του Μηνά Κωνσταντίνου
Με χαρακτηριστική αγωνία, ο διευθυντής της Καθημερινής ισχυριζόταν πριν από λίγες μέρες πως «η ταχύτητα της ενημέρωσης είναι κάτι το εντυπωσιακό, αλλα και μια κατάρα ταυτόχρονα», αφού ο κάθε πολίτης μπορεί να κάνει τον δημοσιογράφο με ένα κινητό, εξαφανίζοντας την «πολυτέλεια» της διασταύρωσης της είδησης από τις εφημερίδες και τα κανάλια.
Στα τέλη του Αυγούστου, το περιστατικό του «θανάτου» του Κώστα Γαβρά από ψεύτικο λογαριασμό της νέας υπουργού Περιβάλλοντος, που έφτασε στους τίτλους ιστοσελίδων εφημερίδων και τηλεοράσεων, προσέφερε ένα ακόμα εκτυφλωτικό καθρέφτισμα της γύμνιας του παραδοσιακού Τύπου. Το γεγονός πως την είδηση μετέδωσε πλήθος διεθνών μέσων ενημέρωσης, δεν αποτελεί δικαιολογία για τα ελληνικά ΜΜΕ. Η διασταύρωση της είδησης ήταν προφανώς πιο εύκολη για τους Έλληνες δημοσιογράφους.
Το σφάλμα αυτό θα λάμβανε για μερικούς από τους πρωταγωνιστές των Μέσων αυτών καταστροφικές διαστάσεις, με τη σύγκριση της ποιότητας μεταξύ των εγχώριων και των αλλοδαπών δημοσιογράφων. Μεταξύ του tweet παραδοχής του λάθους και απολογίας του Associated Press και του σόου Πορτοσάλτε στα κοινωνικά δίκτυα και τις τηλεοράσεις, με ασφάλεια μπορεί κανείς να συμπεράνει πως ο Άρης Πορτοσάλτε δεν θα εργαζόταν ποτέ στο Associated Press.
Ωστόσο η φάρσα του Ιταλού, που ξεκίνησε την ψευδή είδηση, απλώς υπενθύμισε πόσο διάτρητο είναι το κυρίαρχο σύστημα πληροφόρησης και στην ελληνική επικράτεια.
Δεν υπήρχε όμως κανένας Ιταλός το 2009, όταν εφημερίδες όπως το Βήμα μετέδιδαν ολόκληρα ρεπορτάζ για «τα χαμόγελα που δεν έκρυψαν την ψυχρότητα» σε συναντήσεις που δεν συνέβησαν ποτέ, όπως εκείνη του Ερντογάν με τον Καραμανλή. Μάλιστα, ο τότε εκδότης Ψυχάρης είχε δικαιολογηθεί στην «απολογία» του, αποκαλύπτοντας πως «πολλές φορές [οι εφημερίδες της Κυριακής] αναφέρονται σε συναντήσεις και άλλες δραστηριότητες ως εάν επρόκειτο για γεγονότα». Ο εκδότης ομολογούσε πως αυτά έχουν συμβεί πολλές φορές, ότι «δεν είναι παράδοξο» οι συντάκτες αυτών των ρεπορτάζ να συντάσσουν τα κείμενά τους προτού ολοκληρωθούν (!) οι συναντήσεις και με βάση «διαρροές», αλλά «τα παθήματα δεν έχουν γίνει μαθήματα».
Ούτε το 2008 υπήρχε κάποιος Ιταλός να αναλάβει την ευθύνη, όταν το Mega μετέδιδε βίντεο με αλλοιωμένο ήχο και το δελτίο του υποστήριζε πως ο αστυνομικός Κορκονέας πυροβόλησε (και σκότωσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο) επειδή «δεχόταν επίθεση από 30 νεαρούς», (παρότι ο ένοχος «βρέθηκε» τελικά στο πρόσωπο του παραγωγού της εκπομπής μετά από τρία χρόνια). Ούτε και το 2013, όταν ο ΣΚΑΙ μετέδωσε κατά τις πρώτες ώρες πως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα έγινε σε «καβγά για το ποδόσφαιρο».
Η καθ’ ομολογίαν του Γιάννη Πρετεντέρη απόκρυψη της αλήθειας για τα στοιχεία της χρεοκοπίας, η επίσης καθ’ ομολογίαν απόκρυψη της είδησης για bank run από τη Μαρία Σπυράκη, το στημένο ρεπορτάζ των «προσκόπων» της Χρυσής Αυγής από το Πρώτο Θέμα, μεταδόθηκαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Τα υπέρογκα και επισφαλή δάνεια κομμάτων, τα αντίστοιχα θαλασσοδάνεια επιχειρηματιών και σε πολλές περιπτώσεις του… βασικού μετόχου πολλών μεγάλων μέσων ενημέρωσης, βρέθηκαν επίσης έξω από την εμβέλεια των παραδοσιακών ΜΜΕ. Ούτε τις μεγάλες λίστες καταθέσεων που έρχονταν από το εξωτερικό, ούτε τα μεγάλα διεθνή -με ελληνικό, συχνά, άρωμα- σκάνδαλα φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής παρακολούθησαν. Δεν τα αντιλήφθηκαν, δεν τα ανέδειξαν ποτέ.
