Της Τζένης Τσιροπούλου και του Μπάμπη Πολυχρονιάδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα αγγλικά στο International Press Institute.
Κάθε Παρασκευή, ο Γιώργος Καραϊβάζ αγόραζε λουλούδια ή γλυκά για τη γυναίκα του και τον γιο του επιστρέφοντας από το τηλεοπτικό στούντιο. Στις 9 Απριλίου 2021 δεν πρόλαβε. Ένα μαύρο σκούτερ με δύο αναβάτες σταμάτησε δίπλα του. Δέκα σφαίρες διαπέρασαν το κορμί του αστυνομικού ρεπόρτερ. Ήταν 2.30 το μεσημέρι, κάτω από το σπίτι του. Η Greek mafia μόλις είχε εκτελέσει ένα συμβόλαιο θανάτου για να σιωπήσει για πάντα τη φωνή ενός δημοσιογράφου.
Πρόκειται για μια υπόθεση περίπλοκη αφού η δολοφονία εντάσσεται στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος το οποίο δεν αφήνει πίσω του ίχνη, ενώ βασίζεται σε πολύ ισχυρά δίκτυα. Η δίκη Καραϊβάζ, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, δεν έφερε στο φως την αλήθεια. Αυτή τη στιγμή, οι δράστες και οι ηθικοί αυτουργοί κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Θα τους βρει η ελληνική αστυνομία; Γιατί η Ελλάδα ζήτησε μόνο τη διαδικτυακή συνδρομή της Europol και όχι το να έρθει στη χώρα και να συμβάλει ενεργά στην έρευνα, αξιοποιώντας την εμπειρία της σε παρόμοιες δολοφονίες; Θα συγκρουστεί το κράτος με το οργανωμένο έγκλημα;
Ποιος ήταν ο Καραϊβάζ
Ο Γιώργος Καραϊβάζ καταγόταν από αγροτική οικογένεια, από ένα μικρό χωριό της βόρειας Ελλάδας. Σε νεαρή ηλικία αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Όνειρό του ήταν να κάνει πολιτικό ρεπορτάζ αλλά στο ξεκίνημα της καριέρας του, του ανέθεσαν το αστυνομικό ρεπορτάζ. Αυτό που 30 χρόνια μετά, θα του κόστιζε την ίδια του τη ζωή.
Ως αστυνομικός ρεπόρτερ, ο Καραϊβάζ εργάστηκε σε εφημερίδες και την τηλεόραση. Το 2009 άνοιξε το bloko.gr. Το site δημοσίευε αστυνομικές ειδήσεις και θέματα για τα οικονομικά της αστυνομίας, τον συνδικαλισμό, τις μεταθέσεις, κλπ.
Στο bloko.gr, ο Καραϊβάζ υπέγραφε και δικά του κείμενα άποψης που βασίζονταν σε όσα γνώριζε σε βάθος για τον κόσμο του εγκλήματος και του παρακράτους χάρη σε ένα μεγάλο δίκτυο πηγών.
Προς το τέλος της ζωής του, τα κείμενα του Καραϊβάζ ήταν συναισθηματικά φορτισμένα εξαιτίας των όσων γνώριζε για την Greek Mafia, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά.
Greek mafia σημαίνει το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα που πουλάει φύλαξη σε οίκους ανοχής και χαρτοπαικτικές λέσχες, ευθύνεται για εκβιασμούς και συμβόλαια θανάτου. Στην εγκληματική οργάνωση βρίσκονται απόστρατοι αστυνομικοί, δικηγόροι και άνθρωποι της νύχτας. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην ελληνική Δικαιοσύνη μια μεγάλη υπόθεση κατά της Greek mafia, στην οποία ο Καραϊβάζ θα κατέθετε, αν ήταν ζωντανός. Κοντινοί του άνθρωποι πιστεύουν ότι γι’ αυτό τον εκτέλεσαν. Για να μην προλάβει να μιλήσει σε αυτή τη δική.
Σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, μάλιστα, ο δημοσιογράφος έγραφε για το ενδεχόμενο να τον “ισοπεδώσουν βιολογικά”. Όπως και έγινε.
Μια αργή έρευνα και ερωτηματικά για τη (μη) συνεργασία της ελληνικής Αστυνομίας με την Europol
Ο Καραϊβάζ δολοφονήθηκε εξαιτίας της δημοσιογραφικής του ιδιότητας και αυτό δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από καμία πλευρά.
Η έρευνα για τη δολοφονία του δεν έθεσε ποτέ το ενδεχόμενο να επρόκειτο για επίλυση ιδιωτικής διαφοράς.
