του Μηνά Κωνσταντίνου

«Πρέπει να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές». Μάκης Βορίδης, 21 Αυγούστου 2018

Δηλώσεις όπως η παραπάνω του Μάκη Βορίδη, μέχρι πριν από λίγα χρόνια θα αποτελούσαν το θέμα της ημέρας. Προϊόν ενδεχομένως της δημοσίευσης ερασιτεχνικού βίντεο από κάποια τοπική κομματική συγκέντρωση ή της τοποθέτησής του σε στενό φιλικό ακροατήριο. Σήμερα η δήλωση του αυτή γίνεται υπό τον μανδύα του τομεάρχη Εσωτερικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε δημόσια ραδιοφωνική συχνότητα (ρ/σ 247), και ομολογουμένως γίνεται και πάλι θέμα των ημερών.

«Μητσοτάκης, Σαμαράς, Βορίδης, Γεωργιάδης, είμαστε όλοι ενωμένοι στην υπεράσπιση των αξιών της πατρίδας. Είμαστε όλοι ακριβώς στην ίδια βάρκα, χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση» θα δηλώσει δύο ημέρες αργότερα ο ίδιος, σε μία πιο καλοκαιρινή εκδοχή της δεξιάς πολυκατοικίας και για να μην αφήσει κανένα περιθώριο για παρανοήσεις. Λίγο αργότερα, το ψηφιδωτό συμπληρώνει ο αντιπρόεδρος Άδωνις Γεωργιάδης, με τη δήλωσή του για την Αριστερά που όπου κυβέρνησε «θρηνούμε αίμα είτε φτώχεια».

Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν μερικές διάσπαρτες και αντανακλαστικές αντιδράσεις από μια ασθμαίνουσα πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ψιθύρους από την πλευρά της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας, με τις δυνάμεις που βρίσκονται Αριστερά όλων των παραπάνω να λάμπουν διά της απουσίας τους.

Πράγματι, όπως διαπίστωσε και ο ίδιος, με αφορμή αυτές τις δηλώσεις δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αντιπαρατεθεί κανείς προσωπικά. Άλλωστε, με μία αντίστοιχη ρητορική που κινείται στην ανάγκη «να ξεριζωθεί» η Αριστερά από τους θύλακες εξουσίας να εξυφαίνεται αγόγγυστα από ένα σημαντικό μέρος του κυρίαρχου Τύπου, στο όνομα πάντα του «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», οι δύο αυτές πρόσφατες αναφορές του Μ. Βορίδη μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρα μετριοπάθειας.
Καθώς όμως αυτές οι απόψεις διατυπώνονται δημόσια και από σημαντικό μέρος του κυρίαρχου, αλλά και του περιθωριακού Τύπου, διακρίνονται ξεκάθαρα μερικές συγκεκριμένες «παρεμβάσεις» στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται να προχωρήσει «χωρίς καθυστέρηση», άμα τη εκλογή του.

Κάτω από τις κραυγές για τον Ρουβίκωνα και τον νόμο Παρασκευόπουλου, εξακολουθούν να ακούγονται οι αυστηρές διακηρύξεις για την πλήρη αναθεώρηση του νομικού πλαισίου για την «δημόσια τάξη και την ασφάλεια», την αυστηροποίηση των ποινών για παντός τύπου δημόσιες διαμαρτυρίες, γιατί όχι και έναν νέο τρομονόμο, καθώς και η περαιτέρω εξαθλίωση των συνθηκών και εξαχρείωση του πλαισίου των φυλακών.
«Λες και στη δεξιά ιδεολογία υπάρχει κάποιο προαπαιτούµενο που λέει ότι πρέπει να συμμετέχουν οι διοικούµενοι στη διοίκηση. Εµείς που έχουµε µία συνέπεια ιδεολογική λέµε ακριβώς το αντίθετο: Όχι, οι διοικούµενοι δεν συµµετέχουν στη διοίκηση. Αυτή είναι η συνεπής θέση. Υπάρχει διάκριση διοικουµένων και διοικούντων και µόνο µερικώς το κάνει αυτό το συγκεκριµένο σχέδιο νόµου» Μάκης Βορίδης, συζήτηση ν. Διαμαντόπουλου- 23 Αυγούστου 2011
Οι συνεχείς και συχνά απειλητικού ύφους επιθέσεις στην κρατική τηλεόραση -που έχει βέβαια κάνει ελάχιστα για να μετατραπεί σε δημόσια- χτίζουν καθημερινά την νομιμοποίηση των έως και ανοιχτά ρεβανσιστικών «προεκλογικών» υποσχέσεων που δίνει η επίδοξη αυριανή κυβέρνηση, απέναντι σε έναν κρατικό φορέα ενημέρωσης στον οποίο επιτέθηκε εξίσου με σφοδρότητα κατά την προηγούμενη θητεία της Νέας Δημοκρατίας.

