Τα ελληνικά ΜΜΕ διατρέχονται από μια τριπλή κρίση, ή τρεις ομόκεντρους κύκλους κρίσης. 
 
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου 
 
Στον πυρήνα βρίσκεται η κρίση των ΜΜΕ σαν μέρος της ευρύτερης καπιταλιστικής κρίσης. Πλήττονται, όπως πλήττονται και άλλοι επιχειρηματικοί κλάδοι, από το σαράκι του μειούμενου ποσοστού κέρδους, από τη δυσκολία τους να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες συσσώρευσης και υπεραξίας χωρίς προηγουμένως να προηγηθεί η γνωστή φάση της λεγόμενης «δημιουργικής καταστροφής», ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε μια διαρκώς συρρικνούμενη αγορά. Αυτή η κρίση επιτείνεται από τις δυσκολίες προσαρμογής στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η εκρηκτική εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας την τελευταία εικοσαετία.
Ουσιαστικά προκαλείται ένα πραγματικό υπαρξιακό κενό, καθώς οι εφημερίδες  δεν έχουν αποφασίσει αν θα είναι χάρτινες ή ηλεκτρονικές, αν θα είναι δωρεάν ή συνδρομητικές. Η τηλεόραση δεν έχει καταλήξει αν θα είναι web tv ή ψηφιακή. Το ραδιόφωνο ταλανίζεται από ένα ανάλογο δίλημμα.
Και δίπλα σ’ αυτή την υπαρξιακή αβεβαιότητα εξελίσσεται ένα επικοινωνιακό big bang, στο αχανές σύμπαν του Internet, όπου κονταροχτυπιούνται δύο «υπερδυνάμεις»: από τη μια πλευρά τα εκατομμύρια ανθρώπων που εκπέμπουν τις δικές τους μοναδικές πραγματικότητες στην άτυπη δημοκρατία των ανεξάρτητων ενημερωτών κι απ’ την άλλη τα «θηρία» της ψηφιακής οικονομίας, οι παγκόσμιες μηχανές αναζήτησης, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες «φακελώματος» και κατασκευής καταναλωτικού προφίλ. 
 
Στον δεύτερο, επάλληλο κύκλο κρίσης τα ελληνικά ΜΜΕ βιώνουν τις ιδιαίτερες αναπηρίες πάνω στις οποίες στήθηκε η εγχώρια επικοινωνιακή φούσκα που τώρα εξαερώνεται. Η «απελευθέρωση» της αγοράς ενημέρωσης εδώ και μια εικοσαετία προσέλκυσε στον κλάδο, πέρα από τους λίγους παραδοσιακούς εκδότες-επιχειρηματίες, ένα τμήμα της επιχειρηματικής ελίτ από άλλους κλάδους που επένδυσαν στα ΜΜΕ παραπληρωματικά, με στόχο να αυξήσουν τις ευκαιρίες άντλησης υπεραξιών από τις κύριες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, ή, πολύ περισσότερο να δημιουργήσουν υπεραξίες μέσω της επιρροής τους στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα, μέσα από ένα ιδιότυπο παιχνίδι πελατείας και εκβιασμού, αυτό που σχηματικά ονομάστηκε διαπλοκή. Η διαπλοκή, βεβαίως, δεν είναι ένα εγγενές, ελληνικό φαινόμενο, δεν είναι παρά μια διάσταση της σύμφυσης κράτους και μονοπωλίων, αλλά στη χώρα μας πήρε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του δίνει η προσέλκυση και επιβίωση στον κλάδο των ΜΜΕ παρασιτικών, τυχοδιωκτικών, αεριτζίδικων στοιχείων που ξεφεύγουν από τα συνήθη πλαίσια κερδοσκοπίας και αγγίζουν τα όρια της μαφιόζικης παραοικονομίας. Πάντως, με παραδοσιακούς καθωσπρέπει εκδότες ή με αεριτζήδες που ξέπλεναν χρήμα, τα ΜΜΕ εξελίχθηκαν σ’ αυτό που αποκαλούμε επικοινωνιακή φούσκα. 
 
