Χριστούγεννα. «Παιδίον εγεννήθη ημίν», είναι η φράση με την οποία το Ευαγγέλιο κομίζει το μήνυμα της ελπίδας, αυτό που γιορτάζουμε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τις γνωστές εκδηλώσεις. Οι άνθρωποι χωρίζονται ως γνωστόν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που χαίρονται, εκτιμούν και απολαμβάνουν τις πρωτοβουλίες χαράς και ελπίδας με ανυποχώρητη παιδική ευαισθησία, και στους μίζερους, που ό,τι και αν συμβεί βρίσκουν πάντα κάτι κακό να πουν, να γκρινιάξουν πως «ψωμί τυρί δεν είχαμε, γιρλάντες για τ’ αρχ… μας», κ.ο.κ. Ανήκω βεβαίως στη δεύτερη κατηγορία, της γκρίνιας.
Ο δήμαρχός μας, που δεν μασάει τα λόγια του, εξηγεί πως η κίνηση του στολισμού της πόλης έχει ως στόχο «να τονωθεί η εμπορική κίνηση στο κέντρο της Αθήνας». Αυτή η στάση συμβολίζεται με την εικόνα που αποτυπώθηκε πριν από τρία χρόνια σε πάμπολλες φωτογραφίες, με τα ΜΑΤ να φυλάνε το δέντρο του Κακλαμάνη, άλλου αστέρα του φούμαρου. Όλη αυτή η παμπάλαιη πνευματική παράδοση, με πατριάρχη βεβαίως τον Αβραμόπουλο, δεν κρύβει τον στόχο της: μια ευεξία που θα οδηγεί στον πυρήνα του χριστιανικού μηνύματος των γιορτών, τα ψώνια. Μάλιστα την ησυχία του καταναλωτή διασφαλίζει η αστυνομία, ως θεματοφύλακας των σύγχρονων ναών, των σόπινγκ σέντερ. Η υπόθεση αυτή με τα ψώνια είναι ούτως ή άλλως θλιβερή, ιδίως για ανθρώπους σαν κι εμένα, που ψωνίζω πάντοτε με μούτρα. Όσο όμως αυξάνει η φτώχια γύρω μας, τόσο παύει να γίνεται θλιβερή και γίνεται εξοργιστική. Διότι καταλαβαίνει ο καθένας ότι σε μια πόλη με τόσους αστέγους, να λες ότι ξηλώνεις τα παγκάκια για να θυμίζει η Αθήνα ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, όπως είπε ανερυθρίαστα ο δήμαρχός μας, σημαίνει ότι πρώτα αφήνεις έναν άνθρωπο άστεγο και μετά τον κατηγορείς γιατί σου βρωμάει. Να βλέπεις τον απόκληρο της ζωής και να παραπονιέσαι ότι είναι «υγειονομική βόμβα», είναι μια μορφή αποκτήνωσης. Τέτοιες κουβέντες ακούγονται ολοένα και πιο συχνά, και αυτό ίσως μπερδεύει, αλλά δεν πρέπει. Παραμένει αποκτήνωση. Ότι αυτά εντάσσονται μάλιστα στο πνεύμα των Χριστουγέννων, είναι από τα εξωφρενικά της εποχής. Είναι η απόσταση που καλύπτει κανείς προκειμένου να φτάσει από τη φτωχική φάτνη του Ευαγγελίου στους σπουδαστές ιδιωτικής σχολής που στολίζουν χριστουγεννιάτικα την πόλη μας διαφημίζοντας τη σχολή τους, ή το ξήλωμα των αστέγων στο όνομα της «Αλληλεγγύης-συλλογικότητας-συμμετοχής», που είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας του δήμου Αθηναίων. Ακούω κιόλας τη φωνή της κριτικής: χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Αντί να βλέπεις άδειες βιτρίνες, θα πάνε οι φοιτητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και θα στολίσουν. Κακό είναι; Κακό είναι, χάλια. Όλος αυτός ο ντόρος για να στολιστούν 30 μαγαζιά, σαν να μακιγιάρουμε τα πτώματα σε κλόουν ή σαν να ραντίζουμε με πατσουλί βρώμικες μασχάλες. Καλό είναι; Ο καλλωπισμός της βιτρίνας, εύλογη επιθυμία κάθε μαγαζάτορα που η περιρρέουσα φτώχεια τού χαλάει τη μόστρα, έχει έναν μόνο σκοπό: δημιουργούμε γιορτινή ατμόσφαιρα ώστε να βάλουν το χέρι στην τσέπη όσοι έχουν λεφτά στην τσέπη τους. Στολίστε το Σύνταγμα λοιπόν, είναι κάτι σαν εθελοντική συμμετοχή στη διαφημιστική καμπάνια των εμπόρων.
Δεν επικαλούμαι το επιχείρημα που λέει πως ναι μεν είναι καλό αυτό που γίνεται, αλλά «τι σημασία έχει την ώρα που…». Δεν έχει νόημα να επιμένουμε πως κάτι «είναι καλό αλλά δεν αρκεί». Αυτό συνιστά σόφισμα, αφού τίποτα, ποτέ δεν αρκεί, και αυτός δεν είναι λόγος για να αδρανούμε. Όμως συμμερίζομαι το επιχείρημα της υποκρισίας. Ο καλλωπισμός της πόλης έχει τον χαρακτήρα της χριστουγεννιάτικης μουσικής που παίζουν τα πολυκαταστήματα για να δημιουργούν διάθεση για αγορές. Όποιος θέλει να νοιαστεί συνανθρώπους, και όχι να υπερασπιστεί συμφέροντα καταστηματαρχών και εταιρειών, βοηθάει συνανθρώπους. Να λοιπόν μία πρακτική πρόταση, δια στόματος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από μένα τον αλιβάνιστο: μαθαίνει ο παπά-Φραγκούλης ότι δυο χωριανοί του έχουν αποκλειστεί από το χιόνι στο κάστρο, προπαραμονή Χριστουγέννων. Ετοιμάζεται να πάει να τους βρει, να λειτουργήσει εκεί, να τους ζεστάνει και να τους ταΐσει, παρά την κακοκαιρία. Όταν του φέρνουν αντιρρήσεις ρεαλιστικές, απαντά «δεν είναι λόγια αυτά», και μαζεύει τελικά δεκαπέντε νοματαίους για το επικίνδυνο ταξίδι, «πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας». Ξέρω, ξέρω, εμείς οι προοδευτικοί άνθρωποι πρώτον δεν διαβάζουμε Παπαδιαμάντη και δεύτερον δεν επιτρέπουμε καμία ψυχοπονιάρικη ηθική να μαλακώσει τα επαναστατικά μας σχέδια. Πού και πού όμως μπορούμε να ζητάμε από την αδηφάγα αγορά, που κάνει τα πάντα σαν τα μούτρα της και μετατρέπει όλες τις πλευρές της ζωής σε κατανάλωση, να αφήσει ήσυχο ένα έστω στοιχείο της ζωής μας: το νοιάξιμο. Τη συμπάθεια, στη θέση αυτής της εστέτ σιχασιάς. Νά ένα χριστουγεννιάτικο μήνυμα.