«Τα χέρια σου γέμισαν αίματα. Τα κρατούσες μπροστά, με τα δάχτυλα ανοιγμένα σαν να μην είχαν σφίξει ποτέ μέσα τους το μαχαίρι. Το πουκάμισό σου είχε γεμίσει αίματα, το είδα. Και λίγο αργότερα, καθώς χάθηκες στο πλακόστρωτο μονοπάτι, ανάμεσα στα πεύκα, οι σόλες σου άφησαν πίσω κατακόκκινες πατημασιές, τις είδα»

(Απόσπασμα από το βιβλίο)


Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ελένης Λαζάρου, μια ιστορία που αγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία το θέμα της έμφυλης βίας. H ίδια μιλάει στο ΤΡΡ γι’ αυτό.

Μας μιλάει για μια σχέση η οποία ξεκίνησε σαν «μεγάλος έρωτας» και κατέληξε στο έγκλημα. Γυναικοκτονία. 11 μαχαιριές. Το βιβλίο δε σταματάει εκεί· προχωράει και στον θλιβερό απόηχο σε όσους έμειναν πίσω. Ένα έγκλημα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, «σκοτώνει» ξανά και ξανά.

«Ελλάδα, 1935. Την ερωτεύτηκε, είπε. Κλέφτηκαν. Ζήλευε, είπε. Μπήκε σπίτι, μια μέρα, και τη μαχαίρωσε. 11 φορές. Βρήκα σε φωτογραφία μαχαιρωμένο το κοντινό μου πρόσωπο. Γνώρισα τον γυναικοκτόνο. Έψαξα στις φυλακές παλιά αρχεία. Έκανε τρία χρόνια φυλακή. Βγήκε. Συνέχισε να μεγαλώνει το παιδί τους. Έκανε πάλι οικογένεια. Κανείς δεν ήξερε. Κανείς ακόμη δεν έμαθε.

Η Δικαιοσύνη θεώρησε ότι μετά από πολύ λίγα χρόνια φυλακή, μπορούσε να μεγαλώσει παιδί. Ήταν σκληρός άνθρωπος και βίαιος. Το παιδί, μετά τη φυλακή, τον φοβόταν. Είχε δει με τα μάτια του να μαχαιρώνει τη μητέρα του. 13 χρονών τότε. Τα παιδιά έχουν μια τάση να συγχωρούν, μάλλον, να ψάχνουν πάντα χώρο μέσα τους.

Με απασχόλησε το ότι η νεκρή δε βρήκε δικαίωση. Εκείνος συνέχισε τη ζωούλα του. Μετά από μια γυναικοκτονία, από ένα έγκλημα, υπάρχουν ζωές που συνεχίζονται πάνω σ’ αυτά τα γεγονότα.

Η υπόλοιπη οικογένεια, οι επόμενες γενιές τον αγαπούσαν. Δε γνώριζαν. Δε γνωρίζει κανείς ακόμη»

Ήταν ο κλασσικός Νεοέλληνας νοικοκυραίος, που «δούλευε για να φέρνει λεφτά στην οικογένεια και γάλα» και χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι. «Άντρας είμαι».

Εκείνη την εποχή, άλλωστε, για παράδειγμα, στο χωριό, αν σκότωνε ένας πατέρας τη γυναίκα και μητέρα των παιδιών τους, δε μιλούσε κανείς για να μη «φορτωθεί» τα παιδιά τους. Ενώ ήξεραν ότι η κυρία Τασία ήταν στο πηγάδι. Σιωπή και το σπιτάκι τους.