Οι κορώνες περί αριστείας και υποβαθμισμένων πανεπιστημίων προλειαίνουν απλώς -με σχεδόν θεολογική προσήλωση όμως- το έδαφος για μία επερχόμενη παλινόρθωση ενός ακόμα πιο αντιδραστικού νόμου Διαμαντοπούλου. Τον νόμο για τον οποίο ο ίδιος ο Μ. Βορίδης, υπό τη στέγη του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη τότε, χειροκροτούσε από το βήμα της Βουλής, καθώς «σήµερα εκείνο το οποίο καταλύεται ευτυχώς είναι το ιδεολόγηµα που οικοδοµήθηκε από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Υπουργός της Κυβέρνησης το οµολογεί, µπορεί άλλοι να διαφωνούν, µιλάω για τον κ. Λοβέρδο».

Τότε, που λίγους μήνες προτού βρεθεί στη Νέα Δημοκρατία με υπουργείο έδινε συγχαρητήρια στο ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου και «μάλωνε» το κόμμα του Αντ. Σαμαρά που ψήφιζε τον νόμο φοβικά, επειδή «ψάχνει ακόμα την ταυτότητά του». Την ίδια ώρα, όλοι μαζί ψήφιζαν εκείνον τον νόμο που «απαντούσε ικανοποιητικά» στα προβλήματα της Ανώτατης Παιδείας. Προβλήματα που για έναν αντικειμενικό παρατηρητή, τον Γιάννη Στουρνάρα ας πούμε, που τότε έπαιρνε θέση ως καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής του ΙΟΒΕ, συγκεντρώνονταν κατά την αρθρογραφία του στην σημαντική συμμετοχή των φοιτητών στην εκλογή πρυτάνεων και προέδρων, στις «άπειρες εξεταστικές περιόδους», στους αιώνιους φοιτητές, στην πολιτικοποίηση των φοιτητών και στο άσυλο. 

Κορωνίδα αυτής της αντίληψης, η αλλαγή του εκλογικού νόμου για αυτοδιοικητικές και εθνικές εκλογές, που προσφάτως πέρασε σε μια φάση πιο «απλή αναλογική», με την έκδηλη οδύνη τους για την απώλεια των μπόνους-δώρων και την αγωνία για την πορεία της στροφής του κόσμου στην αυτοδιοίκηση να μην επιδέχονται καμίας περαιτέρω επεξήγησης.

«Παρεμβάσεις» σαν τις παραπάνω, αφενός στοχοποιούν ανοιχτά τα ίδια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοκρατικών θεσμών και της ισονομίας, και αφετέρου στοχεύουν να εκμεταλλευτούν την ανάγκη υπογράμμισης διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δύο κομμάτων που ευαγγελίζονται λίγο έως πολύ την ίδια οικονομική πολιτική, με σκοπό την εφαρμογή ακόμα πιο αντιδραστικών πολιτικών στα υπόλοιπα πεδία.

Την ίδια ώρα, η ρητορική όξυνση και η ανερυθρίαστη επιθετικότητα απέναντι στον έλεγχο πεπραγμένων πρώην υπουργών και πρωθυπουργών από τη δικαιοσύνη με αφορμή την υπόθεση Novartis, η βροντερή μετατόπιση των παραταξιακών θέσεων σε εθνικά ζητήματα, τα οποία έχει εν πολλοίς η ίδια διαμορφώσει κατά το πρόσφατο παρελθόν, όλο και δεξιότερα με κύριο παράδειγμα το Μακεδονικό, η ταύτιση με τις πιο αντιμεταναστευτικές απόψεις της υπόλοιπης Ευρώπης, οι αντικοινωνικές, αντιευρωπαϊκές και αντιφιλελεύθερες σε τελική ανάλυση θέσεις σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτυπώνουν για μία σειρά από τομείς την ολοκληρωτική μετατόπιση των θέσεων της Νέας Δημοκρατίας σε όλο και πιο επιθετικές γραμμές, απέναντι στον κόσμο της Αριστεράς.

