Πριν από λίγες μέρες ήρθε προς ψήφιση σχέδιο νόμου που προβλέπει την αναγραφή των ποινικών διώξεων στο ποινικό μητρώο των πολιτών. Αυτό παραβιάζει φυσικά το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά το σκεπτικό που παρατίθεται στην αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι: 

«Η καταχώριση των εκκρεμών ποινικών διώξεων για τα ανωτέρω αδικήματα στο ποινικό μητρώο δημιουργεί κατ’ ουσίαν μία βάση δεδομένων, η οποία παρέχει περαιτέρω εγγυήσεις προστασίας της ανηλικότητας, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που το αντικείμενό τους άπτεται της προστασίας, φροντίδας, περίθαλψης και εκπαίδευσης των ανηλίκων. Η αναγκαιότητα της προσθήκης προκρίθηκε κατόπιν στάθμισης, ως υπέρτερης, της υποχρέωσης προστασίας των ανηλίκων έναντι ενδεχόμενης προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας, το όποιο δεν θίγεται καθόσον σε περίπτωση αμετάκλητης δικαιοδοτικής κρίσης η εν λόγω καταχώριση διαγράφεται και σε περίπτωση καταδίκης η καταδίκη καταχωρίζεται σύμφωνα με την περ. βα) της παρ. 2 του άρθρου 569 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Τη ρύθμιση αυτή ψήφισε όλος ο κοινοβουλευτικός κόσμος, με εξαίρεση μόνο το ΜέΡΑ25. Ψηφίστηκε και από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί. Μάλιστα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μιλτ. Χατζηγιαννάκης δήλωσε ότι «Θα υπερψηφίσουμε επομένως και το συγκεκριμένο άρθρο, παρά το γεγονός ότι θεωρούμε ότι δεν λύνει το πρόβλημα και μπορεί να δημιουργήσει και μερικά μικροπροβλήματα, τα οποία θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον». 

Τον ίδιο δρόμο φαίνεται να παίρνει η συζήτηση για τους Εργατικούς στην Αγγλία, όπως φαίνεται από αυτόν τον διάλογο: 

Για το ζήτημα (στα καθ’ ημάς, προφανώς) έχει εκδώσει δύο σχετικές ανακοινώσεις η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων, τις οποίες μπορείτε να βρείτε εδώ και εδώ

Εγώ, που δεν είμαι νομικός, θα ήθελα να θυμίσω μερικά από αυτά τα “μικροπροβλήματα” που έχουν εμφανιστεί ως συνέπειες της υπαρκτής κοινωνικής πίεσης να γνωρίζει η κοινωνία την παρουσία σεξουαλικών παραβατών. 

Ξέρω ότι  ένα μέρος των αναγνωστών θα νιώσει την ανάγκη να αναφωνήσει ότι «δεν λέω αυτό», ότι εγώ παίρνω μία θέση και την επεκτείνω ως τις ακραίες συνέπειές της, τις οποίες όμως δεν είναι υποχρεωμένος ο καθένας να επικροτεί. 

Ας το θέσουμε πιο θεωρητικά: από τη μία είναι σωστή η επιφύλαξη απέναντι στην λογική πλάνη της “ολισθηρής πλαγιάς”, αυτό που αποκαλείται slippery slope argument, δηλαδή να τραβάς μια άποψη από τα μαλλιά μέχρι να λέει κάτι άλλο από αυτό που επιθυμούσαν να πουν οι υποστηρικτές της, ωστόσο ισχυρίζομαι ότι αυτά που θα περιγράψω είναι πραγματικές, καταγεγραμμένες συνέπειες των απόψεων που υποστηρίζουν πολλοί φίλοι μας, χωρίς να το συνειδητοποιούν. Η διαφορά είναι λοιπόν ότι δεν πρόκειται για προεκτάσεις που αυθαίρετα προσθέτω εγώ σε μια κατά τα άλλα ανέφελη συζήτηση, πρόκειται για τις συνέπειες που έχει διαπιστωθεί ότι προκύπτουν πρακτικά όπου έχει προηγηθεί αυτή η συζήτηση, με το πρόσθετο κερασάκι ότι αυτές οι συνέπειες έχουν αρχίσει να ξεμυτίζουν με συγκεκριμένη έκφραση.

Μια αυστηροποίηση που βασίζεται στη φρίκη μιας προβεβλημένης υπόθεσης του αστυνομικού δελτίου και δίνει υπερβολικές εξουσίες στο κράτος και την αστυνομία δεν είναι slippery slope argument, είναι ο τρόπος με τον οποίον λειτουργεί ο “ποινικός λαϊκισμός”. 

