του Ειδικού Συνεργάτη
Τα γραπτά μένουν και οι επιστολές Λαγκάρντ και Τσακαλώτου αναδεικνύουν ακόμη πιο εύγλωττα την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων.
Καθώς σε αυτή τη φάση πλησιάζουμε σε μια κρίσιμη διακλάδωση της πορείας του «ελληνικού ζητήματος», η Κ. Λαγκάρντ παρεμβαίνει για να αμφισβητήσει την ουσία της συμφωνίας του περασμένου Ιουλίου. Αμφισβητεί ρητά το 3,5% ως στόχο δημοσιονομικού πλεονάσματος και ως προς την εφικτότητα του, αλλά και ως προς την αποτελεσματικότητα του για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιπροτείνει ως πολιτικά βιώσιμο τον στόχο του 1,5%. Στη συνέχεια αμφισβητεί και τον αυτόματο μηχανισμό που πρότεινε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και προτείνει αντί για οριζόντιες περικοπές στις δαπάνες των υπουργείων, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και περικοπές των κύριων συντάξεων. Η επιστολή κλείνει με την επισήμανση ότι το ΔΝΤ έχει κάνει προς το παρόν πίσω στα εργασιακά και ζητάει να συναινέσει η Γερμανία σε «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους τώρα και σε αλλαγή του στόχου του δημοσιονομικού πλεονάσματος για να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Η Κ. Λαγκάρντ επιχειρεί ούτε λίγο ούτε πολύ να μεταθέσει επικοινωνιακά στη Γερμανία την κατηγορία σχετικά με πίεση της ελληνικής κυβέρνησης για δρακόντεια λιτότητα.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έσπευσε να απαντήσει, και από την απάντησή του φαίνεται ότι το έκανε για να καθησυχάσει τη γερμανική πλευρά ότι δεν πρόκειται να συνταχθεί με τις αξιώσεις του ΔΝΤ. Σε μια επιστολή που αποπνέει ολόκληρη «σύνδρομο Στοκχόλμης», ένα ηγετικό στέλεχος της «αριστερής» τάσης των 53+ παραδέχεται για πρώτη φορά πλήρως την «ιδιοκτησία» του προγράμματος, τις λεπτομέρειες του οποίου, εξάλλου,ο ίδιος συμφώνησε με τους δανειστές το περασμένο καλοκαίρι. Ο Ε. Τσακαλώτος (και κατ’ επέκταση ο Αλ. Τσίπρας) εξυμνεί την μεταρρυθμιστική δεινότητα της κυβέρνησης και φτάνει στο σημείο να πει ότι υλοποίησε πιο πολλά από όσα ζητήθηκαν πέρυσι, στην επεισοδιακή σύνοδο του πάλαι ποτέ #ThisIsACoup το καλοκαίρι του 2015.
Η επιστολή Τσακαλώτου επιβεβαιώνει την πίστη της κυβέρνησης στον στόχο δημοσιονομικού πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και στη συνέχεια επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση που δήθεν «δεν θα έκανε βήμα πίσω» από τη συμφωνία του Ιουλίου 2015, έχει ήδη συμφωνήσει σε περαιτέρω αυστηροποίηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής λιτότητας, προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο δρακόντειος στόχος. Η κυβέρνηση λοιπόν, σύμφωνα με αυτήν την επιστολή, συναινεί στον βασικότερο, κατά την γνώμη πολλών αναλυτών, στόχο του Σόιμπλε που είναι η «συνταγματοποίηση της λιτότητας», αλλά και στην ουσία της απαίτησης του ΔΝΤ για περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα προκειμένου το ταμείο να μείνει στο πρόγραμμα.
