Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Σε αντίθεση προς την κυρίαρχη ανθρωπιστική αγόρευση, που ιεροποιεί τη μνήμη των θυμάτων, αγνοώντας ή και απορρίπτοντας τις στρατεύσεις τους, η επαναστατική μελαγχολία στρέφει το βλέμμα της στους νικημένους. Βλέπει τις τραγωδίες που συνδέονται με τις χαμένες μάχες του παρελθόντος σαν βάρος και σαν χρέος, που περιέχουν επίσης μια επαγγελία λύτρωσης. Έντζο Τραβέρσο
Η απεργία πείνας, η ηθική, η πολιτική
Ήδη προτού ο Δημήτρης Κουφοντίνας διακόψει την απεργία πείνας, αρνούμενος ανακουφιστικά το ρόλο του «θύματος», παρακολουθήσαμε απορημένοι τα σχόλια μιας πλευράς του δημόσιου λόγου: «Η κυβέρνηση τον έκανε ήρωα», είπε δήθεν περίλυπος ο ένας – με παροιμιώδη έλλειψη ενσυναίσθησης, ενώ ο «ήρωας» βρισκόταν ακόμα στα πρόθυρα του θανάτου. «Σταματώντας, απομυθοποιήθηκε», ακολουθούσε με ασύγγνωστη ελαφρότητα πληκτρολογίου ο άλλος, λίγο μετά τη διακοπή της απεργίας. «Aπογοήτευσε εκείνους που ήθελαν ένα σύμβολο», συμφωνεί ο τρίτος – καθηλωμένος στη βεβαιότητα ότι οι «απέναντι θέλουν νεκρό».
Μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η φράση του Μπρεχτ: «Αλοίμονο στη χώρα που χρειάζεται ήρωες». Ξαναδιαβάζω τη δήλωση του απεργού, που γνωρίζει καλά τον Μπρεχτ: «Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε». Νίκη ή ήττα, λοιπόν;
Αγώνας αλήθειας
Αν η απεργία πείνας ήταν αποκλειστικά αγώνας ηθικής, ο Δημήτρης Κουφοντίνας έδωσε για 65 μέρες έναν αγώνα ηθικού μεγαλείου – και τον κέρδισε, μόνο γιατί έβαλε μέσο τη ζωή του· όχι το πληκτρολόγιο: Ποιος πιστεύει σήμερα το ψέμα της κυβέρνησης, ότι τάχα τον μετήγαγε σύννομα στον Δομοκό λόγω πανδημίας; Ποιος παίρνει στα σοβαρά το δεύτερο ψέμα, ότι στον Κορυδαλλό βρίσκονται μόνο υπόδικοι – όταν το διέψευσε ο ίδιος ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, θυμίζοντας πού εκτίουν ποινή οι καταδικασμένοι ως μέλη της «17Ν» («Τα Νέα», 1.2.2021); Ποιος πείθεται ότι ο Κουφοντίνας «εκβίασε» το κράτος ζητώντας «προνόμια», μετά τη διπλή παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, της Ελληνικής Ένωσης, της ΕΕΔΑ, της Ένωσης Δικαστών; Ποιος εμπιστεύεται τα «ρεπορτάζ» των συστημικών Μέσων, ενώ το τουίτερ καλεί στο μποϋκοτάζ τους; Πού χάθηκε ο ελληνικός τραμπισμός, να ξαναπεί για «ψεύτικη απεργία πείνας», μετά τις αλλεπάλληλες ανακοινώσεις του νοσοκομείου της Λαμίας;
Ηθικά, ο Δημήτρης Κουφοντίνας είναι ο Δαβίδ που θα ντρόπιαζε τον Γολιάθ, αν ο Γολιάθ μπορούσε να νιώσει ντροπή. Όμως η απεργία πείνας ήταν αγώνας πολιτικός, με σαφές αίτημα, και σαφή αντίπαλο – την κυβέρνηση. Μπορούμε να μιλάμε, λοιπόν, για πολιτική νίκη, όταν το μεν αίτημα του Κουφοντίνα απορρίφθηκε από την κυβέρνηση και την ΚΕΜ της κ. Νικολάου (δηλαδή …από την κυβέρνηση) – τα δε δικαστήρια εμφανίστηκαν «αναρμόδια» ή πλήρως στοιχισμένα με την κυβερνητική άποψη ότι ο απεργός «κάνει κακό στον εαυτό του»;
Πολιτικός κρατούμενος
Το στοιχειώδες που ζήτησε ο Κουφοντίνας για τον εαυτό του, επικαλούμενος έναν φωτογραφικό νόμο εναντίον του, δεν το κέρδισε. Ό,τι τον ξεχωρίζει, όμως, εδώ και δεκαετίες, από τους ποινικούς εγκληματίες –τους «σίριαλ κίλερ», όπως έλεγε το επιχείρημα-«υπερόπλο» της κυβερνητικής προπαγάνδας–, είναι ακριβώς ότι ο ίδιος δεν μερίμνησε ποτέ για τον εαυτό του. Ξεφυλλίζω την παλιότερη συνέντευξή του στον Τάσο Παππά, το βιβλίο «13 απαντήσεις». Θυμάται ο ίδιος:
Όπως το διατύπωσε συνοπτικά, με τη λιτή και περιεκτική έκφραση που χαρακτηρίζει τη λαϊκή σοφία, ένας από τους σοβαρότερους ποινικούς θα που γνώρισα, «Εσείς είστε άλλη ιστορία, ό,τι κάνετε δεν το κάνετε για πάρτη σας» (σ. 112).
