Η «ελληνοτουρκική κρίση» των τελευταίων μηνών έχει ανασύρει τη λέξη «πόλεμος» από τα σκονισμένα βιβλία της ιστορίας τοποθετώντας την με κλιμακούμενη ένταση και συχνότητα στο επιούσιο (μιντιακό) μας λεξιλόγιο. Τα πρωτοσέλιδα γέμισαν από πηχυαίους τίτλους «Πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας: τι θα συμβεί τις πρώτες 24 ώρες», τα ταιμλάιν από χιουμοριστικά ευτράπελα με χάσταγκ #σε_περίπτωση_πολέμου, οι σημαίες βγήκαν στα μπαλκόνια, το φούμο επανήλθε στην πρώτη γραμμή των make-up artists και ένα ανήσυχο «βρε λες;» αιωρείται πάνω από τα κεφάλια ακόμα και των πιο κυνικών και ψύχραιμων από εμάς.
 
Εκείνοι που έζησαν και θυμούνται τον πόλεμο στην Ελλάδα γερνούν και, ένας-ένας και μία-μία, φεύγουν από τη ζωή. Όλοι οι υπόλοιποι που δεν γνωρίσαμε πόλεμο, τον φανταζόμαστε μέσα από αφηγήσεις, αναπαραστάσεις και, ενίοτε, ονειρώξεις εθνικιστικού τύπου. Κάποιοι φαντάζονται τον πόλεμο σαν μια σύρραξη φαντάρων σε τίποτα χαρακώματα στα σύνορα ίσως, μακριά από εμάς πάντως, καθώς, περιέργως, το «εμάς» ποτέ δεν ζει σε ακριτικές περιοχές. Λίγοι τολμούν να φτιάξουν εικόνες βομβαρδισμένων πόλεων, με θύματα όχι μόνο στρατιώτες αλλά και αμάχους. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτός ο πόλεμος θα αφορά τη διένεξη μεταξύ μονάχα δύο χωρών, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Και κάποιοι άλλοι βλέπουν αυτόν τον πόλεμο εντός του πλαισίου μιας σύγκρουσης μεγαλύτερων διαστάσεων ανάμεσα σε ισχυρότερους παίκτες, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία κατά πάσα πιθανότητα, το ξέσπασμα ενός Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτό που, χτυπημένοι από οξύ δυτικοκεντρισμό, συνήθως ξεχνούν οι περισσότεροι οραματιστές αυτού του πολέμου είναι ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεσπάσει. Το επίκεντρό του είναι η Συρία και η έναρξή του κάπου στο μακρινό, πλέον, 2011.

Το πρώτο εργαλείο που χρησιμοποίησαν οι αναλυτές στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον πόλεμο στη Συρία ήταν η «Αραβική Άνοιξη», ένα επαναστατικό κύμα διαδηλώσεων και εξεγέρσεων που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2010 στην Τυνησία και εξαπλώθηκε σαν ντόμινο στις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής φτάνοντας και τη Συρία. Κεντρικό σύνθημα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης ήταν το «Ash-shaʻbyurīdisqāṭan-niẓām» [الشعب يريد إسقاط النظام‎ ], δηλαδή «ο λαός θέλει να ανατρέψει το καθεστώς»· τα επιμέρους αιτήματα ποικίλλαν, βέβαια, από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με μια έρευνα που διεξήχθη από το πανεπιστήμιο του Cambridge κατά τη διάρκεια του 2011, βασικό αίτημα στο Μπαχρέιν ήταν η ισότητα των πολιτών ενώ στην Υεμένη κύριος λόγος της αναταραχής ήταν το χαμηλό εισόδημα. Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, τις δύο χώρες όπου η λαϊκή αναταραχή έφερε και ανατροπή των καθεστώτων, επικρατούσε η ανησυχία για την προσωπική ασφάλεια των πολιτών. Στη Συρία, τέλος, πυρηνικό αίτημα των διαδηλωτών ήταν η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.

Εκτός από ορισμένα διαφορετικά επιμέρους αιτήματα, η «Αραβική Άνοιξη» «άνθισε» με διαφορετικές αφορμές σε κάθε χώρα. Στην περίπτωση της Συρίας, μετά τη σύλληψη ενός άντρα για εξύβριση αστυνομικού τον Ιανουάριο του 2011 και 15 παιδιών που έγραφαν αντικυβερνητικά συνθήματα σε τοίχους της Ντάραα της Νότιας Συρίας τον επόμενο Μάρτιο, μεγάλο μέρος του συριακού λαού εξεγέρθηκε ενάντια στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ απαιτώντας την παραίτησή του. Η κυβέρνηση απάντησε με βίαιη καταστολή και στρατιωτικές επιχειρήσεις σε κάποιες πόλεις του Βορρά. Οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιούλιο όταν και ιδρύθηκε ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός από αντιπολιτευόμενα μέλη του εθνικού στρατού της Συρίας που ήθελαν την ανατροπή του Άσαντ. Από εκεί και πέρα ξεκινά και επίσημα ο Συριακός Εμφύλιος Πόλεμος όπου διαρκεί μέχρι και σήμερα με τη μεν κυβέρνηση του Άσαντ να υποστηρίζεται από τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ και την αντιπολίτευση, χοντρικά, από τις ΗΠΑ και τις συμμαχικές της δυνάμεις.

Το ερμηνευτικό σχήμα της «Αραβικής Άνοιξης», αν και είναι χρήσιμο για να εξηγήσει τις απαρχές του Συριακού Εμφυλίου, δεν αρκεί για την κατανόηση του φαινομένου πιο συνολικά. Η Αραβική Άνοιξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού ονόμασε «συμβάν», δηλαδή μια ρήξη στους νόμους της ύπαρξης που έπεται μιας παρέμβασης που αλλάζει τους κανόνες της προϋπάρχουσας κατάστασης. Η Αραβική Άνοιξη ήταν, λοιπόν, ένα συμβάν διότι ήταν μια ρήξη με την προϋπάρχουσα κατάσταση. Μια κριτική που μπορεί να γίνει, βέβαια, σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα είναι ότι το συχνά αποικιακό βλέμμα αυτών που το υιοθετούν βλέπει τον αραβικό κόσμο σαν να βρισκόταν σε έναν μόνιμα βαρύ και ζοφερό (πολιτισμικό, θρησκευτικό, πολιτικό) χειμώνα και να ήρθε η Αραβική Άνοιξη με ένα δυτικότροπο αίτημα εκδημοκρατισμού να τον ανατρέψει. Αυτή η οπτική αγνοεί όχι μόνο παλαιότερες εξεγέρσεις, αλλά και το γεγονός ότι ο αραβικός κόσμος έχει να επιδείξει πολλά (πολιτισμικά, θρησκευτικά και πολιτικά) επιτεύγματα στο παρελθόν. Η απάντηση, βέβαια, της Αυστραλής ακτιβίστριας και πανεπιστημιακού Λιν Σίγκαλ όταν της ασκήθηκε αυτή η κριτική από μια φοιτήτρια στο Λονδίνο το 2012 ήταν «η άνοιξη έρχεται κάθε χρόνο».

