Οι σημασίες των λέξεων αλλάζουν με τον καιρό. Ιδίως στην πολιτική, οι σημασίες αλλάζουν κατά τις διαθέσεις της εποχής, και μπορεί η κακόσημη λέξη να γίνει μέση λέξη και μετά εύσημη. Π.χ.: Η λέξη «δημοκρατία» δεν είχε πάντοτε θετικές συνδηλώσεις. Όχι μόνο στην αρχαιότητα: μέχρι τη γαλλική επανάσταση κανείς συγγραφέας δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «δημοκρατία» με θετικό πρόσημο. Όταν ο Γουέρντσγουορθ έγραφε «ανήκω στην απεχθή τάξη των ανθρώπων που ονομάζονται δημοκράτες» ήθελε να προκαλέσει, αλλά δεν αστειευόταν. Αντίστροφα, η λέξη «ιμπεριαλισμός» στα Αγγλικά σήμαινε κατά τον 19ο αιώνα τη δόξα της αυτοκρατορίας, υψηλό πατριωτισμό, δεν συνοδευόταν από αρνητικό πρόσημο. Το ίδιο συνέβη με την «αποικιοκρατία», που σήμαινε την υπερηφάνεια για την υπεροχή των λευκών, και με τη λέξη «καπιταλιστής», που ήταν μέση λέξη, σήμαινε απλώς τον κάτοχο κεφαλαίου. Μια τέτοια αλλαγή συμβαίνει σήμερα και στο πρόσημο της λέξης «απεργοσπάστης». 
 
Η περιγραφή του απεργοσπάστη στα Αγγλικά με τις λέξεις blackleg και scab έχει αμφίβολη ετυμολογία, είναι αδιαμφισβήτητης όμως δριμύτητας: είναι όροι έντονα προσβλητικοί, που συνδέονται οπωσδήποτε με βρισιές, ενδεχομένως και με αρρώστιες. Το τραγούδι «Blackleg miner» είναι ένα αμερικάνικο τραγούδι των αρχών του 20ου αιώνα για τον απεργοσπάστη ανθρακωρύχο, για τον οποίο λέγεται ότι καμία γυναίκα δεν τον κοιτάζει, κάνουν αγώνα για να τον πιάσουν, του τρίβουν λάσπες στο πρόσωπο, μπαίνουν στην ουρά για να τον πιάσουν από τον λαιμό και να του σπάσουν τα κόκαλα, τον πετούν στην Κόλαση και τον αποχαιρετούν λέγοντας να μην περιμένει να πεθάνει για να γραφτεί στο συνδικάτο. Το τραγούδι αυτό ξανατραγουδήθηκε με πολλές αφορμές κατά τον 20ο αιώνα, ανάμεσά τους και τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στην Αγγλία. Πρόκειται για χαρακτηριστικό τραγούδι μιας ολόκληρης κατηγορίας, που εκφράζει το μίσος απέναντι στον άνθρωπο που προδίδει τον αγώνα των εργατών για να εξυπηρετήσει το αφεντικό. 
 
Αυτή η λέξη λοιπόν σήμερα γνωρίζει μια καινούργια ιστορία, καθώς ο απεργοσπάστης γίνεται σιγά σιγά το θύμα που οι συνδικαλιστές (λίγοι, διεφθαρμένοι και βολεμένοι, κατά το ίδιο στερεότυπο) δεν τον αφήνουν να εργαστεί. Το δικαίωμα στη δουλειά αναβαπτίζεται και αυτό και δεν σημαίνει πια προστασία από την ανεργία, αλλά δικαίωμα στην υπονόμευση της απεργίας. Μπορεί με την ίδια διαδικασία να γίνει και ο απεργός βρισιά: «ποιον είπες απεργό, ρε;»