Καχεκτική δημοκρατία: μια «μελέτη περίπτωσης»
Με μέσο το σώμα του, ο Κουφοντίνας φώτισε για 65 μέρες τις πιο σκοτεινές πλευρές της σημερινής «καχεκτικής δημοκρατίας»: αυτής που, ευφημιστικά, σε μια ορισμένη αρθρογραφία, αναφέρεται ως «η δημοκρατία μας». Έδειξε ότι η εφαρμογή του νόμου προϋποθέτει τη χρήση οριακών μέσων – που, ακόμα κι αυτά, δεν είναι βέβαιο αν μπορούν να την εγγυηθούν. Κάπως έτσι, συναντήθηκε με τη δυσφορία για τις δυσανάλογες κορωνο-απαγορεύσεις, για το αίσχος της πανεπιστημιακής αστυνομίας, για τα εγκλήματα των ένστολων κρατικών μπράβων σε γειτονιές και πλατείες με πρόσχημα την πανδημία.
Η κυβέρνηση και τα Μέσα της ισχυρίστηκαν ότι ο Κουφοντίνας δεν απασχόλησε την ελληνική κοινωνία· αλλά τα ίδια Μέσα ήταν που διαμήνυσαν προς κάθε …ενδιαφερόμενο την ενεργοποίηση ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού προληπτικής αντιεξέγερσης (ή «πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης», στη σύγχρονη ευρω-ενωσιακή γλώσσα): «Η Άμεση Δράση», διαβάσαμε στην Καθημερινή, «έχει δημιουργήσει ομάδες επιφυλακής […] Η Ασφάλεια αντίστοιχα έχει χωρίσει το λεκανοπέδιο της Αττικής σε τομείς και κάθε αστυνομικός γνωρίζει ήδη σε ποια περιοχή θα κινηθεί […] Έχουν προβλεφθεί παρατηρητές στις ταράτσες κτιρίων, ενώ έχουν συγκροτηθεί και ανακριτικά συνεργεία σε περίπτωση μαζικών συλλήψεων […] Ενδεικτικό της ανησυχίας είναι ότι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και δικαστικοί κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα […]» (7.3.2021). Προς τι όλα αυτά, αν η κοινωνία …δεν ενδιαφερόταν;
Όλοι «17Ν»;
Στην πραγματικότητα, επί δύο σχεδόν μήνες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα συνειδητοποίησαν ότι η κριτική στη «17Ν» –αυτή που διατυπώθηκε συστηματικά και το 2002, και τόνιζε την υποκατάσταση εκ μέρους της των κινημάτων, τον μιλιταρισμό, την υποτίμηση της μεταπολιτευτικής τομής, τον υπερβάλλοντα πατριωτισμό της–, είχε νόημα όσο η οργάνωση δρούσε. 19 χρόνια μετά την εξάρθρωσή της, οι ίδιοι δεκάδες χιλιάδες αψήφησαν την ακραία «προληπτική» αστυνομική βία στις διαδηλώσεις αλληλεγγύης, την αλόγιστη χρήση χημικών, το σοβαρό κίνδυνο αυθαίρετων προσαγωγών, συλλήψεων και προστίμων, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας. Υπέστησαν –και τελικά νίκησαν– μια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα στα επίσημα ΜΜΕ, την εκτεταμένη λογοκρισία του επιτηρούμενου facebook, τις απειλές για φακέλωμα.
