Το μεγάλο κύμα κριτικής κατά της Καρύδη, χτύπησε όταν η Ζέτα Δούκα της απευθύνθηκε προσωπικά (επίσης με ανάρτηση στο Facebook), κατηγορώντας την ότι βάζει στην ίδια ζυγαριά τα θύματα με τους θύτες (!) Επιπλέον, άφησε να εννοηθεί πως η Καρύδη κράτησε αυτή την στάση γιατί κάποιοι από τους κατηγορούμενους είναι φίλοι της. Τα λόγια στην τοποθέτηση της Καρύδη που προκάλεσαν την έντονη επίκριση, τόσο της Δούκα όσο και των διαδικτυακών σχολιαστών, ήταν τα εξής:

“Απ τη άλλη δε μπορώ ούτε να χαρώ για την καταστροφή και των αφανισμό των άλλων. Καταλαβαίνω ότι δε γινόταν αλλιώς και θλίβομαι πολύ για αυτούς. Λυπάμαι. Αυτό μόνο νιώθω. Λύπη. Και αμηχανία.

Με κάποιους συναντηθήκαμε, με κάποιους πορευτήκαμε παράλληλα κι άλλους τους θαύμασα για τη δουλειά τους.
Όμως το ότι ας πούμε εγώ είχα με κάποιον μια πολύ καλή συνεργασία, δεν με κάνει να αμφισβητώ έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μαρτυρικά κοντά του.

Απλώς δε μπορώ ούτε θέλω να βγω στον λιθοβολισμό της πλατείας να ρίξω κι εγώ μια πέτρα.
Είναι κάτι που έτσι κι αλλιώς μου είναι ξένο. Μπορώ μόνο να στέκομαι με δέος στην ώρα τη σκληρή του καθενός.”

Καταρχάς, να πω πως διαβάζοντας το κείμενο της Καρύδη, έκρινα ότι η γενική θέση της ήταν ξεκάθαρη: στήριξη στα θύματα, απερίφραστη καταδίκη οποιασδήποτε κακοποιητικής συμπεριφοράς, ενθάρρυνση για να σπάσει ο “νόμος της σιωπής” και ένα ευγενές όραμα για τον χώρο του θεάτρου. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι κι εγώ, στο επίμαχο σημείο εντόπισα  κάτι το αντιδραστικό, αλλά ξανά διαβάζοντάς το, δίνοντας προσοχή στην φράση “καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν αλλιώς”, νομίζω ότι απέσπασα το νόημα. Η σκέψη μου ερεθίστηκε γύρω από το την λύπηση που, ενδεχομένως, να αισθανόμαστε για κάποιον που υφίσταται μία σκληρή, αλλά δίκαιη τιμωρία. Σκέφτηκα πως τις στιγμές που είμαι πολύ οργισμένη, κάνω διάφορες εικόνες τιμωρητικής  βίας στο μυαλό μου. Όταν για παράδειγμα ακούω κάποιον ρατσιστή στο λεωφορείο να κάνει την “περφόρμανς” του, ξερνώντας δηλητηριώδες μίσος κατά των μεταναστών, φαντάζομαι να τον σέρνω έξω από το λεωφορείο, να τον πετάω στην άσφαλτο και να του λιώνω τα μάτια με το τακούνι μου (βέβαια, μέχρι στιγμής, έχω περιοριστεί στο να πω απλώς ένα “βούλωσ’ το ρε φασίστα”). Από την άλλη, όσες φορές έχω πέσει πάνω στην ιστορική φωτογραφία του Μουσολίνι κρεμασμένου, πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει μια αμηχανία που ίσως μοιάζει με λύπηση −και ας καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν αλλιώς. Αν θα ήμουν αυτή που θα αρνούταν να περάσει την τριχιά στον Μουσολίνι ή αν θα λυπόμουν εκείνη τη στιγμή στο θέαμα της κρεμάλας του, λίγη σημασία θα είχε από τη στιγμή που θα βρισκόμουν στη μεριά αυτών που θα υπερασπίζονταν ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Θέλω να πω πως, το γεγονός ότι δεν μπορώ να λιώσω έναν φασίστα με τα ίδια μου τα χέρια, δεν με κάνει λιγότερο αντιφασίστρια, πόσο μάλλον φίλη και προστάτιδα των φασιστών.