“Είναι ένα ειδεχθές έγκλημα κατά της ελευθεροτυπίας”, είχε πει αμέσως δημόσια ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ενώ διαμήνυσε ότι η ελληνική αστυνομία θα βρει τους ενόχους “πολύ γρήγορα” και “με ρητή εντολή [του Πρωθυπουργού] θα επισπευσθούν οι έρευνες”.
Τα επόμενα δύο χρόνια υπήρξε μόνο σιωπή.
Στις 28 Απριλίου 2023, τελικά, δύο αδέρφια συνελήφθησαν για τη δολοφονία Καραϊβάζ.
Ας θυμίσουμε εδώ, ότι το timing θεωρήθηκε “περίεργο” καθώς σε έναν μήνα θα γίνονταν οι εθνικές εκλογές.
Η ελληνική αστυνομία ισχυρίζεται ότι υπήρξε συνεργασία με την Europol. Πηγές της αστυνομίας μάς διευκρίνισαν ότι η συνεργασία με την Europol έγινε “διά αλληλογραφίας”, μέσω email. Η ελληνική αστυνομία, δηλαδή, δεν ζήτησε από την ευρωπαϊκή αστυνομία να έρθει στην Ελλάδα σε κανένα στάδιο της έρευνας.
Το μεγάλο ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής:
Γιατί η ελληνική αστυνομία δεν ζήτησε από την Europol να έρθει στην Ελλάδα με φυσική παρουσία ώστε να αξιοποιήσει τη μεγάλη εμπειρία της ευρωπαϊκής αστυνομίας σε παρόμοιες έρευνες; Στην Ευρώπη, υπήρξαν δύο ακόμα δολοφονίες δημοσιογράφων – της Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία, το 2017, στη Μάλτα και του Γιαν Κούτσιακ, το 2018, στη Σλοβακία. Και στις δύο αυτές δολοφονίες, η Europol κλήθηκε από τις εγχώριες Αρχές να μεταβεί στη χώρα. Στη Μάλτα, όπως μας επιβεβαίωσε η οικογένεια της Καρουάνα Γκαλιζία, μετέβησαν αξιωματικοί της Europol και του FBI. Η Europol έμεινε εκεί “για χρόνια, και βοήθησε στην έρευνα και στο να μην καταστραφεί ή εξαφανιστεί κανένα στοιχείο”. Παρομοίως στη Σλοβακία, κατόπιν αιτήματος των σλοβάκικων Αρχών, αξιωματούχοι της Europol μετέβαιναν τακτικά στη χώρα παίζοντας σημαντικό ρόλο στην έρευνα και τις επιχειρήσεις.
Το δεύτερο ερώτημα που εγείρεται είναι το πότε πραγματικά ξεκίνησε η συνεργασία μεταξύ ελληνικής αστυνομίας και Europol καθώς πηγές της αστυνομίας μάς είπαν ότι η Europol κλήθηκε “από τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία”, τον Απρίλιο 2021, ενώ στον ελληνικό Τύπο το πρώτο σχετικό ρεπορτάζ δημοσιεύεται στις 29 Απριλίου 2023, αμέσως μετά τις συλλήψεις των κατηγορουμένων, μιλώντας σε μελλοντικό χρόνο για τη συνεργασία με την Europol:
“Ένα από τα πιο σημαντικά χαρτιά στην εξιχνίαση μεγάλων υποθέσεων ενεργοποιεί η Ελληνική Αστυνομία για να καταφέρει να βρει στοιχεία και για τα άλλα τρία άτομα τα οποία αναφέρονται στη δικογραφία για τη δολοφονία του Γιώργου Καραιβάζ […] Είναι η πρώτη φορά που θα γίνει αυτό ενώ το αποτέλεσμα αναμένεται σε λίγους μήνες”.
Να σημειώσουμε, πάντως, ότι επίσημη ανακοίνωση για τη συνεργασία ΕΛ.ΑΣ – Εuropol δεν υπήρξε ποτέ.
Πίσω στους δύο κατηγορούμενους – ποια ήταν τα δύο αδέλφια που συνελήφθησαν;
Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για άτομα που είχαν “περιφερειακό ρόλο” στην εκτέλεση, ενώ αργότερα διακινήθηκαν πληροφορίες ότι ο ένας ίσως είναι ο εκτελεστής.
Τα δύο αδέλφια, 40 και 48 ετών, είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν για ληστεία αλλά είχαν αθωωθεί. Ο μικρότερος αδερφός κατηγορήθηκε και για δεύτερη δολοφονία της Greek mafia, όμως πρόσφατα αθωώθηκε και για αυτήν.