Η ρητορική περί ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς μετράει στον δημόσιο διάλογο μόλις δυο δεκαετίες, και μέχρι πρόσφατα παρέμενε σε στενά, νεοφιλελεύθερα και περιθωριακά πλαίσια. Με το «τσάκισμα της Αριστεράς» και τις διακηρύξεις για τη θεσμική αποκοπή της από τα κέντρα εξουσίας να βρίσκονται πλέον στην πρώτη σελίδα της προεκλογικής ατζέντας, απαιτείται απάντηση από όλο το φάσμα του πολιτικού σκηνικού. Δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, που μοιάζει να έπεσε από την μνημονιακή Ακρόπολη και να βρίσκει «αντιδεξιό» πορτοφόλι.
«Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται ένα συμπλήρωμα (…) Μπορεί να είναι ο Κωνσταντόπουλος, η Παπαρήγα, ο Τσοβόλας, ο Τσοχατζόπουλος; Φυσικά όχι. Ποιοι είναι; Είναι αυτοί που πήγαν στο ΠΑΣΟΚ πιστεύοντας το “η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες”. Είναι η Πολιτική Άνοιξη, είναι οι ευρισκόμενοι δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, η Χρυσή Αυγή που έχει πρωταγωνιστές του αγώνα, και μπορεί η Χρυσή Αυγή με όσο κόσμο έχει, πολλούς ή λίγους, να κάνει τόσο θόρυβο και να συμμετέχει, όσο δεν μπορεί σήμερα, δυστυχώς, να κάνει η ΟΝΕΔ, η οποία δεν έχει καμία σύγκριση με την ΟΝΕΔ της δεκαετίας του '80. Είναι η ΕΠΕΝ, οι βασιλικοί, οι αμετανόητοι… Αυτοί δεν χρειάζονται;» Γιώργος Καρατζαφέρης- 1998, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και δυο χρόνια πριν ιδρύσει το ΛΑΟΣ.
Υπό αυτό το πρίσμα, και δεδομένης της εκκωφαντικής απουσίας ουσιαστικού αντιλόγου εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι δηλώσεις του Μ. Βορίδη μόνο δεν μπορούν να υποβαθμίζονται. Ακόμη και εάν θεωρηθούν το απονενοημένο διάβημα των «ακροδεξιών σταγονιδίων» που την κυρίευσαν τα τελευταία χρόνια, για να ξορκιστούν χρειάζονται πολλά περισσότερα από αντανακλαστικές δηλώσεις και ποστ στα κοινωνικά δίκτυα.

Ειδικά για όσους σήμερα αυτοπροσδιορίζονται ως Αριστερά και δίνουν πύρινους λόγους ιδεολογικής καθαρότητας, δηλώσεις σαν αυτές που -έστω διά της σιωπής- φέρονται να εκφράζουν την αξιωματική αντιπολίτευση στο σύνολό της, θα πρέπει να αξιολογηθούν και να αναλυθούν με αισθητά μεγαλύτερη σοβαρότητα από φεϊσμπουκικού ύφους ανακοινώσεις και διασκεδαστικά χάσταγκ. Και να απαντηθούν.

Θα έλεγε κανείς πως απάντηση οφείλουν να δώσουν και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι χώροι του κέντρου, ένθεν κακείθεν. Ωστόσο, η πλειοψηφία του δεξιόστροφου κέντρου παρακολουθεί συχνά με ενθουσιασμό αυτή τη στροφή της δεξιάς παράταξης, ενώ πολλές φορές δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει τις διαφορές των θέσεων της λεγόμενης κεντροαριστεράς από την κεντροδεξιά.

Όμως τη σπουδαιότερη απάντηση οφείλουν να δώσουν όσες δυνάμεις βρίσκονται ακόμη επάνω σε αυτή τη βάρκα της Νέας Δημοκρατίας. Είκοσι χρόνια πριν, ο βουλευτής -τότε- της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργος Καρατζαφέρης, απηύθυνε ένα προσκλητήριο που έμεινε στην ιστορία καλώντας αυτούς «που πήγαν στο ΠΑΣΟΚ πιστεύοντας το “η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες”», την Πολιτική Άνοιξη του Αντ. Σαμαρά, τους «ευρισκόμενους δεξιά της Νέας Δημοκρατίας», τη Χρυσή Αυγή, τους χουντικούς της ΕΠΕΝ, τους βασιλικούς, για να μοιραστούν όλοι μαζί την εξουσία στη Νέα Δημοκρατία.

Πόσο ακόμα θα μοιάσει η Νέα Δημοκρατία σε αυτή που οραματιζόταν μέσα από το σήμα του Τελεσίτι ο Γιώργος Καρατζαφέρης πριν είκοσι χρόνια; Και κυρίως, για που βάζει πλώρη και με ποιους καπετάνιους;