Όμως το οικονομικό πεδίο δεν αποδείχθηκε το μόνο αδύνατό τους σημείο. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το «όνειδος της δίκης» της Χρυσής Αυγής. Τόσο κατά την άνοδο του ναζιστικού μορφώματος και τον καιρό της έξαρσης της εγκληματικής δράσης του, όσο και μετά, με τον τρόπο που έχουν καλύψει τη σημαντικότερη δίκη των τελευταίων ετών, έχει αποδειχθεί πως εκτός από το εργαλείο της μη καταγραφής και απόκρυψης γεγονότων, τους βαραίνει ευθύνη και για τη στρεβλή καταγραφή, για τις περιπτώσεις που δεν είναι εφικτό η πραγματικότητα να μένει στο σκοτάδι.
Από τους «αγανακτισμένους κατοίκους του Αγίου Παντελεήμονα» και το ξεδιάντροπο «τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο» για τον δολοφόνο Ρουπακιά, έως τα lifestyle «ρεπορτάζ» και κίτρινα πλυντήρια στους κατηγορούμενους και τη μη μετάδοση των καταθέσεων των μαρτύρων και της πλειοψηφίας των στοιχείων που παρουσιάστηκαν στη δίκη του ναζιστικού μορφώματος, η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Είτε έχουμε να κάνουμε με μία εγκληματικά συνενοχική συγκάλυψη, είτε με εντυπωσιακή δημοσιογραφική ανεπάρκεια. Που παραμένει εγκληματική και αδικαιολόγητη.
Όπως ορθά υπογραμμίζουν και συντάκτες που έχουν «λιώσει» στις δικαστικές αίθουσες για να φροντίζουν να ενημερώνονται οι πολίτες για την πορεία της δίκης του ναζιστικού μορφώματος, η πραγματική καρκινοβασία της δίκης είναι η στάση των «μεγάλων» ΜΜΕ. Που με ελάχιστες εξαιρέσεις έχουν ασχοληθεί μόνον σε επίπεδο κουτσομπολιού με τη δίκη, πότε για να την χρησιμοποιήσουν ως δόλωμα στο ψάρεμα των κλικς και της τηλεθέασης, και πότε για να διαστρεβλώσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η συντριπτική πλειοψηφία των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης αποδεδειγμένα δεν ενημέρωσε ποτέ -ως όφειλε- για ένα κορυφαίο γεγονός όπως την εγκληματική δράση ενός εκλεγμένου κόμματος και τη δίκη του, παρότι η ηγεσία του δημοσίως προτάσσει τον ναζισμό και έχει ένα βαρύ ποινικό μητρώο δολοφονικών επιθέσεων. Εάν στην εποχή της ταχύτητας και της ελευθερίας της πληροφορίας ο παραδοσιακός Τύπος δεν διστάζει να ενημερώσει με τόσο προβληματικό τρόπο, από πού προκύπτει η εγκυρότερη και υπεύθυνη ενημέρωση στο παρελθόν;
Σε αντίθεση λοιπόν με τις ψευδείς ειδήσεις, που παραπλανούν επειδή είναι απλώς αναληθείς, οι ισχυροί φορείς των ειδήσεων «συλλαμβάνονται» να παραπλανούν τακτικά, με επιλεκτική ενημέρωση, πολιτική στόχευση και εμπορικό όφελος. Καθώς το προϊόν που πωλούν τα ιδιωτικά ΜΜΕ δεν είναι η είδηση, αλλά η προσοχή του κοινού, οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί παρά να βρίσκονται πάντα στο βαθμό οικονομικής εξάρτησης του μέσου που μεταδίδει.
Η «έκπληξη» της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2012, οι «αστοχίες» των εκτιμήσεων για εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, η «ξαφνική» καταστροφική χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας το 2010, το «απροσδόκητο» κραχ του χρηματιστηρίου του 1999, το «πάρτυ» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και της Υγείας του 1997-2014 και μία σειρά γεγονότα που «έχασαν» τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, δεν ήρθαν σε μία ημέρα, όσο κι αν κάθε τόσο αναρωτιούνταν υποκριτικά «πως συνέβη αυτό το κακό».
Τα πεπραγμένα και οι αβλεψίες τους αποδεικνύουν πως τα κυρίαρχα, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, είχαν σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας πολύ πριν ξεσπάσει το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων. Προβλήματα που έχουν σχέση με τη χρηματοδότησή τους, είτε πρόκειται για σχέσεις με ολιγάρχες, είτε με το κράτος και τα πολιτικά κόμματα. Το μόνο στο οποίο συντέλεσαν η ταχύτητα και η προσβασιμότητα των πηγών σε σχέση με την «εγκυρότητα» τους, ήταν να γίνουν ορατά διά γυμνού οφθαλμού όλα τα παραπάνω. Τόσο γυμνού, όσο οι εγγυήσεις των θαλασσοδανείων εκδοτών και καναλαρχών, και τόσο ισοπεδωτικά, όσο η σύγκρουση συμφερόντων στο πεδίο της παραδοσιακής ενημέρωσης.
Με την κατάπτωση της αξιοπιστίας του παραδοσιακού Τύπου να πλήττει τελικά την αξία της ίδιας της ενημέρωσης, τα κάθε λογής κέντρα παραπληροφόρησης παραβιάζουν πλέον ανοικτές θύρες. Όμως η λύση δεν είναι να αλλάξει η κλειδαριά, αλλά το χέρι που κρατάει τα κλειδιά.