Οι δύο άντρες προφυλακίστηκαν για 15 μήνες και το καλοκαίρι του 2024, πριν την εκπνοή του 18μηνου ορίου προφυλάκισης, ξεκίνησε η δίκη Καραϊβάζ.
Στη δίκη
Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Ιουνίου. Από τη μια πλευρά η μητέρα, η αδερφή και η χήρα του δολοφονημένου δημοσιογράφου, μαζί με τους τρεις δικηγόρους τους. Από την άλλη πλευρά, οι δύο κατηγορούμενοι και οι τρεις συνήγοροι υπεράσπισης.
Βρισκόμαστε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών όπου μαζί με τους τρεις τακτικούς δικαστές, συναποφασίζουν με ισότιμη ψήφο, για την αθώωση ή την ενοχή των κατηγορουμένων, και τέσσερις ένορκοι.
Τα βασικά στοιχεία της αστυνομικής έρευνας στα οποία στηρίχθηκε η δικογραφία ήταν τα εξής:
Ένα λευκό βαν της εταιρείας απολυμάνσεων του μεγαλύτερου αδερφού εντοπίστηκε από κάμερες πολυκατοικιών κοντά στο σπίτι του Καραϊβάζ τόσο την προηγούμενη, όσο και την ημέρα της δολοφονίας.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στην περιοχή για να μοιράσει διαφημιστικά φυλλάδια της εταιρείας. Αν και θεωρείται εξαιρετικά ασυνήθιστο μια εταιρεία να διανέμει φυλλάδια επί δύο ημέρες στα ίδια οικοδομικά τετράγωνα, εντούτοις, δεν υπήρχε οπτικό υλικό που να δείχνει τον κατηγορούμενο να ανεβαίνει στο μαύρο σκούτερ που επιβεβαιωμένα οδηγούσαν οι δύο δράστες.
Αστυνομικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ελληνικής Αστυνομίας ισχυρίστηκε στο δικαστήριο ότι, κατά την κρίση του, το βαν είχε παρκάρει σε ένα τυφλό από κάμερες σημείο. Εκεί, το σκούτερ προσέγγισε το βαν, τα δύο αδέρφια επιβιβάστηκαν και διέπραξαν το έγκλημα. Στο ίδιο τυφλό σημείο, μέσα στο βαν, άλλαξαν ρούχα και κράνη μετά τη δολοφονία και διέφυγαν.
Οι κατηγορίες βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στον σωματότυπο των δύο αδερφών σε μια προσπάθεια σύγκρισης με τον σωματότυπο των δραστών, όπως αυτός διακρίνεται στις κάμερες.
Για τον μικρότερο αδερφό δεν αποδεικνύεται ότι βρισκόταν στο σημείο της δολοφονίας, παρ’ όλο που ο μάρτυρας που αποτελούσε βασικό άλλοθί του, έπεσε σε κενά και αντιφάσεις κατά την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
Η Εισαγγελέας πρότεινε “την ενοχή και των δύο κατηγορουμένων χωρίς αμφιβολία”. Διευκρίνισε, δε, ότι στο οργανωμένο έγκλημα μπορούμε να βγάλουμε απόφαση με βάση ισχυρές ενδείξεις καθώς είναι πολύ δύσκολο να υπάρχουν αποδείξεις. Ως κίνητρο, η εισαγγελέας είδε τις γνώσεις του Καραϊβάζ για το οργανωμένο έγκλημα και αποκαλύψεις που κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα έκανε.
Οι κατηγορούμενοι τελικά αθωώθηκαν. Οι ψήφοι – τακτικών δικαστών και ενόρκων – ήταν 5-2 υπέρ του ενός αδελφού και 6-1 για τον άλλον.
Στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Ο κατήγορος, δηλαδή, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του.
Έτσι, ελλείψει αποδείξεων όπως DNA ή αποτυπώματα, τα δύο αδέλφια αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών.
Το μυστηριώδες CD που καταστράφηκε με… συρραπτικό
Η δίκη Καραϊβάζ με έναν περίεργο τρόπο συνάντησε και το μεγάλο ελληνικό σκάνδαλο των υποκλοπών. Κατά τη διάρκεια της δίκης, η εισαγγελέας ανέφερε ότι υπήρχε ένα CD με περιεχόμενο από το κινητό τηλέφωνο του Καραϊβάζ το οποίο όμως καταστράφηκε γιατί κάποιος το σύρραψε!
Παρά τις διαρροές από παράγοντες της δίκης, ότι το CD περιείχε μόνο κάποια ονόματα τηλεφωνικών επαφών του Καραϊβάζ, γνωρίζουμε από εισαγγελικό έγγραφο που αναγνώσαμε, ότι το CD περιείχε ιστορικό επαφών, φωτογραφίες, βίντεο και γραπτά κείμενα που αντάλλαζε ο εκλιπών με πηγές του.