Στο βιβλίο τίθεται προς προβληματισμό το εξής: «Πως μπορούμε να αγαπάμε και να μισούμε ταυτόχρονα τον ίδιο άνθρωπο; Να τον καταδικάζει ο νους και να τον συγχωράει η καρδιά». «Τα παιδιά έχουν ανάγκη τους γονείς γιατί είναι αυτοί που υποτίθεται θα τα προστατεύσουν. Επίσης, ως μητέρα, θα πω πως τα παιδιά έχουν μια αξιοθαύμαστη, έμφυτη τάση να συγχωρούν τους γονείς ακόμα και για πράγματα που εμείς οι ενήλικες θεωρούμε ασυγχώρητα. Στο “Κακό μέσα μου” βλέπουμε μια μητέρα να χάνει τη ζωή της από το χέρι του “ζηλότυπου” συζύγου της μπροστά στα μάτια του παιδιού τους, του Μάριου. Η δικαιοσύνη υποχρεώνει τον Μάριο να μείνει τελικά μαζί με τον δολοφόνο πατέρα. Γινόμαστε μάρτυρες της κοινής τους πορείας. Παρακολουθούμε τον Μάριο να ενηλικιώνεται πλάι σε έναν πατέρα που μόνο φόβο του προκαλεί, να παντρεύεται, να δημιουργεί την οικογένεια του, να παραμένει ο καλός γιος παλεύοντας μια ολόκληρη να επουλώσει τα τραύματα του. Τον αποδέχθηκε απλά γιατί δεν μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά (μην ξεχνάμε πως τις εποχές εκείνες ήταν θέμα επιβίωσης να μένουν οι οικογένειες δεμένες)» απαντάει η συγγραφέας. «Η άποψή μου είναι πως η αποδοχή δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη συγχώρεση και η αδυναμία να συγχωρήσουμε μπορεί να είναι εξίσου ανθρώπινη».

Η ιστορία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. «Ένα έγκλημα που αρχικά με συγκλόνισε και αργότερα με γέμισε ερωτηματικά και περιέργεια να μάθω όλο και περισσότερα γι’ αυτό. Είναι πολύ κοντινά μου πρόσωπα ως εκ τούτου επιλέγω να μην μιλήσω γι’ αυτά, αυτό εξάλλου είναι και το θέμα του βιβλίου· οι πληγές συνεχίζουν να πονάνε χρόνια μετά, να επηρεάζουν και τις επόμενες γενιές. Σκέψου μόνο ότι έχουν περάσει ενενήντα σχεδόν χρόνια από το έγκλημα και υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα πονάνε γι αυτό. Δεν ήταν εύκολο να το γράψω, όσο περισσότερο έμπαινα σε βάθος στην ιστορία τόσο πιο πολύ βασανιζόμουν μαζί με τους ήρωές μου. Ήταν φορές που ένιωθα την ίδια απόγνωση που ένιωθαν και εκείνοι, τον ίδιο φόβο, την ίδια οργή».

Ζητήσαμε το σχόλιο της για την απόδοση Δικαιοσύνης, μια Δικαιοσύνη που έδωσε την επιμέλεια του παιδιού στον γυναικοκτόνο της μητέρας του. «Όσο πιο βαθιά έμπαινα μέσα στην ιστορία τόσο περισσότερες αδυναμίες της δικαιοσύνης ανακάλυπτα και εξοργιζόμουν. Για παράδειγμα, ακόμα και τώρα αδυνατώ να καταλάβω πως μπορούμε να μιλάμε για “εν βρασμώ” όταν ο θύτης απειλεί ξανά και ξανά το θύμα; Δεν εμπεριέχει αυτή η απειλή, η προειδοποίηση, μια μορφή προμελέτης; ΄Η τι είναι αυτό που καθιστά έναν σύζυγο δολοφόνο, κατάλληλο για το μεγάλωμα του
παιδιού του; Θεωρώ όμως πως η κοινωνική συνείδηση αναγκάζει τη Δικαιοσύνη να προσαρμοστεί, να αναθεωρήσει και να γίνει αυστηρότερη, ίσως και κάθετη».

Ψάχνοντας περισσότερα για εκείνο το γεγονός, μπήκε σε ενδελεχή έρευνα ,έψαξε στο αρχείο των φυλακών και βρήκε πράγματα που την εντυπωσίασαν. «Η αλήθεια είναι πως ακούω πολλές φορές να λέγεται πως τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι γυναικοκτονίες και ο κόσμος πολύ συχνά αναρωτιέται “που θα πάει αυτό το κακό”. Όταν έπεσαν στα χέρια μου βιβλία των φυλακών από πολύ παλαιότερα χρόνια και είδα πόσες γυναικοκτονίες ήταν καταγεγραμμένες έλεγα μέσα μου “το κακό ήταν πάντα εδώ” ανάμεσα μας μόνο που τα στόματα τότε παρέμεναν κλειστά. Ακριβώς όπως και στο βιβλίο, γυναίκες όπως η Άννα, φορτώνονται το βάρος μια επιλογής, κρατάνε το πρόβλημα κρυφό γιατί θεωρούν πως αν ο γάμος τους θεωρηθεί αποτυχημένος είναι και οι ίδιες αποτυχημένες» υπογραμμίζει, μιλώντας για στερεότυπα βαθιά ριζωμένα στην πατριαρχική, συντηρητική κοινωνία.

«Στην ιστορία βλέπουμε ότι μέσα στα στενά όρια μιας οικογένειας η γυναικοκτονία μετατράπηκε σε ένα μυστικό. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει γι αυτό. Κανείς δεν ανέφερε ούτε καν το όνομά της. Νέες ζωές ήρθαν στην ζωή -παιδιά, εγγόνια- και ο ήρωας μας αναρωτιέται πόσο από όλο αυτό το κακό έχει φυτευτεί μέσα τους. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, το γνωρίζουμε όλοι. Έχει έρθει νομίζω η ώρα να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές τόσο στην κοινωνία, στην νομοθεσία αλλά, πάνω από όλα μέσα μας. Κάτι αλλάζει μόνο όταν το κοινωνικό σύστημα γίνεται εξαιρετικά δυσλειτουργικό, όταν προκαλεί τεράστιο πόνο και καταστροφή και φτάνει στο σημείο να στοιχίζει μέχρι και ανθρώπινες ζωές. Τότε, όπως φαίνεται, αρχίζουμε σε πρώτη φάση να αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να το ανατρέψουμε. Το τέλος της πατριαρχίας θα επιτευχθεί μέσα από μια επανάσταση. Όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ίδιων των ανδρών που επιθυμούν να σταματήσει να συνδέεται η ανδρική φύση με τη σκληρότητα και τη βία. Και οι επαναστάσεις συνήθως δεν ξεκινούν απ’ έξω, αλλά από μέσα μας, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική αλλαγή χωρίς ατομική αλλαγή».

 

To βιβλίο αναφέρεται σε προηγούμενες δεκαετίες, όπως προείπαμε. Αναφέρεται σε γυναικοκτονία του 1935. Οι πατριαρχικές αντιλήψεις είναι οι ίδιες ακόμη που οπλίζουν χέρια. Άνθρωποι σκοτώνουν, εκτίουν ποινή σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης, κι έπειτα συνεχίζουν τη ζωή τους. Μια ζωή που ακολουθεί τις επόμενες γενιές.

Σήμερα, οι νόμοι έχουν αλλάξει. Ωστόσο, ο όρος γυναικοκτονία ως ξεχωριστό έγκλημα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένα έγκλημα σε βάρος της γυναικάς λόγω του φύλου της, ακριβώς επειδή είναι γυναίκα, δεν έχει αναγνωριστεί ποινικά. Ακόμα και πολιτικοί, ΜΜΕ, άνθρωποι που ακούν επιρροή δυσκολεύονται να τον κατανοήσουν, να τον χρησιμοποιούν.

Ως προς το μεγάλωμα παιδιών, προβληματισμό και αντιδράσεις γεννά ο νόμος Τσιάρα για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, όπου βλέπουμε ακόμα και σε περιπτώσεις κακοποίησης γυναικών, η Δικαιοσύνη να δίνει το ελεύθερο στον κακοποιό σύντροφο/πατέρα να συνεχίσει να …βλέπει το παιδί. Σε ρεπορτάζ της Δανάης Μπαρτσώκα στο Documento, σχετικά με το ζήτημα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, εξηγείται αν τελικά αυτό προστατεύει ή όχι το παιδί. «Δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο αλλά ποιο είναι το δίκαιο για τα παιδιά»: αυτό είναι ένα από τα βασικά σλόγκαν των Ενεργών Μπαμπάδων, μιας ομάδας υπέρ του νομοσχεδίου, με πολλές δράσεις και ενημερώσεις στα social media. Αυτό το σχόγκαν κι αυτή η λογική του νομοσχεδιού θέτει εκτός πλαισίου ποιος έχει υπάρξει θύμα κακοποίησης, ποιος έχει δεχτεί σωματική, ψυχολογική, λεκτική ή οικονομική βία, ποιος έχει χειραγωγηθεί, ποιος έχει αντιμετωπίσει την αδιαφορία ή την απουσία του άλλου προσπαθώντας να προστατεύσει το παιδί από ένα τοξικό περιβάλλον, γιατί πια με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια ξαφνικά όλες αυτές οι συμπεριφορές θα εκλείψουν και θα αντικατασταθούν από υπευθυνότητα, κλίμα συνεργασίας και αμοιβαίες υποχωρήσεις, «για το καλό του παιδιού».