Η Καρύδη όμως, από μια μερίδα του κόσμου, δεν αντιμετωπίστηκε καν σαν μετριοπαθής υποστηρίκτρια του MeToo. Ειδικά μετά τη μομφή της Δούκα,  έγινε η αναθεματισμένη των σόσιαλ μίντια (στο Twitter και στο Facebook ακόμα σκουπίζουν το αίμα απ’ τα σαγόνια τους). Η Καρύδη κατασπαράχθηκε ως “ξεπλύτρια” των θυτών, ως υποστηρίκτρια των φίλων της και, στην καλύτερη, σαν Μαρία Αντουανέτα που δεν παίρνει γραμμή τι γίνεται γύρω της και προτείνει “παντεσπάνια”. Μάλιστα, πολλά από αυτά τα μαχητικά σχόλια είχαν έντονα τα στοιχεία του σεξισμού και του μισογυνισμού, αλλά φαίνεται πως αυτό λίγο αφορά την διαδικτυακή “σταυροφορία” του MeToo.

Παρατηρείται, συχνά, ότι το μέσο διαδικτυακό “βλέμμα” είναι τρικυμιώδες και αγρίως προκατειλημμένο. Θεωρώ ότι αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης ενός κειμένου, ούτε σε μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση η οποία είναι απόρροια της δίκαιης κοινωνικής οργής που υπάρχει αυτή τη στιγμή, αλλά πρόκειται για χαρακτηριστικό της κουλτούρας ενός ανθρωπότυπου που έχει αναδυθεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες: αυτού του σχολιαστή των σόσιαλ μίντια που τον διέπουν μόνο δύο αξίες-άγχη οι οποίες είναι α) πόσο γρήγορα θα ανταποκριθεί στο ερέθισμα που του παρέχεται για σχόλιο και β) κατά πόσο το σχόλιο του θα εντυπωσιάσει (ή θα ευθυγραμμιστεί με την τάση που εντυπωσιάζει). Είμαι σίγουρη ότι πολλοί απ’ αυτούς που κατασπάραξαν με τα σχόλια τους την Καρύδη, αν χάριζαν στον εαυτό τους περισσότερο χρόνο για να αναλύσουν τις δηλώσεις της, δεν θα αποφάσιζαν να της επιτεθούν· το πολύ πολύ να ψεγάδιαζαν τα, κάπως, αμφίσημα σημεία. Η τάση για αυτοματισμούς στη σκέψη, που διαγράφεται όλο και πιο έντονα στην εποχή μας, φαίνεται να μπλοκάρει το μέτρο της κριτικής. Το υποκείμενο αισθάνεται ότι μια “καθυστερημένη” απόκριση στο ερέθισμα είναι ένδειξη αδυναμίας της κρίσης· κοινώς ηλιθιότητα. Το ασυγχώρητο της εποχής είναι ο χρόνος που θα αιτηθεί κάποιος για να σκεφτεί και να ζυγίσει −ιδίως στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η σύγχρονη σκέψη μοιάζει να λειτουργεί όλο και περισσότερο με αλγορυθμικό τρόπο, καθορισμένη από την περατότητα και την αποτελεσματικότητα. Η πιθανότητα να μην έχει το άτομο ξεκάθαρη και παθιασμένη άποψη, το γεμίζει ανασφάλεια. Αυτή η ανασφάλεια φαίνεται να είναι μεγαλύτερη σε εκείνους που ανήκουν στην κατηγορία των δεινών σχολιαστών των σόσιαλ μίντια, αφού καλούνται να επιτελέσουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα: αυτή του ανθρώπου που διατυπώνει την άποψη του, κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα. Μόνο που ο σχολιασμός ως αυτοσκοπός δεν βοηθάει καθόλου στην αντιληπτικότητα. Η “ετοιμότητα” του διαδικτυακού σχολιαστή, συχνά, κρύβει μέσα της προπέτεια και ανοησία. Κι όταν υπάρχει ο θυμός σαν παρανομαστής −αυτό το, κατά τα άλλα, πολύ χρήσιμο συναίσθημα−  η ανοησία διαστέλλεται και καταλήγει να εξουσιάζει.