Ανάμεσα στις επαφές που είχε ο δολοφονημένος δημοσιογράφος στο Whatsapp, ήταν οι “Δημητριάδης” και “Κοντολέων” – ονόματα που παραπέμπουν στον πρώην διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου (και ανιψιό του Έλληνα Πρωθυπουργού), Γρηγόρη Δημητριάδη, καθώς και στον πρώην διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Παναγιώτη Κοντολέων.
Και οι δύο παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους τον Αύγουστο του 2022 μετά τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Δεδομένου του ρόλου του οργανωμένου εγκλήματος και των δεσμών του με την αστυνομία καθώς και της σημασίας που είχε το CD ως αποδεικτικό στοιχείο για την έρευνα, τίθεται το ερώτημα: Ποια μέτρα έλαβαν οι Αρχές για να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της έρευνας απέναντι σε τυχόν απόπειρες υπονόμευσης; Και διερευνήθηκαν πλήρως οι συνθήκες γύρω από την καταστροφή δυνητικά βασικών αποδεικτικών στοιχείων;
Ο φόβος. Και μια νέα σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου σε αναμονή
Στα διαλείμματα της δίκης, στα δημοσιογραφικά και νομικά πηγαδάκια ακουγόταν συχνά ότι “επικρατεί διάχυτος φόβος”. Όχι χωρίς λόγο, εφόσον πρόκειται για μια δίκη που αφορά το οργανωμένο έγκλημα.
“Επάρκεια αποδείξεων υπήρχε. Όλα τα άλλοθι κατέρρευσαν. Αλλά όποιος δεν θέλει να δει την αλήθεια, δεν θα τη δει ποτέ. Το Κράτος Δικαίου πρέπει να είναι σε συνεχή σύγκρουση με το οργανωμένο έγκλημα και την ελληνική μαφία. Συμβαίνει όμως αυτό;” λέει στο IPI ένας από τους δικηγόρους της οικογένειας Καραϊβάζ, Αντώνης Ξυλουργίδης.
Την ώρα που γράφεται αυτό το ρεπορτάζ, μία κρίσιμη δικονομική εξέλιξη λαμβάνει χώρα:
Η μητέρα και η αδελφή του δημοσιογράφου κατέθεσαν στον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης. Οι δικηγόροι της οικογένειας, στην αίτηση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης, επικαλούνται κυρίως το CD που αναφέραμε παραπάνω. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι το CD καταγράφηκε στα πρακτικά της δίκης ως στοιχείο που εξετάστηκε και αναγνώστηκε, ενώ επίσημα, δεν το είδε ποτέ κανείς.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν ο Άρειος Πάγος κάνει δεκτό το αίτημα της οικογένειας, η υπόθεση ανοίγει ξανά και η δίκη ξεκινάει από την αρχή.
Εν τω μεταξύ, πηγές της ελληνικής αστυνομίας, είπαν στο IPI ότι “Η έρευνα συνεχίζεται μέχρι να βρεθούν οι δράστες”.
Δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου χωρίς Δικαιοσύνη
Η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ είναι αδιαμφισβήτητα ένα προσωπικό δράμα για τους αγαπημένους του. Είναι όμως και μια πολύ σοβαρή απειλή για τη δημοσιογραφία και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, η οποία κατατάσσεται τελευταία στις χώρες της ΕΕ στο Press Freedom Index των RSF.
Πόσο εύκολα θα ερευνήσει και θα δημοσιεύσει ένας δημοσιογράφος μετά από τη δολοφονία του συναδέλφου του;
“Η μακροχρόνια ατιμωρησία σε τέτοια σοβαρά εγκλήματα κατά του Τύπου επιδεινώνει αυτόν τον φόβο. Οι ελληνικές Αρχές πρέπει να φέρουν τους δράστες στη Δικαιοσύνη και να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας των δημοσιογράφων” λέει ο Pavol Szalai των RSF.
Στην Ελλάδα, όμως, το 90-95% των ανθρωποκτονιών του οργανωμένου εγκλήματος παραμένουν ανεξιχνίαστες.
Η δολοφονία Καραϊβάζ θέτει επιτακτικά ένα ερώτημα: Η ελληνική κυβέρνηση, η αστυνομία και η Δικαιοσύνη, θα συγκρουστούν επιτέλους με το οργανωμένο έγκλημα που δολοφόνησε τον δημοσιογράφο ή θα εξακολουθήσουν να επιτρέπουν να κυριαρχεί η αδικία, η επίδραση της μαφίας και οι απειλές κατά της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα;