Το κείμενο που ακολουθεί διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνεται ένα σύντομο θεωρητικό πλαίσιο γύρω από το ζήτημα της αναπηρίας, και συγκεκριμένα του κοινωνικού μοντέλου αναπηρίας, καθώς επίσης και ορισμένους τρόπους με τους οποίους η παράσταση και το εφαρμοσμένο θέατρο μπορούν να συνεισφέρουν στη βαθύτερη κατανόηση και ανάδειξη της προβληματικής διαδικασίας της αναπηροποίησης· στο δεύτερο μέρος προτείνονται ορισμένες θεατρικές δραστηριότητες για παιδιά, εφήβους και ενήλικες που θα μπορούσαν να δουλευτούν για την προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Τόσο η έρευνα όσο και οι θεατροπαιδαγωγικές προτάσεις αποτελούν κομμάτι της συνεργασίας μου ως θεατροπαιδαγωγός με τον Βασίλη Κουκαλάνι και τη Συντεχνία του Γέλιου στο πλαίσιο της παράστασης Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν. Οι προτάσεις αυτές παρέχονταν ως follow-up υλικό σε σχολεία που παρακολούθησαν την παράσταση, σε περίπτωση που οι εκπαιδευτικοί επιθυμούσαν να ασχοληθούν περαιτέρω με το ζήτημα της αναπηρίας στο πλαίσιο της σχολικής τους τάξης.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο του Roy Kift  το οποίο παιζόταν επί τέσσερα χρόνια από τη Συντεχνία του Γέλιου στο Σύγχρονο Θέατρο στην Αθήνα, έναν χώρο προσβάσιμο και φιλικό σε ανάπηρα ή/και εμποδιζόμενα άτομα. Η παράσταση, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι και Αντώνη Ρέλλα, αποτελούσε μια σύμπραξη της Συντεχνίας με την Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών και παρείχε ταυτόχρονη διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, υπέρτιτλους στα ελληνικά και ακουστική περιγραφή για τυφλούς ή ανθρώπους με προβλήματα όρασης.

Στο έργο Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν αναφέρονται κοινωνικές εμπειρίες της καθημερινότητας που αφορούν στερεοτυπικές ιδέες για την αναπηρία, με τρόπο ιδιαίτερα πυκνό και μεταδοτικό. Αναπαρίστανται, ειδικότερα, οι αιτίες και η συνοχή κι αλληλεπίδραση αυτών με τρόπο κατανοητό – δηλαδή τόσο παιδαγωγικό όσο και ψυχαγωγικό – ώστε αυτές οι επί σκηνής εμπειρίες να συνδέονται τόσο με την καθημερινότητα, όσα και με τη φαντασία των παιδιών και των ενηλίκων. Εν συντομία, στο θέατρο δύναται να αναπαρασταθεί, όχι μόνο πώς είναι τα πράγματα και πώς θα έπρεπε να είναι, αλλά κυρίως, και πώς θα θέλαμε να γίνουν. Μιλάμε για αυτό το είδος θεάτρου, λοιπόν, μέσω του οποίου μαθαίνουμε και ταυτόχρονα διασκεδάζουμε. Πολύ συνοπτικά, ο μακροπρόθεσμος στόχος του θεατρικού έργου είναι να εγείρει την «κοινωνική φαντασία» και περιέργεια του θεατρικού κοινού και να δώσει ερεθίσματα. Ειδικότερα, η διαδικασία μάθησης που πραγματοποιείται μέσω του θεατρικού έργου δίνει κίνητρα στα παιδιά να αναπτύσσουν δεξιότητες κατανόησης και αντιμετώπισης της κοινωνικής πραγματικότητας. Με βάση αυτές τις δεξιότητες τα παιδιά θα μπορούν ακολούθως να αποδώσουν τις αυθαίρετα, τυχαία, ιδιωτικά και χωρίς λογικούς συσχετισμούς προκαταλήψεις και απόψεις σχετικά με την έννοια της αναπηρίας και τους ανάπηρους, στη βάση της θεμελιώδους αντίφασής τους ως προς την πραγματικότητα. Και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καταλυθούν οι κοινωνικά προερχόμενες διαστρεβλώσεις της συνείδησης, των αναγκών, της κοινωνικής αντίληψης και συμπεριφοράς των παιδιών απέναντι στα άτομα με αναπηρία.