Οπότε ζητώ την ανοχή όσων αναφωνούν «δεν εννοούσα αυτό», για να παρακολουθήσουν μια περιήγηση σε πραγματικά δεδομένα για το τι σημαίνει η απαίτηση να γνωρίζουμε όσους κατηγορούνται για σεξουαλικά αδικήματα. Η εκτίμηση για το τι συνεπάγεται αυτό το αίτημα κοινωνικά, σημαίνει να μη γίνεται πάντα ερήμην των δεδομένων η συζήτηση. Δεν λέω ότι τα δεδομένα αυτά θα μας λύσουν το πρόβλημα, αλλά έστω ότι οφείλουμε να τα συμπεριλάβουμε στη συζήτησή μας. 

Στα ειδεχθή εγκλήματα μας καταλαμβάνει οργή και αποτροπιασμός. Σε αυτές τις περιπτώσεις ακούγονται φωνές που ζητούν αυστηροποίηση των ποινών.

Ισχυρίζομαι ότι όσο έντονος και αν είναι ο θυμός, αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε -και για την ακρίβεια το κυριότερο που δεν πρέπει να κάνουμε- είναι να νομοθετούμε θυμωμένοι.

Όσο ευλογοφανές και αν ακούγεται το ερώτημα “τι θα έκανες αν συνέβαινε στο παιδί σου;”, νομικός πολιτισμός είναι να μην αποφασίζει για την τιμωρία αυτός που έπαθε κάτι το παιδί του.

Ένας πρακτικός λόγος ανάμεσα σε άλλους για αυτή τη διάκριση είναι πως οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση θα αφορά προφανώς τον αυτουργό του εγκλήματος υπό την επιρροή του οποίου νομοθετούμε, αλλά ταυτοχρόνως θα αφορά και εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους που θα υποστούν τις συνέπειες αυτής της πολιτικής στο όνομα του ενός ειδεχθούς εγκλήματος που κατέκλυσε τα Μέσα Ενημέρωσης για λίγες ημέρες. Με άλλα λόγια, ο νόμος γενικεύει, λοιπόν, ενώ τα Μέσα θα ασχολούνται αύριο με κάτι άλλο, ο νόμος οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο και όχι τη μία περίπτωση.

Αν θέσουμε το ερώτημα «θα ήθελες να γνωρίζεις αν ο Μίχος μένει δίπλα στο σχολείο στο σχολείο των παιδιών σου», οι περισσότεροι θα απαντούσαν καταφατικά. Ένα τέτοιο ερώτημα όμως παραβλέπει ουσιώδεις πλευρές του ζητήματος.

Στη συζήτηση που γίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπάρχουν τέτοιες λίστες, μαθαίνουμε ότι πληκτρολογώντας τη διεύθυνσή του κάνεις μπορεί να δει φωτογραφίες και προσωπικά στοιχεία των καταγεγραμμένων σεξουαλικών κακοποιητών στην περιοχή.

Στις λίστες αυτές όμως εμφανίζονται ακόμη και τα ονόματα ανθρώπων οι οποίοι σε ηλικία 9, 10, 12 ετών είχαν παίξει το γιατρό με τη μικρή τους αδερφή, η οποία το ανέφερε σε μια χριστιανική ένωση όπου συμμετείχαν, που με τη σειρά της το μετέφερε στην αστυνομία, ή είχαν κατεβάσει τη φόρμα του συμμαθητή τους στο προαύλιο του σχολείου. Η ηλικία με τις περισσότερες παραβάσεις είναι τα 14 έτη. Η πράξη αυτή μπορεί στη συνέχεια να τους στοιχειώσει κατά έναν τρόπο και σε ένα βαθμό που ουσιαστικά να καταστρέφει κάθε προοπτική φυσιολογικής ζωής.

Μπορεί κανείς εύλογα να ζητήσει να περιοριστεί η κουβέντα σε αυτό που συζητάμε και να μην φέρνουμε άλλα παραδείγματα. Όμως το χαρακτηριστικό κάθε νομοθέτησης είναι ότι ενώ γίνεται στο όνομα των ακραίων περιστατικών, εξού και οι λίστες των σεξουαλικών κακοποιητών είχαν τα ονόματα διάσημων θυμάτων, στη συνέχεια μοιραία γενικεύονται, γιατί αυτή είναι η φύση του νόμου.

Η γυναίκα που έδωσε το όνομά της σε μία από αυτές τις λίστες, η Nancy Wetterling, έχει στη συνέχεια στραφεί εναντίον της, λέγοντας ότι δεν περίμενε πως θα επεκταθεί τόσο η λίστα.