Θα μπορούσε να απορήσει με πραγματικά καλή πίστη κανείς, γιατί η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύεται την επιστολή Λαγκάρντ για να ζητήσει μείωση του 3,5%; Πέραν του ότι ο στόχος είναι δρακόντειος και θα ενεργοποιήσει σίγουρα περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα, η επίτευξη του υπονομεύει το αίτημα για ελάφρυνση χρέους, καθώς κάθε κράτος με τόσο μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι σαφώς πιο ευάλωτο σε πίεση να αποπληρώνει τα τοκοχρεολύσια του χωρίς ελάφρυνση. Ο λόγος που η κυβέρνηση δεν συντάσσεται με το ΔΝΤ είναι απλός. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το ΔΝΤ θα επανέλθει μετά την πρώτη αξιολόγηση και θα ζητήσει αλλαγή εργασιακής νομοθεσίας και πιθανότατα μείωση μισθών στη δεύτερη αξιολόγηση. Συνεπώς θεωρεί ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συνταχθεί με το ΔΝΤ έστω και αν η μείωση του στόχου δημοσιονομικού πλεονάσματος θα ήταν μια νίκη σχετικά με το μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Η εκτίμηση αυτή της κυβέρνησης είναι σωστή. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αποφασίζει να συνταχθεί με τη Γερμανία, προσωρινά, ζητώντας της παράλληλα να μειώσει ακόμη περισσότερο τη σημασία του ΔΝΤ στη σχεδίαση του προγράμματος. Έτσι απεμπολεί εντελώς το ζήτημα της πραγματικής ελάφρυνσης χρέους και του δημοσιονομικού χώρου, με αντάλλαγμα να βγουν από το τραπέζι τα εργασιακά και το μισθολογικό. Η στάση αυτή, αν μείνουμε καταρχήν στην οικονομική πτυχή, είναι προβληματική γιατί καθώς τα μέτρα των 5,4 δις θα έχουν υφεσιακό αποτέλεσμα, τα δημοσιονομικά μέτρα θα επανέλθουν στο προσκήνιο με ολοένα και μεγαλύτερη πίεση να περιλαμβάνουν τις κύριες συντάξεις (κάτι που έτσι κι αλλιώς το ΔΝΤ ζητάει από τώρα). Επίσης στο βαθμό που δεν θα μειωθεί η δημοσιονομική πίεση για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, τα μέτρα αυτά είναι πολύ πιθανό να τα ζητήσει η ίδια η Γερμανία όταν θα είναι πολιτικά έτοιμη να συζητήσει κάποιας μορφής αναδιάρθρωση χρέους. Έτσι το πρόσημο της «κοινωνικής άμυνας» για «τώρα και βλέπουμε» σε βάρος πιο στρατηγικών στόχων δεν ισχύει.
Υπάρχει όμως ακόμη ένας λόγος, πιο σημαντικός, για τον οποίο η τακτική σύγκλισης με τη Γερμανία είναι πολύ προβληματική. Η αναφορά της επιστολής στην γεωπολιτική διάσταση της κρίσης αποτελεί για πρώτη φορά μια ρητή αναφορά της κυβέρνησης στην ανταλλαγή που επιχειρεί μεταξύ προσφυγικού και λιτότητας. Είναι σαφές τους τελευταίους μήνες ότι η κυβέρνηση προβάλει τον εαυτό της ως το μόνο παράγοντα σταθερότητας στη χώρα. Το ερώτημα που θέτει η επιστολή στη Γερμανία έμμεσα είναι αν μια κυβέρνηση Μητσοτάκη ή μια οικουμενική κυβέρνηση τύπου Παπαδήμου θα μπορούσε να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη στο βαθμό που το επιτυγχάνει η παρούσα κυβέρνηση. Η επιστολή εμπεριέχει τον όρο failed state, ο οποίος έχει πολύ συγκεκριμένη βαρύτητα στη διπλωματική γλώσσα. Failed states θεωρούνται η Λιβύη, η Συρία, το Ιράκ. Συνεπώς με την αναφορά του όρου επιχειρείται μια βολονταριστική «αντιστροφή της τρομοκράτησης» χωρίς καμία πραγματική δυνατότητα υλοποίησης μιας πρακτικής απειλής από την πλευρά της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση λοιπόν επιδιώκει να διαπραγματευτεί αποκλειστικά με τη Γερμανία, να αφαιρέσει δύναμη από το «κρυφό» όπλο του Σόιμπλε, το ΔΝΤ, για να κερδίσει «κάτι για τώρα» στα εργασιακά και το συνταξιοδοτικό και δίνει πραγματικά γη και ύδωρ σε ό,τι αφορά το μέλλον. Αυτή η τακτική δεν είναι καινούρια ούτε ανήκει αποκλειστικά σε αυτήν την κυβέρνηση, η διαφορά στην εξίσωση είναι το προσφυγικό και η όποια λαοφιλία της κυβέρνησης, η οποία πάντως δεν είναι τόσο χαμηλή όσο αυτή της κυβέρνησης Σαμαρά. Η κυβέρνηση επιδιώκει να αξιοποιήσει την συμμετοχή της στη βάρβαρη διαχείριση του προσφυγικού και να τρομοκρατήσει τους δανειστές για κατάρρευση της χώρας αν αναλάμβανε μια λαομίσητη κυβέρνηση.