Η Καρύδη έκανε το λάθος να μην αρκεστεί σε μία σύντομη δήλωση σχετικά με το ελληνικό MeToo, αλλά να κάνει μία μακροσκελή τοποθέτηση, ολίγον ιδιοσυγκρασιακή και ολίγον de profundis (άρα κάπως αντι-αλγορυθμική). Και το πλήρωσε! Έφυγε “τουλούμι στο ξύλο” παίρνοντας μαζί και την ψυχραιμία που ήρθε να “πουλήσει”. Καταλαβαίνω ότι η ψύχραιμη τοποθέτηση της Καρύδη (που περιλάμβανε και τη διατύπωση των ευαισθησιών της) δεν εναρμονίζεται με το γενικότερο κλίμα οργής που υπάρχει αυτή τη στιγμή −και καλώς υπάρχει! Ίσως τα λόγια της να μην είναι ενισχυτικά για να διατηρηθεί ο παλμός σ’ αυτό που έχει ξεκινήσει. Όμως, μεταξύ αυτής της σκοπιάς και της σκοπιάς που λέει ότι η Καρύδη βάζει στην ίδια ζυγαριά τα θύματα με τους θύτες, υπάρχει μεγάλη απόσταση και όποιος/α αυτή την απόσταση την έχει μ’ ένα “πηδηματάκι”, μάλλον έχει όρεξη να κανιβαλίσει. Όποιος/α προβάλει την ψυχραιμία του δεν το κάνει, απαραίτητα, γιατί δεν θίγεται από τις κακοποιήσεις, ούτε γιατί θέλει να προστατέψει τους κακοποιητές. Υπάρχει και η πιθανότητα, κάποιος/α να θεωρεί ότι η ανάδειξη του δικαίου εξυπηρετείται καλύτερα από μια ψύχραιμη διαλεκτική ή  να είναι από εκείνους/ες που αντιστέκονται παθητικά στο άδικο. Όσο χυδαίο είναι να επικαλείται κανείς την ανάγκη να υπάρχουν “τέλεια θύματα” για να γίνεται πιστευτή μια καταγγελία, άλλο τόσο χυδαίο είναι να απαιτούμε μόνο “τέλειους υποστηρικτές θυμάτων” για να αναγνωρίσουμε σ’ αυτούς  ειλικρινή υποστήριξη.

Πολλές από μας που είμαστε φεμινίστριες, αναγνωρίζομαι και την οργή και την ψυχραιμία ως βασικά στοιχεία των γυναικείων αγώνων (όπως και κάθε κοινωνικού αγώνα). H οργή βοηθάει στο να κάνουμε το δίκιο μας αγώνα και η ψυχραιμία βοηθάει στο να κρατήσουμε αυτόν τον αγώνα σταθερό. Επίσης, αν κάτι γνωρίζουμε καλά, είναι ότι οι γυναίκες υφίστανται πολύ σκληρότερη κριτική απ’ ό,τι οι άντρες (και κάνουν και σκληρότερη αυτοκριτική). Η στηλίτευση της γυναικείας συμπεριφοράς είναι πάγια πρακτική της πατριαρχίας. Ό,τι και να κάνουν οι γυναίκες, όπως και να είναι: χειραφετημένες ή υποτελείς, οργισμένες ή ψύχραιμες, μαχητικές ή παθητικές, πάντα θα επικρίνονται ως ανεπαρκείς, αφελείς και αποπροσανατολισμένες. Όσες λοιπόν, έχουμε επίγνωση επιλέγουμε τις μεγαλύτερες “πέτρες” μας να τις ρίχνουμε στους πραγματικούς θεματοφύλακες της πατριαρχίας, όσους δηλαδή είναι, έτσι κι αλλιώς, προνομιούχοι και προστατευμένοι. Όλες οι γυναίκες, λιγότερο ή περισσότερο χειραφετημένες, η κάθε μία με τον τρόπο της, δίνουμε καθημερινή μάχη με το “τέρας” που λέγεται πατριαρχία, γιατί δεν υπάρχει γυναίκα που το “τέρας” δεν την απειλεί.  Ας μη σπαταλάμε τα “πυρά” μας στις “Καρύδηδες” γιατί τα χρειαζόμαστε για τους “Σταρόβες”.

Εν όψει των εξελίξεων των καταγγελιών, όσοι/όσες αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα της κατάστασης και την κοινωνική χρησιμότητα του “αποστήματος” που σπάει οφείλουμε να επικεντρωθούμε στην ουσία: Όσα έρχονται αυτή τη στιγμή στο φως, δεν αφορούν μόνο το συγκεκριμένο σινάφι, ούτε είναι ένα άθροισμα περιπτώσεων, αλλά είναι ένας ολοκάθαρος κοινωνικός αντικατοπτρισμός.