του Νίκου Μιχαλίτση

Έως τώρα, δεν μίλησα ποτέ δημοσίως για την εμπειρία μου αυτή, παρά το γεγονός ότι είχα πολλά να πω, όχι για τα προσωπικά μου βιώματα, αλλά κυρίως για το πώς “μια σπίθα μπορεί να ανάψει φωτιά σ' έναν κάμπο”, αλλά και για τον καταλυτικό ρόλο κάποιων ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τις ανάγκες της συγκυρίας και ανάβουν τη “σπίθα” την κατάλληλη στιγμή.

Είμαι βέβαιος, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν το πώς και από ποιους ξεκίνησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Παρακολουθούσα τις συζητήσεις για το Πολυτεχνείο σε κάθε επέτειο και διαπίστωνα κάθε φορά, ότι σε αυτό το πολύ κρίσιμο θέμα, όλοι οι συνομιλητές αποσιωπούσαν κάποια σημαντικά γεγονότα, ενώ τα είχαν ζήσει.

Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου στα κινήματα που επρόκειτο να επακολουθήσουν για τη δικαίωση των ανεκπλήρωτων στόχων του είναι ακριβώς αυτή: Το πώς ένα κίνημα που φαίνεται μειοψηφικό θα βρει την στιγμή και τον τρόπο να πάρει μαζί του και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Την αφορμή για να γράψω για πρώτη φορά αυτές τις σκέψεις μου, την πήρα από την αποστροφή του Πρωθυπουργού να χαρακτηρίσει “θρασίμια” (κυριολεκτικά “ψοφίμια” και μεταφορικά “θρασύδειλοι” ή “αναιδείς”) τους φοιτητές του ΕΚΠΑ που αντέδρασαν στον αυταρχισμό του Πρύτανη Φορτσάκη. Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως καμία αναλογία με το Πολυτεχνείο του '73. Μόνον για αφορμή μιλάω.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έχει πλέον μια παλλαϊκή αποδοχή. Πολλοί νομίζουν ότι η ίδια ή ανάλογη αποδοχή υπήρχε και τότε. Μύθος! Μπορεί στην φοιτητική κοινότητα να κυριαρχούσε η αντιχουντική άποψη και δραστηριότητα, αλλά παραέξω, στην κοινή γνώμη, επικρατούσαν άλλες αντιλήψεις, αν εξαιρέσουμε λίγους ανθρώπους που είχαν έμπρακτη αντιδικτατορική δράση και κάποιους ακόμη που “τολμούσαν” να τους στηρίζουν ψιθυριστά. Για τους υπόλοιπους, τους “νοικοκυραίους” και όλους αυτούς που “κοιτούσαν τη δουλειά τους”, όσοι αγωνίζονταν κατά της χούντας ήταν “αλήτες”, “αναρχοκομμουνιστές”, κ.λπ. Στην καλύτερη περίπτωση είτε δεν έπαιρναν θέση είτε προτιμούσαν την απόλυτη σιωπή. Σημασία, λοιπόν, έχει να δούμε το πώς το Πολυτεχνείο ανέτρεψε την κατάσταση αυτή και οδήγησε ή ανάγκασε την κοινή γνώμη σε αυτή την εντυπωσιακή μεταστροφή, έστω και μετά την πτώση της χούντας. Θα χρειαστεί γι' αυτό να  χρησιμοποιήσω τα όσα έζησα την πρώτη μέρα της κατάληψης.

Είναι Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973 και έχουν προγραμματιστεί Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών σε όλες τις σχολές του Πολυτεχνείου, με μοναδικό θέμα την πρόταση για κατάληψη του Ιδρύματος, το οποίο εθεωρείτο καταλληλότερος χώρος από τη Νομική, στην οποία είχε προηγηθεί κατάληψη το Μάρτιο '73, η οποία είχε λήξει με αιματηρό τρόπο, μετά την εισβολή ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων, που “προσκάλεσε” ο τότε Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Κ. Τούντας.
Στο Πολυτεχνείο, εκείνη την περίοδο, κυρίαρχο ρόλο ανάμεσα στους οργανωμένους αντιδικτατορικούς φοιτητές, διαδραματίζουν δύο οργανώσεις της τότε παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.), η αντιΕΦΕΕ – ΚΝΕ και ο “Ρήγας Φεραίος”. Το κλίμα στην μεγάλη πλειονότητα των φοιτητών είναι υπέρ της κατάληψης.

Ξεκινάει η δική μας συνέλευση πανηγυρικά, γιατί στη ανάμεσά μας παρευρίσκονται και κάποιοι συμφοιτητές μας που έχουν “αποστρατευθεί”, αφού προηγουμένως τους είχε εξαναγκάσει η χούντα να υπηρετήσουν πολύμηνη στρατιωτική θητεία, λόγω της αντιδικτατορικής τους δράσης. Προσωπικότητες “θρυλικές” τότε, για μας τους πρωτοετείς.

Ενώ, όλοι περιμένουμε μια απόφαση για κατάληψη, σύμφωνη με το κλίμα που υπήρχε, ακούμε με έκπληξη τους εκπροσώπους της ΚΝΕ και του Ρήγα να μας εξηγούν “γιατί οι συνθήκες δεν είναι ώριμες σήμερα για κατάληψη” αλλά και γιατί  “δεν πρέπει, στη φάση αυτή, να προβάλλουμε αιτήματα πτώσης της χούντας, αλλά μόνον φοιτητικά”. Τις απόψεις αυτές ενισχύουν και οι συνάδελφοι που είχαν επιστρέψει από φαντάροι και που είχαν τον απόλυτο σεβασμό μας, όπως ήταν φυσικό.

Στη διάρκεια της συνέλευσης, επεμβαίνει ένας Κνίτης και καταγγέλλει, ότι στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου έχουν εισβάλει 350 αναρχικοί και προβοκάτορες που κατέφθασαν από τη Φυσικομαθηματική σχολή, οι οποίοι πετούν σε αστυνομικούς “νεράντζια με ξυραφάκια”. Επεμβαίνουν ακόμα δύο συναδέλφισσες από τις σχολές Χημικών και Μεταλλειολόγων και μας ανακοινώνουν ότι η Συνέλευσή τους αποφάσισε να μην γίνει η κατάληψη και μας καλούν να πάρουμε την ίδια απόφαση.

Δεν θυμάμαι αν κάναμε ψηφοφορία. Ίσως δεν χρειάστηκε, γιατί η απόφαση φαινόταν ότι θα είχε συντριπτική πλειοψηφία. Αν έγινε, πάντως, είμαι βέβαιος ότι και εγώ ο ίδιος θα ψήφισα κατά της κατάληψης, επηρεασμένος από αυτούς που θεωρούσα  “ιερά τέρατα” ως πρωτοετής και παρά τις αρχικές μου διαθέσεις. Η συνέλευσή μας προχώρησε ακόμα περισσότερο. Αποφασίζει να βγούμε από την αίθουσα της συνέλευσης συγκροτημένοι σε αλυσίδες, ώστε να σπάσουμε πιο εύκολα τον κλοιό των “350” και να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Βγαίνοντας, μαθαίνουμε ότι οι πέντε από τις έξι σχολές του Πολυτεχνείου έχουν ψηφίσει κατά της κατάληψης (εξαίρεση η Αρχιτεκτονική). Πλησιάζοντας την μπροστινή πύλη, βλέπουμε ότι οι 350 “προβοκάτορες” είναι συμφοιτητές μας από τη Φυσικομαθηματική και δεν υπάρχουν ούτε νεράντζια, ούτε ξυραφάκια, ούτε πλέον αστυνομία. Οι “350” μας καλούν να παραμείνουμε στην κατάληψη.  Ως δια μαγείας οι αλυσίδες μας σπάνε και μένουμε μέσα όλοι, εκτός από τους τότε ηγέτες της ΚΝΕ και του “Ρήγα” που βγαίνουν και στέκονται αμήχανοι στο πεζοδρόμιο. Η κατάληψη, ώρα με την ώρα μαζικοποιείται με γρήγορο ρυθμό. Οι ηγέτες της ΚΝΕ και του Ρήγα αποχωρούν και επιστρέφουν λίγες ώρες μετά, έχοντας αποφασίσει να συμμετέχουν στην κατάληψη. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους.
 
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατόρθωσε να απονομιμοποιήσει τον ψευδεπίγραφο “εκδημοκρατισμό” του Μαρκεζίνη, ανάγκασε την κοινή γνώμη της χώρας να δει το απεχθές πρόσωπο της δικτατορίας και να πάρει θέση και ήταν ο καταλύτης της μεταγενέστερης πτώσης της χούντας. Έπρεπε να γίνει και έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό δεν οφείλεται στις “φωνές της λογικής” αλλά σε κάποιους που τους έλεγαν “αλήτες”, “προβοκάτορες”, ίσως και “θρασίμια”.

Μερικές φορές, όμως, ο ρους της Ιστορίας αλλάζει από αυτούς. Και αυτή είναι μια από τις παρακαταθήκες που μας αφήνει το Πολυτεχνείο. Δεν φθάνουν πάντα οι πολιτικές αναλύσεις για να αλλάξεις οτιδήποτε στην κοινωνία. Πρέπει να βρίσκεις και το σωστό χρόνο που θα τολμήσεις ένα ποιοτικό άλμα. Και σήμερα, που οι υπόλοιποι, πλην της πτώσης της χούντας, στόχοι της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (ψωμί, παιδεία, ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη) παραμένουν χωρίς δικαίωση, η παρακαταθήκη αυτή είναι πιο επίκαιρη και χρήσιμη από ποτέ.  
Η δική μου σημερινή μαρτυρία, είναι μια οφειλόμενη -41 χρόνια τώρα- τιμή σε κάποιους που τους είπαν “αλήτες”, “προβοκάτορες” ή “θρασίμια”. Τους το όφειλα, όσο κι αν συνήθως διαφωνώ μαζί τους, όπως “διαφώνησα” και τότε.