Η ταυτότητα του ανάπηρου μέσα στην κοινωνία

Ο σύγχρονος πολιτισμός, στηριζόμενος στην οπτική κουλτούρα, δημιουργεί ταυτότητες για τα άτομα και εγκαθιδρύει πολιτισμικές αφηγήσεις που περιορίζουν και αποκλείουν τους αναπήρους λόγω της βλάβης τους, καθώς δεν ανταποκρίνονται στο εξιδανικευμένο πρόσωπο της κανονικότητας, κατάλοιπο παλαιότερων εποχών και πρακτικών. Στο πλαίσιο των απόλυτων δυϊσμών που παρήγαγαν οι πρακτικές αυτές (ανώτερο / κατώτερο, σωστό / λάθος, σώμα / πνεύμα, («κανονικότητα» – αρτιμέλεια / αναπηρία), η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως ένα προκατασκευασμένο σύνολο ανθρώπων με σχηματισμένα a priori τα χαρακτηριστικά τους, κι όχι ως ένα ρέον και μεταλλασσόμενο αποτέλεσμα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο όπως είναι στην πραγματικότητα.

Εάν δούμε την κοινωνία ως κάτι το προκαθορισμένο, επιρρίπτουμε εξ’ ολοκλήρου και την πολιτική – κοινωνική ευθύνη στις πλάτες των αναπήρων που συνακόλουθα βιώνουν τη διάκριση ως θεσμικά δικαιολογημένη μες στην κοινωνία. Η αναπηρία δεν έχει καθ’ εαυτή αρνητική υπόσταση πριν – έξω – πέρα από τις πολιτικές θεσμοθετήσεις και τις κοινωνικές πρακτικές. Η ταυτότητα του αναπήρου, όπως και κάθε άλλη ταυτότητα, δεν προϋπάρχει του ατόμου.

Το Κοινωνικό Μοντέλο για την αναπηρία

Όλα τα παραπάνω υποστηρίζει η Θεωρία του Κοινωνικού Μοντέλου Αναπηρίας, όπως πρωτοεμφανίστηκε το 1976 στο μανιφέστο με τίτλο «Θεμελιώδεις Αρχές της Αναπηρίας» από την Union of the Physically Impaired Against Segregation – UPIAS, όπου έχουμε για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ των όρων βλάβη και αναπηρία. Το 1983 ο ανάπηρος ακαδημαϊκός Michael Oliver, ακολουθεί τον όρο που έδωσαν οι UPIAS για το Κοινωνικό Μοντέλο Αναπηρίας και το αντιπαραβάλλει με το κυρίαρχο ως τότε,  Ιατρικό Μοντέλο, το οποίο δίνοντας έμφαση στην αναπηρία ως ασθένεια και προσωπική τραγωδία του ατόμου υποστηρίζει  πειράματα με σκοπό να ιαθεί η βλάβη ή τρόπους να γίνουν οι άνθρωποι με αναπηρία «εκπαιδεύσιμοι» ώστε να προσαρμοστούν στην κοινωνία.

Εάν ο σύγχρονος τρόπος ζωής ήταν φτιαγμένος έτσι ώστε να είναι καθολικά προσβάσιμος και να έχει ως στόχο τη συμπερίληψη κι όχι τη διάκριση, τότε οι ανάπηροι θα έπαυαν να περιθωριοποιούνται ή/και να αποκλείονται κι η κοινωνία θα έπαυε να τους αντιμετωπίζει ως «μη κανονικούς».

Διάκριση μεταξύ βλάβης και αναπηρίας

Η βλάβη είναι αμετάβλητη και μπορεί να προσδιοριστεί ιατρικά, πχ. η καταστροφή των νευρικών κυττάρων και των νευρικών οδών στον εγκέφαλο και οι άμεσες επιδράσεις στην ικανότητα μετακίνησης, στην ικανότητα αντίληψης ή στην ικανότητα σκέψης αποτελούν μία βλάβη. Η αναπηρία προκύπτει από την αλληλεπίδραση της βλάβης και του περιβάλλοντος. Ανάλογα με τον τρόπο δόμησης του περιβάλλοντος ή τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν ή αντιμετωπίζουν τη βλάβη, οι συνέπειες της βλάβης εντείνονται και η αναπηρία είναι περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή.

Τι είναι αυτό που μετατρέπει μια βλάβη σε αναπηρία;

Από τη μία πλευρά υπάρχουν τα κατασκευαστικά εμπόδια στο δομημένο περιβάλλον που εμποδίζουν την ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή (σκάλες, κράσπεδα, πολύ στενά πεζοδρόμια, δυσπρόσιτα (μη- προσβάσιμα και ακατάλληλα εξοπλισμένα) διαμερίσματα, απρόσιτα μέσα μεταφοράς, απρόσιτοι ή δυσπρόσιτοι κοινωνικοί χώροι όπως κινηματογράφοι, μπαρ, γραφεία, σχολεία κ.λπ. Από την άλλη υπάρχουν και τα ανθρώπινα εμπόδια που σχετίζονται είτε με το πώς συμπεριφέρεται η κοινωνία σε ένα άτομο με βλάβη (έλλειψη ειλικρίνειας, στάση ελεημοσύνης, απόρριψη, αποστροφή, απέχθεια, φόβος), είτε πώς οδηγείται τελικά να αισθάνεται το άτομο αυτό (ανασφάλεια, έλλειψη ανοιχτού ορίζοντα).

Η κοινωνική απόσταση (απεύθυνση στον πληθυντικό, αποφυγή σωματικής επαφής) δυσχεραίνει την αβίαστη και αμερόληπτη αντιμετώπιση και επικοινωνία με ανάπηρα άτομα. Το γεγονός ότι κάποιος  δεν πρέπει να είναι περίεργος,  πρέπει να είναι ιδιαίτερα διακριτικός και συμπονετικός, να μην επιτρέπεται να μιλά  για «ευαίσθητα» θέματα, καθιστά δυσκολότερη την ελεύθερη συζήτηση για την βλάβη και τις δυσκολίες από τη μεριά των μη αναπήρων ατόμων.

Ταυτόχρονα, η εικόνα των «κανονικών» σχολείων διαμορφώνεται από τον ανταγωνισμό αντί της συνεργασίας. Αυτή η ανταγωνιστική πίεση εντείνεται στην επαγγελματική ζωή. Τα ανάπηρα άτομα  επηρεάζονται πολύ περισσότερο από την ανεργία από ότι τα άτομα χωρίς αναπηρία. Αλλά ακόμη και οι διαπροσωπικές σχέσεις διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από την απόδοση και τον ανταγωνισμό. Το «πρότυπο ομορφιάς» διαμορφώνεται ως εξιδανίκευση από τη διαφήμιση, την τηλεόραση, τις ταινίες.

Διαδικασία της Αναπηροποίησης

Βασικοί τρόποι με τους οποίους η κοινωνία δημιουργεί ανάπηρους με τη στάση της:

  • Προκατάληψη
  • Στιγματισμός
  • Αδιαφορία
  • Έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας
  • Υπερπροστατευτικές οικογένειες
  • Περιορισμένη ή αδύνατη πρόσβαση στη γνώση

 

Ρατσισμός, στερεότυπα και διακρίσεις

Ελλείψει ισχυρής κοινωνικοπολιτικής κατεύθυνσης και ενημέρωσης σχετικά με τα θέματα αναπηρίας, οι αντιλήψεις του μεγαλύτερου ποσοστού της κοινωνίας παραμένουν στερεοτυπικές, αφηγούμενες παλαιότερες υποθέσεις σχετικά με το τι είναι η αναπηρία και πω; αυτή οδηγεί αναπόφευκτα τα άτομα στο να ζήσουν μια θλιβερή και μοναχική ζωή και γι’ αυτό θα έπρεπε κάπως να θεραπευτεί ή να εξαλειφθεί. Αυτό, ωστόσο, δημιουργεί σε ανάπηρα και μη-ανάπηρα άτομα την κυρίαρχη αίσθηση πως οι άνθρωποι με κάποια βλάβη είναι ανεπιθύμητοι ή/και ανήκουν σε κάποια κατώτερη κοινωνική ομάδα – μη χρήσιμη για το κοινωνικό σύνολο, άρα περιττή και περιθωριοποιημένη. Ο ρατσισμός και η αναπηροποίηση είναι έννοιες αλληλένδετες. Η αναπηρία αποτελεί μια πολιτική ταυτότητα, κοινωνικά κατασκευασμένη, αντίστοιχα όπως η φυλή και η τάξη, παρά μια αντικειμενική ιατρική κατάσταση.  Ακριβώς αυτή η περιθωριοποίηση μπορεί να μας οδηγήσει κάποτε στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, και να θεωρήσουμε πως οι άνθρωποι με βλάβη αξίζουν τη συμπόνια μας ως ηρωικές και θαρραλέες φιγούρες κι αποτελούν εξ’ ορισμού πηγές έμπνευσης και κουράγιου για τους υπόλοιπους. Με άλλα λόγια, τείνουμε να παρουσιάζουμε μία διακρίνουσα συμπεριφορά είτε υπέρ είτε κατά των αναπήρων, μόνο και μόνο λόγω της βλάβης τους.