Λέμε φούσκα, κι ίσως πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο χαρακτηρισμός δεν αφορά μόνο το εμπειρικό δεδομένο ότι έχουμε έναν πληθωρισμό μέσων, αναντίστοιχο με τις δυνατότητες της εγχώριας αγοράς-πολλές εφημερίδες, 12 αθλητικές, δεκάδες περιοδικά, πολλά τηλεοπτικά κανάλια, εκατοντάδες ραδιοφωνικά. Η φούσκα των μίντια αποτελεί εν μέρει, κατά τη γνώμη μου, και διάσταση της ανάδυσης του λεγόμενου πλασματικού κεφαλαίου και της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και έκφραση αυτού του γεγονότος είναι το δεδομένο ότι σήμερα, πρακτικά, τα εγχώρια ΜΜΕ επί της ουσίας ανήκουν στις τράπεζες. Μια άλλη διάσταση της φούσκας αφορά το big bank της διαφήμισης, δηλαδή ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος της αξίας ενός προϊόντος περνά από την παραγωγή στην προβολή του, πράγμα σχετικά πρόσφατο στη χώρα μας. Και η τρίτη, ίσως και πιο σημαντική διάσταση της φούσκας έχει κυρίως ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά.  Η ελληνική άνοιξη της επικοινωνίας ξεκίνησε στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού, που διέστρεψε με ευκολία την ανάγκη να σπάσει το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης σε άκρατη ιδιωτικοποίηση ενός κατεξοχήν δημόσιου αγαθού.
 
Εξέτρεψε ένα αίτημα δημοκρατίας και ελευθερίας σε μια βελούδινη (τουλάχιστον στην αρχή) δικτατορία της γνώσης, της σκέψης, της κουλτούρας. Μετέτρεψε τον έλεγχο της εξουσίας σε μια άθλια συναλλαγή μ’ αυτήν, αποτυπωμένη ανάγλυφα στην ανθρωπογεωγραφία των ΜΜΕ τόσο από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους όσο και από την άποψη της δημόσιας εικόνας τους, του star system που παράγει μια καλοπληρωμένη, εκμαυλισμένη και ιδεολογικά προσηλωμένη (στην αγορά, στον εκσυγχρονισμό, στον ευρωπαϊσμό, στον «ανταγωνισμό», στην τρόικα, στο μνημόνιο…) δημοσιογραφική ελίτ. 
 
Κι ερχόμαστε στον τρίτο κύκλο της κρίσης των ΜΜΕ που αφορά την τρέχουσα συγκυρία, στην οποία εκφράζονται σωρευτικά και οι άλλες διαστάσεις της κρίσης. Τα ΜΜΕ πλήττονται από τις παρενέργειες που έχει διαχείριση της κρίσης χρέους υπέρ των πιστωτών και σε βάρος της λαϊκής πλειοψηφίας. Πλήττονται από τις παρενέργειες της ύφεσης, των κλυδωνισμών στο τραπεζικό σύστημα που είναι θανάσιμα συνδεδεμένο με τις περισσότερες επιχειρήσεις των ΜΜΕ, πλήττονται από την κατάρρευση της διαφημιστικής αγοράς που είναι απόρροια της ύφεσης και της μείωσης της κατανάλωσης, πλήττονται από τον αναγκαστικό περιορισμό της κρατικής διαφήμισης που μέχρι πρότινος αποτελούσε μια μορφή κρατικής επιδότησης, με όρους μιας εκδοτικής Γιάλτας, πλήττονται από την ίδια την κρίση του πολιτικού συστήματος με το οποίο έχουν ταυτιστεί, πληρώνοντας με απόρριψη από το κοινό το τίμημα της νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής, προκλητικής τους προπαγάνδας. Οι λίγες εξαιρέσεις της- υποκριτικής ή μη- αντιμνημονιακής ρητορικής της τελευταίας διετίας και η τύχη των ΜΜΕ που επιδίωξαν να γίνουν φορείς τους επιβεβαιώνουν τον κανόνα της καταθλιπτικής μονοφωνίας των ΦΕΚ, των troika news. 
 
Πώς αντιδρούν οι μιντιάρχες σε αυτές τις εκδηλώσεις της κρίσης και στο πεδίο τους;  Τα δεδομένα είναι λίγο πολύ γνωστά:
 