Όμως εμείς αυτό πρέπει να το περιμένουμε. Έχουν βγει στη δημοσιότητα ονόματα ανθρώπων από όλους τους πολιτικούς χώρους, που είχαν επαφή με τον λογαριασμό της 12χρονης στον Κολονό. Οπότε αν κάνεις θέλει να κάνει αυτήν τη συζήτηση, θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι το αντικείμενο της συζήτησης δεν είναι ο Μίχος ή ο πάτερ Αντώνιος, αλλά το τι ακριβώς πιστεύουμε ότι είναι σωστό να επιτρέπουμε στο κράτος να κάνει για την αντιμετώπιση του εγκλήματος.

Η δεύτερη πτυχή είναι πως οι κακοποιητικές συμπεριφορές εκδηλώνονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από άτομα του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος.

Αυτό μπορεί πια στην εποχή μας να θεωρείται αρκετά γνωστό, αλλά οι συνέπειες αυτού του δεδομένου είναι ότι αν τα εγκλήματα αυτά τα διαπράττουν άτομα του κοντινού περιβάλλοντος, τότε ο γενικευμένος φόβος που ζητάει δημόσιες λίστες δεν θα μας γλιτώσει.

(Για συγκεντρωμένη αρθρογραφία για το θέμα μπορεί κανείς να κοιτάξει εδώ)

Στατιστικά, φαίνεται ότι ένα παιδί που εξαφανίζεται συνήθως φεύγει και κρύβεται από τους γονείς του. Αν έχει υπάρξει απαγωγή, έχει γίνει κατά κανόνα από γονέα σε διαμάχη για την επιμέλεια.  

Η τρίτη πτυχή είναι πως πρόκειται για αδικήματα στα οποία δεν είναι τόσο οι συχνές οι υποτροπές αυτού του είδους όσο συχνά λέγεται. Ή έστω, το ποσοστό των υποτροπών είναι αμφιλεγόμενο.

Ακόμη και το τι ορίζεται ως υποτροπή έχει μεγάλη σημασία, διότι για κάποιον που είναι καταγεγραμμένος σε μία τέτοια λίστα, ως υποτροπή μπορεί να οριστεί το να ανοίξει καινούργιο λογαριασμό στα social media χωρίς να το δηλώσει ή να πουλήσει το αυτοκίνητό του.

Μεταφέρουμε πληροφορίες από το “The Feminist and The Sex Offender” που περιέχει αναλυτικά στοιχεία για το ζήτημα της υποτροπής:  

Ξεκινά με τη διατύπωση του δικαστή Άντονυ Κένεντυ στην υπόθεση  McKune v. Lile (2002),  ότι τα ποσοστά υποτροπής φτάνουν το 80% και ακολουθείται από μια δημοσίευση σε άρθρο του 2015, όπου γίνεται μια γενική αναφορά στα αυξημένα ποσοστά υποτροπής.

Οι σχετικές στατιστικές ωστόσο δείχνουν ποσοστά που φτάνουν προς τα κάτω μέχρι και το 3,5%, οπότε το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι πως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται δεδομένη η αυξημένη πιθανότητα υποτροπής. (Εδώ μπορείτε να βρείτε μια συγκέντρωση σχετικών άρθρων)

Κάθε φορά που η κοινωνία είναι ενωμένη εναντίον ενός κτήνους, η κοινωνία με τρομάζει. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου στην θέση του δικαστή, ακόμη και αν πρόκειται για τις πιο φρικτές πράξεις. Με βασανίζει ένα ερώτημα που είναι δύσκολο ακόμη και να το διατυπώσει κανείς. Υπάρχει περίπτωση κανείς να μην είναι απολύτως αθώος και κανείς να μην είναι απολύτως ένοχος; Δεν είναι δουλειά του δικαστή να παριστάνει τον ψυχολόγο. Για τη δική μου σκέψη όμως και τη δική μου διαχείριση της οργής έχει μία σημασία. Αλλάζει κάτι αν οι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων είναι πρώην θύματα κακοποίησης; Αν το ποσοστό αυτό φτάνει το 70%; Η ας διατυπώσουμε το αδιανόητο: αν το σημερινό θύμα είναι αυριανός θύτης;

Δεν δικάζω, και έτσι αυτή τη στιγμή δεν με ενδιαφέρει καθόλου να δώσω συγχωροχάρτι σε κατηγορούμενους. Αυτές τις σκέψεις όμως δεν θα ήθελα να τις αποσιωπήσω όταν η κοινωνία ενωμένη ζητάει κρεμάλες ή περίπου κρεμάλες.

