Αντιμέτωπα με την κατηγορία της απιστίας σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, βρίσκονται 19 άτομα - μέλη των διοικήσεων της Εταιρείας Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα την περίοδο 2006-2010
Αντιμέτωπα με την κατηγορία της απιστίας σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, βρίσκονται 19 άτομα - μέλη των διοικήσεων της Εταιρείας Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα την περίοδο 2006-2010
Η ποινική δίωξη ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Διαφθοράς, Αντώνη Ελευθερικάνο, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής έρευνας που διενεργούσε. Οι 19 κατηγορούνται ότι προκάλεσαν ζημία στο Δημόσιο που ξεπερνά τα 50 εκατ. ευρώ καθώς φέρονται να έδιναν αποζημιώσεις έως και τέσσερις φορές παραπάνω από τις προβλεπόμενες στους αποχωρήσαντες, λόγω συνταξιοδότησης από την επιχείρηση.
Οι διοικήσεις των ΕΑΣ είχαν χορηγήσει αποζημιώσεις έως και 80.000 ευρώ προκαλώντας ζημία τουλάχιστον 11 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα είχαν προχωρήσει και σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο με την Εθνική Ασφαλιστική με αποτέλεσμα να πληρώσει η εταιρεία πάνω από 40 εκατ. ευρώ.
Τα χρήματα αυτά δόθηκαν από το ταμείο αποκρατικοποιήσεων το 2010, παρά το γεγονός ότι εκτός του νόμου περί εταιρειών κοινής ωφέλειας, υπήρχε και γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που προέβλεπε πλαφόν 15.000 ευρώ. Την σχετική γνωμοδότηση είχε αποδεχτεί το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Παράλληλα είχαν προχωρήσει και σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο με την Εθνική Ασφαλιστική με αποτέλεσμα να πληρώσει η ΕΑΣ πάνω από 40 εκ. ευρώ γι αυτό.
Οι 19 κατηγορούμενοι στις εξηγήσεις που κλήθηκαν να δύσουν ως ύποπτοι στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας που διενήργησε ο επίκουρος εισαγγελέας διαφθοράς Αντ. Ελευθεριανος, είπαν πως η ΕΑΣ δεν είναι επιχείρηση κοινής ωφέλειας και ως εκ τούτου δεν ισχύει πλαφόν στις αποζημιώσεις. Ωστόσο σύμφωνα με δικαστικές πηγές ως προς αυτό υπήρχε όχι μόνο η γνωμοδότηση του 2006 αλλά και ανάλογη το 2012.
Συνολικά δε, σύμφωνα με την εκτίμηση της εισαγγελικής έρευνας οι επιχορηγήσεις που δόθηκαν στην ΕΑΣ από το 2003 έως το 2010 φτάνουν τα 500 εκ ευρώ ,εκ των οποίων τα 40 εκατ. μετρητά και τα υπόλοιπα ως κεφαλαιοποίηση.