Διαμόρφωση των σχέσεων με τους άλλους κι επικοινωνία σε ισοτιμία

Η κοινωνική αναγνώριση ξεκινάει από την οικογένεια, όπου το παιδί με αναπηρία θα κάνει τις πρώτες και τις πιο σημαντικές σχέσεις του. Αυτές οι εμπειρίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας διευκολύνεται όταν οι αρχικές κοινωνικές εμπειρίες βιώνονται ως θετικές και ευχάριστες. Το παιδί με αναπηρία χρειάζεται την ίδια φροντίδα και αγάπη όπως όλα τα παιδιά, κι όχι μία υπερπροστατευτική στάση εκ μέρους του περιβάλλοντός του. Δεν θα έπρεπε να μεγαλώσει συναισθηματικά εξαρτώμενο από τους άλλους. Η φυσιολογική και αυθόρμητη συμπεριφορά των γονέων ανάπηρων παιδιών, είναι ίσως το ισχυρότερο όπλο για τη διαμόρφωση της κοινής αντίληψης σχετικά με τις ανάγκες αυτών των παιδιών, προκειμένου να αποδομηθούν οι προκαταλήψεις, οι επιφυλάξεις και η άγνοια που εξακολουθούν να υφίστανται.

Ο φιλικός κι εξωστρεφής τόνος, το να μπορείς να ζητάς αλλά και να προσφέρεις βοήθεια είναι μερικά από τα πολύ πρώτα βήματα προς τη διάλυση αυτών των προκαταλήψεων. Από την άλλη, η αμηχανία, ο οίκτος, η συστολή ή οι αντιφατικές προθέσεις μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση και άγχος στο άτομο με αναπηρία και να διατηρεί τα – αδικαιολόγητα – εμπόδια στην μεταξύ των ανθρώπων επικοινωνία.

Πώς το Εκπαιδευτικό Δράμα προωθεί το Κοινωνικό Μοντέλο για την αναπηρία

Γιατί να μιλήσεις στα παιδιά για την αναπηρία

Τα παιδιά έρχονται από μικρή ηλικία σε επαφή με το τι θεωρείται «φυσιολογικό», τόσο μέσα από την αλληλεπίδρασή τους με τους άλλους ανθρώπους, όσο και με τα δημοφιλή πολιτισμικά προϊόντα (βιβλία, ταινίες, τηλεόραση, περιοδικά). Τα προϊόντα αυτά είναι που, εν πολλοίς, καθορίζουν τι είναι αποδεκτό και τι όχι, προβάλλοντας εικόνες – πρότυπα εκτός των άλλων και για την ανθρώπινη ομορφιά, τη διάνοια ή/και την υγεία. Οι εικόνες αυτές αντικατοπτρίζουν, φυσικά, ενσταλαγμένες κοινωνικές αντιλήψεις για το τι είναι κανονικό ή αποκλίνον, παραδειγματικό ή ανεπαρκές.

Η αναπηρία είναι μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας. Με το να μιλήσουμε στα παιδιά για ζητήματα αναπηρίας αλλά και για άλλα θέματα που θεωρούνται ευαίσθητα, τα παιδιά παρατηρούν τα πολλά πρόσωπα της διαφορετικότητας, την αποδέχονται ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό, τη σέβονται κι ίσως στο μέλλον είναι εκείνοι που θα δημιουργήσουν κοινωνίες ανθρώπων που να τους χωράνε όλους το ίδιο. Εάν κάνουμε πως δεν βλέπουμε «τον ελέφαντα στο δωμάτιο», αν δεν μιλάμε με τα παιδιά, τότε οποιοδήποτε θέμα ενδύεται τον μανδύα του ταμπού και διαιωνίζει προκαταλήψεις, ρατσιστικά στερεότυπα, φόβο και μισαλλοδοξία λόγω της άγνοιας και της αδιαφορίας.

Θεατροπαιδαγωγικές μέθοδοι και αντίληψη του κοινωνικού μοντέλου αναπηρίας

Ως το ζωτικότερο, ίσως, κομμάτι της κοινωνικής αλλαγής κι εξέλιξης, η εκπαίδευση κρατά το  κλειδί για τον μετασχηματισμό των κοινωνικών αντιλήψεων, των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να λειτουργούν έχοντας υπόψη τους την κοινωνικοοικονομική και πολιτική συνθήκη της εκάστοτε στιγμής, έτσι ώστε να οδηγήσουν τους εκπαιδευόμενους στην κοινωνική συνειδητοποίηση, την ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης και τελικά, στη χειραφέτησή τους.

Στο σημείο αυτό κάνει την εμφάνισή του το Εκπαιδευτικό Δράμα και οι θεατροπαιδαγωγικές μέθοδοι, που περιλαμβάνονται στον όρο – ομπρέλα «Εφαρμοσμένο Θέατρο» (Applied Theatre). Μέσα από συγκεκριμένες τεχνικές και δραστηριότητες που εμβαθύνουν σε κρίσιμα ζητήματα της καθημερινής ζωής ενώ παράλληλα ενέχουν στοιχεία αισθητικής, το άτομο που συμμετέχει σε αυτές δύναται να καλλιεργήσει τη σκέψη του και να μεταφέρει τις εμπειρίες του από τον χώρο του Εκπαιδευτικού Δράματος, στην πραγματικότητα. Υπό προϋποθέσεις κι ανάλογα με τα ζητήματα που θίγονται, το άτομο θα μπορούσε να δημιουργήσει μάλιστα στην πραγματική του ζωή ένα περιβάλλον όπως ιδανικά εκφράστηκε μέσω του Εκπαιδευτικού Δράματος.

Οι προσεγγίσεις αυτές βλέπουν τη γνώση ως δραστηριότητα, με γνώμονα και αφορμή πάντα τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις απορίες των παιδιών. Μέσω των τεχνικών του Εκπαιδευτικού Δράματος, ερχόμαστε σε θέση να (ανα)γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, να ορίσουμε τη θέση μας απέναντι στον κόσμο και τα πράγματα, να συζητήσουμε, να συνεργαστούμε, να προτείνουμε λύσεις, να αμφισβητήσουμε έννοιες και ιδέες, να οδηγηθούμε ακόμη και στη δημιουργική σύγκρουση. Εν ολίγοις, γινόμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε τη δική μας άποψη και μαθαίνουμε να την εκφράζουμε, γινόμαστε αυτόβουλα όντα και παύουμε να είμαστε μάτια και στόματα σιωπηλά που δεν θέλουν παρά να δώσουν μόνο την εκάστοτε σωστή απάντηση.

Σκοπός είναι η βιωμένη γνώση, μέσα από παρατήρηση, επεξεργασία και έρευνα,  να οδηγήσει σε μία νέα, κατακτημένη γνώση ικανή να αλλάξει αν όχι τον κόσμο, στοιχεία της καθημερινής μας ζωής.

Το θέατρο ως όπλο κι ως εργαλείο

Χρησιμοποιούμε τις τεχνικές του εφαρμοσμένου θεάτρου καθώς σ’ αυτό:

  1. Χρησιμοποιούμε το θέατρο για να δημιουργήσουμε μια μικρογραφία της πραγματικότητας και να παρατηρήσουμε τις δομή της, να ξεμπροστιάσουμε τα κακώς κείμενά της, να την καυτηριάσουμε και να τη σατιρίσουμε, έχοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να δοκιμάζουμε συνεχώς νέες δομές αλλάζοντας κάποιες παραμέτρους κατόπιν δικής μας επιλογής.
  2. Το ποιοι είμαστε μπορεί να ιδωθεί ως μια αφήγηση που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας, ανάλογα με τις συνθήκες. Αλλάζει συνεχώς και μπορεί να επηρεάζεται από τις ιστορίες-αφηγήσεις των άλλων και τις εμπειρίες που αποκτούμε.
  3. Μπαίνοντας στο χώρο της φαντασίας μέσω του θεάτρου, μπορούμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας, τη στάση μας απέναντι στον κόσμο και στα πράγματα ανάλογα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε τα δεδομένα και τον εαυτό μας τη συγκεκριμένη στιγμή στη συγκεκριμένη διαδικασία.
  4. Γνωρίζοντας πως η θεατρική πραγματικότητα δεν είναι αληθινή πραγματικότητα, μπορούμε να συμπεριφερθούμε ελεύθερα, αντισυμβατικά, χωρίς λογοκρισία, χωρίς να νιώθουμε ότι απειλούμαστε και χωρίς να φοβόμαστε τυχόν συνέπειες.

