Η αναμέτρηση κλιμακώνεται με ένα μέτωπο στην Άπω Ασία που περιλαμβάνει τη σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν και ένα δεύτερο στη Μέση Ανατολή με επίκεντρο το Ιράν. Η πολεμική αυτή κινητοποίηση μπορεί να χρησιμεύσει ως διέξοδος από την κρίση του καπιταλισμού μέσω της επιστράτευσης του αμερικανικού στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Η πολεμική αναμέτρηση έχει ως αποτέλεσμα την πρόσδεση των Ευρωπαίων συμμάχων, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, στο άρμα των ΗΠΑ, ενώ η σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη ήρθε ως απάντηση στην ανακοίνωση Ρωσίας και Κίνας την 4η Φεβρουαρίου 2022 ότι ο μονοπολικός δυτικοκεντρικός κόσμος ανήκει πια στο παρελθόν. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden ουσιαστικά συνεχίζει την πολιτική του προκατόχου του Donald Trump για περικύκλωση της Κίνας, χρησιμοποιώντας ως προς αυτό μία ανανεωμένη συμμαχία με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, αλλά και την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, ενώ, αντιθέτως, πολύ πιο εφεκτικά σε μια εργαλειοποίησή τους στάθηκαν το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες. Κατά ένα εντυπωσιακό ροκέ, πάντως, δεν είναι απίθανο η Κίνα να επιχειρήσει μία αντίστοιχη διείσδυση στην «πίσω αυλή» των Η.Π.Α., στη Λατινική Αμερική, όπου πληθαίνουν οι εκλογές σοσιαλιστών ηγετών με χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα την Κολομβία και τη Χιλή.

Στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο πόλεμος στην Ουκρανία παρουσιάζει το πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ ότι οδηγεί τη Ρωσία σε έναν μακροπρόθεσμο πόλεμο φθοράς, ενώ ταυτοχρόνως μεταβαίνουμε και πάλι σε μια μορφή καπιταλισμού που αξιοποιεί τη δημιουργική καταστροφή. Ταυτοχρόνως, επιβεβαιώνεται το διηνεκές μότο του ΝΑΤΟ από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα που είναι «οι ΗΠΑ μέσα, η Ρωσία έξω, η Γερμανία κάτω». Στο μεταξύ οι νέοι τρόποι πολέμου εγγυώνται για τις δυτικές δυνάμεις ότι δεν θα χρειάζονται στο εξής πανεθνικές συστρατεύσεις λόγω του έχει συμβεί μία μεγάλη ιδιωτικοποίηση του πολέμου με τις μισθοφορικές δυνάμεις τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας («Wagner»), ενώ οι πόλεμοι θα μπορούν να είναι φτηνότεροι με τη χρήση drones και όπλων τεχνητής νοημοσύνης. Ταυτοχρόνως, τα «μικρά πυρηνικά» ενδέχεται να σπάσουν το τελευταίο μεταπολεμικό ταμπού.

H σημαντικότερη αναθεωρητική δύναμη που βγαίνει κερδισμένη από τις γεωπολιτικές αυτές εξελίξεις είναι η Τουρκία, η οποία όχι μόνο διαθέτει την κρισιμότατη βάση του Ιντσιρλίκ, αλλά και μία κομβική θέση στον Εύξεινο Πόντο που αποτελεί το κυρίως θέατρο των συγκρούσεων, όντας επίσης η χώρα με τον 2ο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ. Τη θέση αυτή επεχείρησε μάλιστα να αναβαθμίσει με την εμπλοκή της στον πόλεμο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Ενώ πιο πρόσφατα συνεργάστηκε για τη μεταφορά των σιτηρών από τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου, εμφανιζόμενη λίγο πολύ ως ο κύριος εγγυητής για την αποφυγή της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτό ήταν τρομακτική η υποχώρηση φιλελεύθερων ή και σοσιαλδημοκρατικών χωρών έναντι των αξιώσεων του Προέδρου της Τουρκίας Ερντογάν για απελάσεις 33 Κούρδων και οπαδών του Γκιουλέν από τη Σουηδία και άλλων 12 από τη Φινλανδία, προκειμένου να άρει το βέτο για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Οι Κούρδοι, αλλά και οι οπαδοί του Γκιουλέν, ήταν, υπενθυμίζουμε, οι συνεργάτες της Δύσης στη Μέση Ανατολή και οι φορείς των δυτικών αξιών, οι οποίοι τώρα παραδίδονται στο έλεος της Τουρκίας. Ως προς την Ελλάδα η πάγια και μακροπρόθεσμη ατζέντα της Τουρκίας είναι η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η οποία προωθείται με δυναμικό διπλωματικό τρόπο, ενώ δεδομένου ότι προτεραιότητα της Τουρκίας αυτή τη στιγμή είναι η εκ νέου παρέμβαση στη βόρεια Συρία, το θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ενδέχεται να αναβληθεί για αργότερα μέσα στη χρονιά με σκοπό τη δημιουργία νέων τετελεσμένων που θα σύρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από πλεονεκτική θέση.

Κοινοβουλευτικές κρίσεις στη Δυτική Ευρώπη

Την ίδια στιγμή ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που έχει επιφέρει προκαλούν κοινοβουλευτικές κρίσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στη Γαλλία συνέβη για πρώτη φορά καμία πολιτική δύναμη να μην μπορεί να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, γεγονός πρωτόγνωρο για το γαλλικό πολιτικό σκηνικό. Ξεκαθαρίστηκαν τρεις πόλοι, διαφορετικοί από το κλασικό δίλημμα μεταξύ δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι ο φιλελεύθερος πόλος του Ensemble υπό τον Emmanuel Macron, που πήρε 246 από τις 577 έδρες με ποσοστό 38,6%, το αριστερό ενωτικό κίνημα NUPES υπό τον Jean-Luc Mélenchon, που έλαβε 142 έδρες με ποσοστό 32,6% και ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Marine Le Pen, που έλαβε 89 έδρες με ποσοστό 17,35%. Οι Ρεπουμπλικάνοι έλαβαν 64 έδρες με 7,29%, ενώ άλλες 13 έδρες δόθηκαν σε αριστερά κόμματα και 9 σε δεξιά.

Το αποτέλεσμα είναι ότι έχει δηλωθεί μία θέληση του γαλλικού κοινού ο Emmanuel Macron να εξισορροπείται στην εξουσία από δυνάμεις της Αριστεράς, ενώ επίσης παρατηρήθηκε σε περιπτώσεις όπου ο Εθνικός Συναγερμός δεν μπορούσε να κερδίσει μία έδρα, οι ψηφοφόροι του να προτιμούν περισσότερο τον αριστερό σχηματισμό του Mélenchon. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στις προεδρικές εκλογές τόσο του 2022 όσο και του 2017 ο συνασπισμός ετερόκλητων στοιχείων στις εκλογές έγινε με κριτήριο να αποκλειστεί η ακροδεξία Le Pen, τώρα ο συνασπισμός των βουλευτικών εκλογών αφορά μάλλον στην υπονόμευση της επιρροής του Emmanuel Macron στο πολιτικό σκηνικό. Η Αριστερά του Mélenchon επιθυμεί να κεφαλαιοποιήσει τη συγκριτική επιτυχία της για μία ισχυρή υπονόμευση του Macron ακόμη και με τη χρησιμοποίηση της πρότασης μομφής, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί φοβούνται ότι τυχόν συμπόρευσή τους με τους φιλελεύθερους θα σημάνει μακροπρόθεσμα την εξαφάνισή τους.

Αυτό που εμφανίζεται ως προβληματικό στους τριγωνικούς αυτούς ανταγωνισμούς είναι ότι πλέον θα ψηφίζεται κάθε νομοσχέδιο με διαφορετικούς πρόσκαιρους συνασπισμούς, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η κυβερνησιμότητα. Η λογική που διέπει το γαλλικό πολιτικό σύστημα είναι να προηγούνται οι προεδρικές εκλογές των βουλευτικών, ώστε να προκαταλαμβάνουν το αποτέλεσμά της. Αυτή η λογική ανατράπηκε στις βουλευτικές εκλογές με αποτέλεσμα το έργο του Emmanuel Macron να είναι πολύ δύσκολο και να πρέπει να βασίζεται στους Ρεπουμπλικανούς για να περνάει νόμους ή αλλιώς να προβαίνει σε πολύ ευκαιριακές συμμαχίες άλλοτε φιλελευθερισμού και αριστεράς με προοδευτικό πρόσημο κι άλλοτε φιλελευθερισμού και ακροδεξιάς με συντηρητικό πρόσημο.

Την ίδια στιγμή η παραίτηση του Boris Johnson δείχνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειo ουδέποτε κατάφερε να έχει έναν αποτελεσματικό σχεδιασμό για το πώς να διαχειριστεί το Brexit και ένα νέο είδος ανάπτυξης μετά τη διακοπή της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα μέσα στο νέο σκηνικό του πολέμου στην Ουκρανία. To Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε μία πρωτοφανή κρίση με έναν υψηλότατο πληθωρισμό να πλήττει τις οικογένειες, ενώ οι Tories δεν φαίνονται να γνωρίζουν αν η διέξοδος είναι οι περισσότεροι ή οι λιγότεροι φόροι με τον Boris Johnson να έχει χάσει την πυξίδα μεταξύ των δύο εναλλακτικών. Η δέσμευση για μηδενικές εκπομπές ως προς το διοξείδιο του άνθρακα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα έφερε αναστάτωση στις χαμηλόμισθες οικογένειες, κάτι που επίσης πλήρωσε ο Boris Johnson. H κρίση κυβερνησιμότητας στη Δυτική Ευρώπη φαίνεται να είναι μια σημαντική παράπλευρη απώλεια του πολέμου στην Ουκρανία και φαίνεται ότι δεν είμαστε παρά στην αρχή για τις παγκόσμιες ανακατατάξεις που θα συμβούν.