Ένα άλλο ερμηνευτικό σχήμα που χρησιμοποιήθηκε για την κατανόηση του Συριακού Εμφυλίου ήταν ο «Παγκόσμιος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας». Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο από την Αλ Κάιντα (ακόμα ένα κατά Μπαντιού «συμβάν»), οι ΗΠΑ κήρυξαν τον επονομαζόμενο «War on Terror», έναν πόλεμο όχι εναντίον ενός άλλου κράτους αλλά εναντίον του «Τρόμου», ενός ευφημισμού για τις πολλαπλές εστίες τρομοκρατών στη Μέση Ανατολή αλλά και στη Δύση. «Ο εχθρός μας» έλεγε ο Τζωρτζ Μπους στη σχετική ομιλία του «είναι ένα ριζοσπαστικό δίκτυο τρομοκρατών και κάθε κυβέρνηση που τους υποστηρίζει». Και στο όνομα του «Πολέμου εναντίον του Τρόμου», «εχθρός» των Ηνωμένων Πολιτειών έγιναν το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν, η Υεμένη, η Λιβύη και, τελικά, και η Συρία. Αν και οι ΗΠΑ είχαν έμμεση εμπλοκή στον Συριακό Εμφύλιο από την πολλή αρχή μέσω παροχής υλικής βοήθειας και εκπαίδευσης στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, από το 2014 ξεκίνησαν οργανωμένες επιθέσεις στις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Τον Απρίλιο του 2017, μάλιστα, οι Αμερικάνοι έριξαν πυραύλους στην αεροπορική βάση Shayrat που ελέγχεται από τη συριακή κυβέρνηση. Ο ενεργός ρόλος των ΗΠΑ στον Συριακό Εμφύλιο, όμως, με το πρόσχημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας δεν έχει ακόμα λάβει τέλος. Μόλις πριν λίγες μέρες, στις 11 Απριλίου 2018, με αφορμή τη φερόμενη ως ρίψη χημικών από τον Άσαντ, ο Τραμπ ενημέρωσε την υφήλιο μέσω του προσωπικού λογαριασμού του στο Twitter: «Ετοιμάσου Ρωσία, γιατί [οι πύραυλοι] θα φτάνουν, ωραίοι και καινούριοι και “έξυπνοι”! Δεν θα έπρεπε να είστε εταίροι με ένα Ζώο Χημικού Θανάτου που σκοτώνει τον λαό του και το απολαμβάνει!»

Όπως φανερώνεται ηθελημένα ή αθέλητα από το συγκεκριμένο τουίτ, ούτε ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» είναι ικανό σαν ερμηνευτικό σχήμα να εξηγήσει τι συμβαίνει στη Συρία. Παρά τις φερόμενες ως καλές σχέσεις μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, με τους περιβόητους Ρώσους χάκερ να θεωρούνται συνυπαίτιοι του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών του 2016, παραλήπτης της συγκεκριμένης σοσιαλμιντιακής ημι-κήρυξης πολέμου δεν είναι ο Άσαντ, αλλά η Ρωσία. Με άλλα λόγια, σε πείσμα του Αμερικανού νεοσυντηρητικού ιστορικού Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος βιάστηκε να δηλώσει το 1992 πως με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε έρθει το «τέλος της ιστορίας», ο Ψυχρός Πόλεμος, δηλαδή η μεταπολεμική κατάσταση γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού μπλοκ, φαίνεται να ανασταίνεται ή να ξυπνά από τον προσωρινό λήθαργό του.

Ο Ψυχρός Πόλεμος ονομάστηκε έτσι διότι οι μεγάλες δυνάμεις της κάθε πλευράς δεν άνοιξαν ποτέ πυρ ευθέως η μία εναντίον της άλλης. Η αιτία αυτού δεν είναι άλλη από την εκατέρωθεν κατοχή πυρηνικών όπλων από το 1949 και εξής όπου έκαναν και οι Ρώσοι την πρώτη τους πετυχημένη πυρηνική δοκιμή. Τα πυρηνικά δεν χρησιμοποιήθηκαν διότι από τη στιγμή που θα προκαλούσε η μία πλευρά πυρηνική καταστροφή το ίδιο θα έκανε και η άλλη, ή όπως είπε και ο Αινστάιν σε συνέντευξη του στο περιοδικό Liberal Judaism το 1949 «Δεν ξέρω με τι όπλα θα γίνει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά ο Τέταρτος θα γίνει με ξύλα και πέτρες». Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξαν να διοχετεύσουν την επιθετικότητά τους οι δύο μεγάλες δυνάμεις επί Ψυχρού Πολέμου, λοιπόν, ήταν να αναμειγνύονται και ενίοτε να προκαλούν την εσωτερική διένεξη, δηλαδή εμφύλιο, σε μια τρίτη χώρα. Ο Ελληνικός Εμφύλιος, που έχει χαρακτηρισθεί ως ένα πρώιμο στάδιο του Ψυχρού Πολέμου, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα εκτόνωσης του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Ο πόλεμος στην Κορέα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και ο 20ετής πόλεμος στο Βιετνάμ (1955-1975) επίσης. Και τώρα και η Συρία γίνεται πλέον ο ξένος αχυρώνας, το πεδίο σύγκρουσης δύο μεγάλων δυνάμεων που μπορεί να μην τους χωρίζει πλέον η ιδεολογία αλλά τους ενώνει το παιχνίδι της εξουσίας.