Προτάσεις δραστηριοτήτων για παιδιά

  • Όλη η ομάδα περπατά στον χώρο. Όταν κάποιος σταματήσει, πρέπει όλοι να σταματήσουν. Όταν κάποιος ξεκινήσει, πρέπει όλοι να ξεκινήσουν ξανά το περπάτημα. Σταδιακά η ομάδα προτείνει και προσθέτει κι άλλες προτάσεις κινήσεων: αν ένας πέσει κάτω, πέφτουν όλοι, αν χοροπηδήσει χοροπηδάνε όλοι, αν κάνει μια στροφή γύρω απ’  τον εαυτό του κάνουν όλοι κλπ.

 

Επόμενο στάδιο: Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων, ορίζουμε πάντα έναν συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων που πρέπει να κάθεται, να κινείται, να μένει ακίνητος. Για παράδειγμα, σε μια ομάδα 15 ατόμων πρέπει πάντα 3 να είναι καθιστοί, 4 να μένουν ακίνητοι, και 8 να κινούνται. Φυσικά, πρέπει τα άτομα αυτά να εναλλάσσουν μεταξύ τους τις θέσεις – ασκήσεις αυτές, προσέχοντας πάντα ο αριθμός να διατηρείται σταθερός.

 

  • Παίρνουμε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο (μολύβι, μπάλα, καρέκλα, τετράδιο κλπ) και προσπαθούμε να το ισορροπήσουμε σε διάφορα σημεία του σώματός μας , εξερευνώντας έτσι όλες τις δυνατές στάσεις που μπορεί να πάρει το σώμα μας και τις σχέσεις που μπορεί να χρησιμοποιήσει με τα αντικείμενα – κοντά στο σώμα, σε απόσταση, πάνω, κάτω. Τα χέρια πρέπει να χρησιμοποιούνται όσο λιγότερο γίνεται. Μετά από λίγο ανταλλάσσουμε τα αντικείμενά μας με τους άλλους.

 

Επόμενο στάδιο: Σε ζευγάρια τα παιδιά χορεύουν έχοντας κάποιο αντικείμενο ανάμεσα στα κεφάλια τους ή σε κάποιο άλλο μέρος του σώματός τους όπως τα πόδια, η πλάτη, οι ώμοι, η κοιλιά. Τα χέρια καλό είναι να αποφεύγονται. Τα αντικείμενα αυτά μπορεί να είναι μικρά ή μεγάλα, οπωσδήποτε όμως όχι αιχμηρά και επικίνδυνα. Στόχος είναι να μην πέσουν κάτω τα αντικείμενα καθώς τα παιδιά κινούνται και χορεύουν.

 

  • Δημιουργική γραφή σε δύο φάσεις:

α. έχετε περίπου 2 λεπτά για να γράψετε με τη μέθοδο της αυτόματης γραφής μία σύντομη παράγραφο που να ξεκινά με τη φράση «όταν γνώρισα ένα άτομο με αναπηρία» ή «πριν γνωρίσω ένα άτομο με αναπηρία», ή «η αναπηρία είναι…»

β. στη συνέχεια ελάτε σε επαφή με ένα άτομο με αναπηρία, συζητήστε μαζί του, ρωτήστε τον για την καθημερινότητά του. Επαναλάβετε την αυτόματη γραφή με τις ίδιες αρχικές προτάσεις εκ νέου.

  • Σε ένα μεγάλο χαρτί του μέτρου, σχεδιάστε το περίγραμμα ενός ανθρώπου. Θέτουμε ως δεδομένο ότι το άτομο αυτό έχει κάποια βλάβη και ορίζουμε τι τι είδους μπορεί να είναι. Στη συνέχεια προχωρώντας σε ιδεοθύελλα (brainstorming) αναφέρουμε και σημειώνουμε εξωτερικά του περιβλήματος τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και στο εσωτερικό του περιγράμματος με άλλο χρώμα μαρκαδόρο τα  συναισθήματα και τις σκέψεις του ηρώα. Διαβάζουμε δυνατά και τα μεν και τα δε. Σε τι συμπεράσματα οδηγούμαστε;

 

