωρούνται στη δεξιά, όταν μάλιστα αποτελούν τα κατεξοχήν ζητήματα στρατηγικής συναίνεσης των μεγαλυτέρων πολιτικών δυνάμεων της πατρίδας μας και κατάδειξης του ρόλου του ξένου παράγοντα επί του λαού μας.
Είναι η αριστερά που πρέπει να «χτυπήσει» συναγερμό για τις καταστροφικές ελληνικές επιλογές που προαναφέρθηκαν αλλά και για την τουρκική επιθετικότητα. Που πρέπει να καταθέσει σχέδιο επίλυσης κάποιων έστω εκ των διμερών διαφορών- με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη εκεί που είναι εφικτό, δηλαδή για την ΑΟΖ– υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και των εθνικών δικαιωμάτων, νέων περιφερειακών και ευρύτερων συμμαχιών, περίσφιξης και ανατροπής του τουρκικού αναθεωρητισμού σε Λιβύη, Συρία, Ιράκ και Αιγαίο, εξόδου των κρατών της περιοχής από το ΝΑΤΟ, ανατροπής του νέου Απαρτχάιντ του Ισραήλ, υπεράσπισης της σταθερότητας των συνόρων στην περιοχή μας.
Πρέπει να αποδείξει ότι η ολιγαρχία και οι εκλεκτοί της ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να αποτρέψουν μια νέα εθνική ήττα και συμφορά. Ότι υπάρχει αντιθέτως μια άλλη αντίληψη περί εθνικού η οποία χωρίς να είναι αφελής ως προς τον σημερινό, διεθνή και εσωτερικό συσχετισμό ισχύος μπορεί να δει πέρα από αυτόν και ως εκ τούτου να τον τροποποιήσει και να τον ανατρέψει αντίστοιχα. Με αυτόν τον τρόπο επείγει να μιλήσουμε και να δράσουμε εθνικά –και- για τα ελληνοτουρκικά.