Πρώτον, επιδιώκουν να είναι –και είναι -προνομιακοί συνομιλητές της τρόικας και εισηγητές μέτρων εργασιακής απορρύθμισης στον κλάδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μειώσεις μισθών, οι ατομικές συμβάσεις και η μη υπογραφή συλλογικών συμβάσεων με στόχο την κατάργησή τους που προηγήθηκαν στα κυρίαρχα ΜΜΕ αποτέλεσαν μοντέλο των ρυθμίσεων του 2ου Μνημονίου. 
Δεύτερον, επιδιώκουν να επιταχύνουν την αναδιάρθρωση του κλάδου των ΜΜΕ, στη γνωστή κανιβαλική λογική, ώστε να επιβιώσουν «λίγοι και καλοί» για τους οποίους θα μείνει η αναγκαστικά συρρικνωμένη πίτα της διαφημιστικής πίτας, της κρατικής διαφήμισης και των άλλων καρπών της διαπλοκής. 
Τρίτον, επιδιώκουν και επιτυγχάνουν στον μεγαλύτερο βαθμό τον συγχρονισμό στη χειραγώγηση, τρομοκράτηση, παραπλάνηση της κοινής γνώμης γύρω από τις θεμελιώδεις επιλογές της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που, στο μεγαλύτερο μέρος της, ταυτίζεται με την «σωτηρία» δια της συνταγής που επιβάλλουν οι πιστωτές, ιδιώτες ή κράτη.
 
Παρά τις γραφικές εξαιρέσεις της λεγόμενης «συμμορίας της δραχμής» που για προφανείς ιδιοτελείς λόγους φλερτάρει με την ιδέα της άτακτης χρεοκοπίας και τα πιθανά κέρδη που μπορεί να αποκομίσει, και παρά τις ατομικές αποκλίσεις δημοσιογράφων που σέβονται τη δουλειά τους και προσπαθούν να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία της έρευνάς τους, των πηγών τους, της γνώμης τους, συνολικά τα αστικά ΜΜΕ συντάσσονται με ταξική αυταπάρνηση στις βασικές επιλογές της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που αυτή τη στιγμή συμπυκνώνονται στα εξής: αποτροπή της στάσης πληρωμών, υποταγή στη συνταγή της ευρωκρατίας, υπεράσπιση με κάθε τίμημα της θέσης στο ευρώ, έστω και με όρους αποικιοκρατίας, διάσωση των τραπεζών. Με λίγα λόγια, τα ΜΜΕ συντάσσονται με τον νέο κυρίαρχο, την τρόικα, που είναι κυρίαρχος γιατί αυτή επιβάλλει και οργανώνει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με αρωγούς πρωτίστως τον υπό διαρκή αποσύνθεση και ανασύνθεση αστικό πολιτικό χώρο και τα ίδια τα ΜΜΕ. 
 
Φυσικά, για να μη γινόμαστε υπερβολικά απλοϊκοί, αυτή η συσπείρωση των ΜΜΕ στις βασικές διαστάσεις της «ευρωσωτηρίας», δεν γίνεται πάντα με έναν οργανωμένο, συνωμοτικό τρόπο-υπάρχει κι αυτό και θυμόμαστε το ξεκατίνιασμα Ψυχάρη –Παπανδρέου για τη συναλλαγή στο Μαξίμου-, αλλά πατάει και σε μια μακρόχρονη νεοφιλελεύθερη εκπαίδευση από την οποία έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού πληθυσμού, προσηλωμένο στις λεγόμενες αξίες της αγοράς, του ανταγωνισμού, του αντι-κρατισμού, των «μεταρρυθμίσεων», κι αυτή η εκπαίδευση αποτυπώνεται συχνά στο κλισέ ότι «το μνημόνιο προβλέπει μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουμε κάνει εδώ και χρόνια από μόνοι μας».  
 
Από την άποψη αυτή το πρόβλημα της κρίσης στον Τύπο ταυτίζεται με την πυρήνα της παρούσας κρίσης-που είναι κρίση οικονομική, κοινωνική, εθνική, πολιτισμική, ακόμη και κρίση διανοητική-, δηλαδή την κρίση της πολιτικής, του συστήματος της πολιτικής αντιπροσώπευσης που αποκλίνει ακόμη και από τις τυπικές αρχές του κοινοβουλευτισμού, της λαϊκής, εθνικής και κρατικής κυριαρχίας και τελικά της δημοκρατίας. Αν υποθέσουμε ότι ο Τύπος, ως προς τις ιδρυτικές του αρχές, αποτελούσε κάποτε ένα είδος νευρικού συστήματος της κοινωνίας, αποτυπώνοντας έστω και στρεβλά την πολιτική και κοινωνική διαπάλη, σήμερα εμφανίζεται φανατικά, σχεδόν μονολιθικά στη μια πλευρά αυτής της διαπάλης, απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία και τα στοιχειώδη συμφέροντά της. Υφίσταται κι αυτός τις παρενέργειες που υφίσταται και το πολιτικό σύστημα, βρίσκεται σε μια κατάσταση απονομιμοποίησης. Κι αυτό αποτυπώνεται σ’ ένα βαθμό και στην εμπορική του εικόνα-την κατάρρευση των κυκλοφοριών, τις ανακατατάξεις στην τηλεθέαση και τις ακροαματικότητες. Και οι επιχειρηματίες που τον ελέγχουν φαίνεται να αναλαμβάνουν τα εμπορικά ρίσκα της επιλογής τους. 
 
Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία, η λαϊκή πλειοψηφία που πλήττεται από τον κυνικό καπιταλισμό της καταστροφής, την τρόικα, τα μνημόνια και τα φερέφωνά τους έχει τη δυνατότητα να αντιτάξει κάτι διαφορετικό από την απροθυμία της να καταναλώσει τα ενημερωτικά προϊόντα των troika news, πέρα από την απόρριψή τους. Αν υπάρχουν, δηλαδή, αιτήματα και διεκδικήσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της ανεξαρτησίας στην ενημέρωση, μακριά από τα κυρίαρχα μοντέλα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας. 
 
Χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες για το πώς μπορεί ένας καπιταλιστικά οργανωμένος κλάδος, όπως και κάθε άλλος κλάδος, να υπηρετήσει αξίες με τις οποίες είναι πια ασύμβατος ο κυνικός καπιταλισμός της εποχής μας, μπορούμε να επισημάνουμε τρεις δυνατότητες:
 
Πρώτον, την υποστήριξη αιτημάτων και θεσμικών παρεμβάσεων για τον έλεγχο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, εκεί που υπάρχει εξόφθαλμη σύγκρουση ρόλων και συμφερόντων. Είναι γνωστή η περιπέτεια του περίφημου βασικού μετόχου, που εξελίχθηκε σε συνταγματική οπερέτα, με αποτέλεσμα σήμερα οι πέντε νταβατζήδες του Καραμανλή να είναι πλήρως αποκαταστημένοι και σαν αποκλειστικοί εθνικοί εργολάβοι και σαν μικροί Μέρντοχ της Ελλάδας. Έχει σημασία, πάντως, να επισημάνουμε ότι ακόμη κι αυτή η αμφίβολης αξίας μεταρρύθμιση προσέκρουσε στην Ε.Ε. και στην ελευθερία της ιδιοκτησίας. 
 
Δεύτερον. Υπάρχει η ανάγκη και η δυνατότητα οι ίδιοι οι άνθρωποι της ενημέρωσης να ξεπεράσουν τους φραγμούς του εκμαυλισμού, της εξαγοράς, της λογοκρισίας και αυτολοκρισίας, όχι απλώς με την προσωπική τους στάση, αλλά και με μια συλλογική διεκδίκηση να ανακτηθούν οι ιδρυτικές αρχές του τύπου, αυτές που τον καθιστούσαν αντίβαρο της εξουσίας, και όχι συνδιαχειριστή της. 
 
-Τρίτον. Χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες για τα όρια τέτοιων πρωτοβουλιών, θα πρέπει να εξερευνηθούν οι δυνατότητες για ανεξάρτητα ΜΜΕ, ανεξάρτητα από επιχειρηματικά συμφέροντα και από το κράτος, με εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, ή με αυτοχρηματοδότηση, και ακόμη περισσότερο με χρηματοδότηση συλλογικών φορέων της κοινωνίας, ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας, αλλά κυρίως με εγγυήσεις ανεξαρτησίας στη δημοσιογραφική έρευνα. Μπορεί το κίνημα της πατάτας σε άλλους να ξύνισε, σ’άλλους να βρόμισε, σ’ άλλους να φάνηκε μεμπτουσία της αυτοοργάνωσης ή της παραπλάνησης, ωστόσο καλό είναι να εμπιστευτεί κανείς και την αυτενέργεια της κοινωνίας, να παρακολουθήσει πειράματα που, πριν χωνευτούν στο σύστημα της ιδιοτέλειας και της κερδοσκοπίας, έχουν κάτι από το μέλλον, το σπέρμα μιας διαφορετικής οργάνωσης της παραγωγής, βασισμένο στη συλλογική ιδιοκτησία και διαχείριση.     
 
** Εισήγηση του δημοσιογράφου στην εκδήλωση του μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής για την “Κρίση και ΜΜΕ”- “Ενημέρωση και πολιτική χειραγώγηση”.