Μια νέα και ταυτόχρονα τόσο παλιά ιστορία.

Όποιο ερμηνευτικό σχήμα κι αν χρησιμοποιήσουμε για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει στη Συρία δεν θα μας κάνει περισσότερο σοφούς ως προς τη στάση που θα κρατήσουμε απέναντι στα γεγονότα. Κι αυτό διότι όσο κι αν προσπαθήσουμε να βρούμε διανοητικά ή ιδεολογικά την «καλή» και την «κακή» πλευρά και να σπεύσουμε να την υπερασπιστούμε, δεν μπορώ να φανταστώ μια ηθική πολιτική στάση υπέρ ενός πολέμου που διαρκεί ήδη 7 χρόνια, έχει οδηγήσει σε σχεδόν μισό εκατομμύριο νεκρούς και 5 εκατομμύρια ξεριζωμένους, έχει γκρεμίσει νοσοκομεία, σχολεία, μουσεία, βιβλιοθήκες, αρχαιολογικούς χώρους, καφενεία, παιδικές χαρές, σπίτια. Έναν πόλεμο όπου, σαν όλους τους πολέμους, σκοτώνονται οι λαοί για του αφέντη το φαΐ. «Δεν μπορούμε» έγραφε ο Φρόυντ το 1915 στο δοκίμιό του Σκέψεις για τον Καιρό του Πολέμου και του Θανάτου εν μέσω του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου «παρά να νιώθουμε ότι κανένα συμβάν δεν έχει καταστρέψει τόσα πολλά από τα πολύτιμα κοινά αγαθά της ανθρωπότητας, δεν έχει μπερδέψει τόσα πολλά από τα καθαρότερα μυαλά ή δεν έχει τόσο εξονυχιστικά εξευτελίσει το υψηλότερο [αγαθό]. Η ίδια η επιστήμη έχει χάσει την ψύχραιμη αντικειμενικότητά της· οι χολωμένοι υπηρέτες της αναζητούν από αυτή όπλα με τα οποία θα συνεισφέρουν στον αγώνα εναντίον του εχθρού. Οι ανθρωπολόγοι νιώθουν αναγκασμένοι να διακηρύξουν ότι ο εχθρός είναι κατώτερος και εκφυλισμένος, οι ψυχίατροι βγάζουν διάγνωση για τη διαταραχή του νου ή του πνεύματός του». Για τον Φρόυντ ο πόλεμος είναι η συνθήκη εκείνη η οποία μετατρέπει τις ασυνείδητες φαντασιώσεις μας για τον θάνατο σε ιστορία, για τον Χομπς ο πόλεμος είναι η φυσική κατάσταση, η συνθήκη που προϋπήρχε της δημιουργίας κοινωνιών, για τον Μαρξ ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα του οικονομικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Είναι άραγε ο πόλεμος προϊόν της φύσης ή της κοινωνίας; Είναι ένα συμβάν, μια ρήξη με τους νόμους της ύπαρξης ή είναι ο ίδιος ο πόλεμος ο νόμος της ύπαρξης; Χρειάζεται να τον ορίσουμε για να σταθούμε ως ζώα πολιτικά απέναντί του;