της Αιμιλίας Τσέρτου
Γυρνούσε σπίτι του με μια φραντζόλα ψωμί στο χέρι. Ήταν κάπως συνοφρυωμένος και σίγουρα προβληματισμένος. Το όνομά του ήταν Αριστείδης Διασπαστίδης. Στην οικογένειά του τον φωνάζαν Ρούλη από το αριστερούλης. Το βρίσκανε αστεία παράφραση του ονόματός του, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις πολιτικές του πεποιθήσεις που είχαν κάνει την εμφάνισή τους νωρίς. Αυτός που τον είχε επηρεάσει ήταν ένας θείος του που είχε κάνει εξορία και ποτέ δεν έπαψε να διαλαλεί τις ιδέες του ακόμα κι όταν αυτές τον έβλαπταν. Σπάνια περίπτωση.
Ο Αριστείδης είχε λόγο για να στεναχωριέται και να τσιγαρίζεται. Το μαύρο κακό είχε μπει για τα καλά στην πόλη και είχε στρογγυλοκαθήσει στις καρέκλες που περίμεναν έτοιμες για τη μάχη που θα έκρινε τον πόλεμο.
Όχι πως ήταν πάντα μόνος ο Αριστείδης. Το αντίθετο. Είχε παλιά φίλους καλούς και καρδιακούς. Και δεν ήταν τα φιλαράκια πάνω από το τάβλι. Ήταν σύντροφοι στους δρόμους και στους αγώνες. Είχαν μια φραντζόλα ψωμί και την έκοβαν στα τέσσερα. Τώρα πια ο καθένας έπαιρνε τη δική του φραντζόλα από το φούρνο και γύριζε σπίτι με τα πόδια, τρομοκρατημένος από το μαύρο κακό που είχε απλωθεί στους δρόμους, εκεί που κάποτε ανέμιζαν κόκκινες σημαίες.
Η οικογένεια του Αριστείδη τώρα τελευταία σκέφτονταν όλο και πιο συχνά τον Ρούλη, τον Αριστερούλη, τον ακίνδυνο και τρελούτσικο Αριστείδη. Οι ιδέες της παρέας του τους φαίνονταν όλο και πιο ελκυστικές και φερέλπιδες. Εύχονταν σιωπηλά να είχε αντέξει εκείνη η παρέα μπας και έπαιρναν λίγο την κατάσταση στα χέρια τους. Ναι. Τον Μεγάλο Σωτήρα τον περίμεναν όλοι λίγο – πολύ. Το μαύρο κακό είχε σχεδόν επικρατήσει. Μόνο κάποιοι αθεράπευτα αισιόδοξοι δεν είχαν το φόβο στην καρδιά τους.
Αλλά ο καιρός είχε δείξει το σκληρό του πρόσωπο. Εκείνοι οι σύντροφοι και φίλοι όχι μόνο είχαν χωρίσει για τα καλά αλλά είχαν μισήσει τους πρώην συντρόφους περισσότερο κι από το ίδιο το μαύρο κακό. Άσε που μερικοί είχαν προσφέρει στην απύθμενη αυτή μαυρίλα τις υπηρεσίες τους. Λίγοι μεν, αλλά υπήρξαν. Άστα βράστα.
Έτσι κυλούσαν επικίνδυνα οι μέρες. Ο Σωτήρας δεν εμφανιζόταν, οι Αριστερούληδες της πόλης είχαν εγκαταλείψει τη συζυγική κλίνη και η μαυρίλα κριτσάνιζε αργά και οριστικά. Κι εκείνη την πόλη ποιος θα την έσωζε; Ποιος θα νικούσε την παράλυση και την αναλγησία; Έλα, ντε.