Ως προς το αν αντέχεται αυτή η σαπίλα, φοβάμαι ότι δεν μπορώ να συντονιστώ με την τρέχουσα συζήτηση. Είναι αμφίβολο αν έχουμε αύξηση των σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά είναι εντελώς βέβαιο ότι ο κόσμος μας παραμένει γεμάτος από φρίκη και οδύνη η οποία δεν φτάνει μέχρι τα μάτια μας και έτσι καταφέρνουμε να συνεχίσουμε να ζούμε, να γελάμε και να διασκεδάζουμε κάθε μέρα. Είναι απάνθρωπο αυτό; Δεν ξέρω, αλλά είμαι σίγουρος ότι το κάνουμε όλοι. Είναι παράλογο να ανατριχιάζουμε μπροστά στη φρίκη που μας ταΐζουν τα δελτία; Πιστεύω ότι η πρώτη συμβουλή πρέπει να είναι όπως πάντα να κλείνει κανείς την τηλεόραση. Στην προκειμένη περίπτωση, που τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν συντονιστεί απολύτως με τα κανάλια των οκτώ ταΐζοντας αστυνομικό δελτίο τον κόσμο του διαδικτύου, ίσως είναι φρόνιμο να απομακρύνεται κάνεις και από αυτά.

Έχουμε φτάσει στο σημείο να γίνεται συνεχώς συζήτηση για υποθέσεις του αστυνομικού δελτίου. Φοβάμαι ότι ακόμα και η επίκληση του θεσμικού λόγου και των θεσμικών λύσεων, η αναφορά σε θεσμικές λύσεις για τη δημιουργία υποδομών που θα αφαιρούσε το πλαίσιο δράσης σε αυτούς τους δράστες, είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της συζήτησης, που καταλαμβάνεται πνιγηρά από μια συζήτηση που είναι είτε εντελώς απολιτική και εκφράζει μίσος για τους δράστες εγκλημάτων, είτε είναι πολιτική με την έννοια της αθέλητης και υπόρρητης υιοθέτησης μιας ακροδεξιάς ατζέντας που ζητά όλο και πιο αυστηρές ποινές, όλο και πιο σκληρό κράτος.

Θα θέσω ένα απλοϊκό κριτήριο, σαν ένα πρακτικό μπούσουλα: θα έκανες διαδήλωση για αυτό το θέμα; θα μπορούσες να φανταστείς και θα ήθελες να συμμετάσχεις σε μια διαδήλωση γι’ αυτό; Αν όχι, τότε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην είναι πολιτικό ζήτημα. Και αν κανείς θέλει να διαδηλώνουμε ζητώντας τιμωρίες για δράστες εγκλημάτων, δεν είναι μια διαδήλωση στην οποία θα πήγαινα εγώ.

Κλείνω με μία υπενθύμιση των πολιτικών εκβιασμών που συμβαίνουν κατά τη διεξαγωγή τέτοιων συζητήσεων. Προκειμένου να μη συζητείται η πολιτική, οι ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ ξεκινούν μια καμπάνια για το πώς οι ίδιοι είναι tough on crime, ενώ οι δημοκρατικοί είναι υπερβολικά ανεκτικοί. Αυτό στοίχισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις στους δημοκρατικούς, οι οποίοι έλεγαν απλώς πως αυτή η πολιτική στοχοποιεί τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας, μαύρους και φτωχούς, μέχρι ο Κλίντον να αντιληφθεί ότι μπορεί και αυτός να παίξει το ίδιο παιχνίδι, αντί να ανέχεται την καμπάνια που ταυτίζει την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων και υποδίκων με το έγκλημα. (Σε αυτό το ντοκιμαντέρ μπορείτε να δείτε αυτή την ιστορία αναλυτικά)

Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στον πειρασμό να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Δεν με ενδιαφέρει ως μέρος μιας κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά διότι με νοιάζει πάρα πολύ τι συζητάμε και ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτών που λέμε. Θέλω να πω ότι ο κυρίαρχος κομματικός λόγος έχει εύλογο συμφέρον στην προσπάθεια να αποπολιτικοποιήσει τη συζήτηση, βάζοντάς μας όλους μαζί εχθρούς του τέρατος. Αυτό που κρίνω ως πολιτικό μας συμφέρον είναι να μη χάνεται ποτέ η εστίαση από τα κεντρικά πολιτικά ερωτήματα και να μην αφηνόμαστε στην κατήχηση που παρέχουν τα αιμοδιψή δελτία των 8, ζητώντας όλο και πιο αυστηρές ποινές με πρόσχημα την καταπολέμηση ειδεχθών εγκλημάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτή η συζήτηση. Έχει ξαναγίνει, και καταλήγει να σημαίνει μόνο περισσότερη φυλακή για περισσότερους φτωχούς. Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός να αποφύγουμε την κατηγορία ότι δεν μισούμε αρκετά τα τέρατα, είμαι της άποψης ότι αξίζει τον κόπο να μη συντονιστούμε με αυτό το κλίμα.