  • Σημειώστε σε ένα χαρτί τα πράγματα τα οποία δεν μπορείτε ή δεν γνωρίζετε να κάνετε πχ «δεν ξέρω να κολυμπάω», «δεν μπορώ να κάνω ποδήλατο», «δεν μπορώ να κάνω κατακόρυφο», «δεν μπορώ να λύσω εξισώσεις» κ.λπ. Διαβάστε δυνατά στην ομάδα ό,τι γράψατε. Όποιο παιδί πιστεύει ότι μπορεί να κάνει κάτι από αυτά που ακούγονται πρέπει να σχηματίσει ζευγάρι μ’ εκείνον που είπε πως δεν μπορεί. Σκοπός είναι όλη η ομάδα να καταλήξει σε ζευγάρια όπου κάποιος μπορεί να κάνει κάτι που ο άλλος θεωρούσε ότι δεν μπορεί. Τα ζευγάρια κατόπιν συζητούν ή και δοκιμάσουν στην πράξη αν γίνεται, να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον ή να σκεφτούν έναν έξυπνο τρόπο να συνδυάσουν τις αδυναμίες τους ώστε σε συνδυασμό να δημιουργηθεί ένα προτέρημα, μια «υπερδύναμη».

 

  • Αναζητήστε λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα, πίνακες ζωγραφικής ή γλυπτά, καθώς και κινηματογραφικές ταινίες (και κινουμένων σχεδίων) και βρείτε ήρωες που έχουν κάποια βλάβη. Συγκεντρώστε υλικό σχετικά μ’ αυτούς: πώς μοιάζουν εξωτερικά; τι τους αρέσει να κάνουν; μπορούν να επιλέξουν τι θα κάνουν στη ζωή τους; τι σκέφτονται οι άλλοι γι’ αυτούς; Μπορείτε με το υλικό που συλλέξατε να κάνετε ένα κολάζ ή μία παρουσίαση στην ομάδα. Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των ηρώων, θα θέλατε να αλλάξετε κάτι και τι;

 

  • Κάθε ομάδα θα φτιάξει τον δικό της ήρωα. Ο/Η εμψυχωτής/τρια θα δώσει σε κάθε ομάδα ένα και μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο που πρέπει να έχει αυτός ο ήρωας. Έπειτα, κάθε ομάδα είναι ελεύθερη να δημιουργήσει τον ήρωά της όπως επιθυμεί και στη συνέχεια να τον «συστήσει» στην τάξη. Το στοιχείο που δίνεται θα μπορούσε να αφορά εθνικότητα, κάποια μορφή αναπηρίας ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει μία ομάδα ως ευπαθή ή διαφορετική.

 

 

Προτάσεις δραστηριοτήτων για έφηβους και ενήλικες:

 

  • Ψάχνουμε σε περιοδικά και ψυχαγωγικές ιστοσελίδες και βρίσκουμε μία εικόνα κάποιου ατόμου που μας αντιπροσωπεύει, που ταυτιζόμαστε. Έπειτα βρίσκουμε και μία εικόνα κάποιου ατόμου που θεωρούμε ότι δεν μας αντιπροσωπεύει. Συζητάμε ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά στην καθεμία από τις εικόνες που μας κάνουν να ταυτιζόμαστε ή όχι.

 

  • Ψάχνουμε σε περιοδικά και ψυχαγωγικές ιστοσελίδες και σκεφτόμαστε/συζητάμε αν υπάρχουν τύποι ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων των οποίων δεν μπορούμε να βρούμε κάποια εικόνα. Ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί;

 

Έπειτα μπορούμε να επέμβουμε στις εικόνες του περιοδικού ή της ιστοσελίδας γράφοντας δικές μας λεζάντες ή προσθέτοντας σχόλια σχετικά με τις αποκλεισμένες ομάδες ανθρώπων, χρωματίζοντας το δέρμα κάποιου που εικονίζεται, αφαιρώντας ή προσθέτοντας μέλη του σώματος με κολάζ, ή κολλώντας από μόνοι μας μία εικόνα κάποιου που δεν εκπροσωπείται στον «επίσημο» τύπο.

 

  • Ψάχνουμε σε περιοδικά και ιστοσελίδες να εντοπίσουμε εικόνες αναπήρων. Παρατηρούμε τα σχόλια και τα κείμενα που τις συνοδεύουν. Τι παρατηρούμε; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τάση σχολιασμού και αν ναι, ποια; Πώς θα μπορούσαμε να επέμβουμε στο άρθρο; Τι θα προσθέταμε ή θα αφαιρούσαμε;

 

  • Φτιάχνουμε πέντε ομάδες. Κάθε ομάδα έχει πέντε λεπτά για να βρει ένα θέμα αυτοσχεδιασμού που θα παρουσιάζει μια προκατάληψη, ένα φαινόμενο ρατσισμού, μια σύγκρουση σχετικά με το θέμα αυτό.