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής φαίνονται τις τελευταίες μέρες με τις εξελίξεις στο αφορολόγητο. Μεταξύ των 9000 και των 8100 το τσεκούρι έπεσε στα 8636. Πάντα θα βρίσκεται μια «μέση λύση», αρκεί να είσαι διατεθειμένος να κάνεις συνεχώς υποχωρήσεις. Η στρατηγική τής με κάθε πολιτικό και κοινωνικό κόστος αποφυγής της ρήξης με τους δανειστές έχουν φέρει την κυβέρνηση σε αυτή τη δεινή θέση. Ο παρακλητικός τόνος της επιστολής Τσακαλώτου είναι σε πλήρη αντίθεση με τις απειλητικές επιστολές που έστελνε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ένα χρόνο πριν. Η συνθηκολόγηση του περασμένου καλοκαιριού ήταν τόσο συντριπτική που μια επιπλέον συνθηκολόγηση σήμερα μοιάζει ανώδυνη στα μάτια των κυβερνώντων. Στα μάτια του κόσμου όμως που ψήφισε την κυβέρνηση για να βελτιώσει το πλαίσιο που η ίδια συμφώνησε τον Ιούλιο όπως έλεγε προεκλογικά, η σημερινή συνθηκολόγηση που θα υλοποιεί πολύ σκληρά μέτρα μόνο ανώδυνη δεν φαίνεται.
Το πρόβλημα όμως για τη χώρα δεν είναι η πολιτική φθορά της παρούσας κυβέρνησης. Το πρόβλημα είναι η συνεχής απαξίωση, η συνεχής υποτίμηση που θα τελειώσει μόνο όταν έχει αποφασίσει η Γερμανία με τη λιγότερο ή περισσότερο ενεργή συμμετοχή του ΔΝΤ. Ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη εναλλακτικής. Αυτή είναι που κάνει την παρούσα κυβέρνηση τη μόνη, αναγκαστική επιλογή στα μάτια των περισσότερων πολιτών. Οι πολίτες γνωρίζουν ότι αυτό που τους υπενθυμίζει απειλητικά ο Αλ. Τσίπρας, ότι δηλαδή αν έρθει στα πράγματα ο Κ. Μητσοτάκης τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα είναι αλήθεια. Συνεπώς έχουν εγκλωβιστεί. Η δημιουργία πολιτικής εναλλακτικής που δεν θα είναι γραφική αλλά θα έχει μια συγκεκριμένη πρόταση πραγματικής σύγκρουσης με τους δανειστές είναι ο μόνος τρόπος να τελειώσει η ομηρία των πολιτών. Η πλειοψηφία της κοινωνίας και κυρίως οι νέοι και οι νέες είναι πολύ πιο έτοιμοι-ες για την αληθινή μάχη με τα κατεστημένα συμφέροντα από ότι αντιλαμβάνονται πολλοί και πολλές που είναι ακόμη σε κατάσταση «αριστερής μελαγχολίας».