Σε μια χώρα όπου οι διαδηλώσεις πρακτικά απαγορεύονταν με πρόσχημα την πανδημία, η κρατική αδιαλλαξία και η βία έφεραν κοντά φοιτητές, διανοούμενους, νομικούς, καλλιτέχνες, μέλη σωματείων, οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, με στελέχη της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης – από ένα σημείο και μετά σε καθημερινή βάση. Δεν βγήκαν εξαρχής όλοι για τον Κουφοντίνα. Ήταν, όμως, η δική του απεργία πείνας, μετά τον αγώνα κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που έγινε καταλύτης για να σπάσει στον δρόμο ο τρόμος: η βία σε βάρος των δεκάδων, αρχικά, αλληλέγγυων ενέπνευσε πρωτοβουλίες, συμβολικές δράσεις και καταλήψεις, βγάζοντας στο δρόμο πολλαπλάσιους και επιβεβαιώνοντας, για πολλοστή φορά, το «παράδοξο της καταστολής»: αντί να φοβίσει, η αστυνομική βία εξόργισε.
Δεκάδες χιλιάδες παρενέβησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της ΠτΔ, του πρωθυπουργού, ευρωπαϊκών θεσμών και ξένων Μέσων, υποστηρίζοντας το αίτημα του απεργού. Ιδίως τις τελευταίες εβδομάδες, θεολόγοι, ιερείς, ακόμα και στελέχη της Δεξιάς, είτε έκαναν δημόσιες δηλώσεις, είτε διαμήνυσαν τη στήριξη στον απεργό, επιδιώκοντας να καμφθεί η αδιαλλαξία της κυβέρνησης – και αχρηστεύοντας τις προσπάθειες ηθικής αποδόμησης του απεργού ως «στυγνού δολοφόνου», που σαν τέτοιος δεν (πρέπει να) έχει δικαιώματα. Σε μια από τις ευγενέστερες στιγμές του κινήματος αλληλεγγύης, οι κρατούμενοι στις φυλακές Δομοκού Νίκος Μαζιώτης και Γιάννης Δημητράκης κατέβηκαν σε απεργία πείνας, μαζί με τους Βαγγέλη Σταθόπουλο και Πολύκαρπο Γεωργιάδη, και αργότερα την αναπληρώτρια καθηγήτρια της ΑΣΚΤ, Γεωργία Σαγρή.
Διεθνοποίηση
Ο αγώνας του Δημήτρη Κουφοντίνα διεθνοποιήθηκε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες. Πέρα από τις παρεμβάσεις του αντιπροέδρου της Επιτροπής Πρόληψης Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης, εμβληματικών διανοουμένων, ευρωβουλευτών και της Διεθνούς Αμνηστίας, που κατέδειξαν στο διεθνές κοινό το σύννομο του αιτήματος, δεκάδες συγκεντρώσεις αλληλέγγυων οργανώθηκαν σε πόλεις της Ιταλίας, το Ισπανικό Κράτος, τη Χώρα των Βάσκων, τη Γερμανία και τη Γαλλία, την Τουρκία, το Κουρδιστάν, την Αργεντινή, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάτι σάπιο υπάρχει στην κρατική «αντιτρομοκρατία»
Για πολλές εβδομάδες, το κίνημα αλληλεγγύης ανέδειξε στα μάτια και των πλέον ανυποψίαστων ότι η κρατική και διεθνής αντιτρομοκρατική στρατηγική –ιδίως στην Ελλάδα, όπου ο κύκλος της ένοπλης ακροαριστερής βίας έχει κλείσει από χρόνια— δεν αφορά μόνο τους «αδύναμους κρίκους», όσους δηλαδή συμμετείχαν σε οργανώσεις όπως η «17Ν». Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» (και σήμερα «της πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης»), ένας αστερισμός από ξένες πρεσβείες, την κυβέρνηση, κόμματα, ΜΜΕ, δικαστικούς και την αστυνομία, συρρικνώνει δραματικά τη δημοκρατία: αποδεσμεύεται από τις αρχές του κράτους δικαίου, χρησιμοποιεί/παραβαίνει τους νόμους με πολιτικές σκοπιμότητες, ασκεί βία ή «φακελώνει» πολίτες με βάση τα φρονήματά τους όπως μεταξύ ’50 και ’80, τρομοκρατεί ιδεολογικά την Αριστερά, και εννοεί να περιορίσει δραστικά τα όρια της νόμιμης αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, αν το κίνημα αλληλεγγύης στον απεργό είναι πια ο κορμός ενός πολύτιμου κινήματος για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας από τον κρατικό αυταρχισμό, αναρωτιέμαι: ποιος θα θυμάται αύριο μια μισάνθρωπη κρατική λειτουργό, ονόματι Σοφία Νικολάου;