Στις άλλες ομάδες δίνεται μετά τον αυτοσχεδιασμό από μία κάρτα. Η κάθε κάρτα γράφει ένα από τα παρακάτω:

 

ΚΑΙ

ΝΑΙ, ΑΛΛΑ…

ΑΥΤΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΠΕΙΔΗ…

ΑΝ ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΟΤΕ…

 

Η κάθε ομάδα παρουσιάζει τον αυτοσχεδιασμό της κι έπειτα οι άλλες, ανάλογα με την καρτέλα που έχουν, πρέπει να παρουσιάσουν έναν  αυτοσχεδιασμό που να συμπληρώνει την εικόνα με μία άλλη εκδοχή του ίδιου φαινομένου (και), να δίνει μια άλλη οπτική (ναι, αλλά) , να παρουσιάζει τις αιτίες (αυτό συμβαίνει επειδή), να παρουσιάζει τις συνέπειες (αν αυτό συνεχίσει, τότε).

Η ίδια αυτή δραστηριότητα μπορεί να γίνει και με συζήτηση αντί γι’ αυτοσχεδιασμό, παίρνοντας αφορμή από συγκεκριμένα παραδείγματα.

 

  • Ετοιμάζουμε έναν χάρτη της περιοχής μας ή μίας διαδρομής που κάνω καθημερινά πχ για το σχολείο ή της αγαπημένης μου βόλτας. Ο χάρτης μας μπορεί να είναι ζωγραφιστός, λεκτικός ή να δημιουργηθεί με φωτογραφίες στη σειρά. Παρατηρώ: είναι η διαδρομή μου προσβάσιμη για κάποιον κινητικά ανάπηρο; Τι θα έπρεπε να αλλάξει; Το «σχεδιάζω» στον χάρτη μου. Κατόπιν, μπορούμε να εκθέσουμε – παρουσιάσουμε τις διαδρομές μας δημιουργώντας μεγαλύτερους και πιο πλήρεις χάρτες.

 

Στη συνέχεια, διαβάζουμε  την ιστορία της περιοχής μας όπως δημιουργείται τώρα. Τι είδους άνθρωποι κατοικούν εδώ; Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν; Πώς αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους; Αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον δημόσιο χώρο; Μπορώ να μοιραστώ τις παρατηρήσεις μου είτε γραπτά, είτε με κάποιο καλλιτεχνικό έργο (βίντεο, κόμικ, κολλάζ, ζωγραφική,  podcast) είτε μέσω αφήγησης.

 

  • Παρατηρήστε τη γειτονιά σας, την περιοχή σας, την πόλη σας. Υπάρχουν άνθρωποι ή φορείς που «αποκλείουν» τους ανάπηρους κι αν ναι με ποιο τρόπο; Παρκάρουν μπροστά σε ράμπες; Δεν έχουν ανελκυστήρες; Έχοντας στο νου όσα διαβάσατε, τι θα θέλατε να πείτε σ’ αυτούς τους ανθρώπους; Μπορείτε να το γράψετε σ’ ένα χαρτάκι και να τους το δώσετε, να το αφήσετε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου κ.λπ.

 

 

 

Βιβλιογραφία

Kift, R. (1981). Stronger than Superman, χ.τ.: Amber Lane Press Ltd.

Lioutsia, Ι. (2021). “Stronger than Superman: The case of Manufacture of Laughter’s totally accessible performance”, ανακοίνωση στο SDEA Theatre Arts Conference: “Creative Disruption: Exploring New Ground”, διαθέσιμο εδώ: https://www.academia.edu/61009774/Stronger_than_Superman_The_case_of_Manufacture_of_Laughters_totally_accessible_performance

Oliver, Μ. (1990). The Politics of Disablement, Χαμπσάιρ: Macmillan Education.

Segal, L. (2023). Lean on Me: A Politics of Radical Care, Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Verso.

Union of the Physically Impaired Against Segregation, “UPIAS Founding Statement”, 09/08/1976, διαθέσιμο εδώ:

https://disabilitystudies.leeds.ac.uk/wpcontent/uploads/sites/40/library/UPIAS-UPIAS.pdf

Συντεχνία του Γέλιου, «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν», https://syntexniageliou.gr/showitem/piodunatoskiapotonsuperman/