Στο βάθος ωστόσο διακρίνονται οι κορυφές τού Ριφ· από τις ακτές τού Ωκεανού μέχρι τα αλγερινά σύνορα, μυγδαλιές και πικροδάφνες, ορεινοί δρόμοι και δάση με κέδρους, έλατα και βελανιδιές, χωριά με γερτές, τσίγκινες στέγες και, ανάμεσα σε μοναχικούς όρμους κρυμμένους από απότομα βράχια που τα γλύφει ο παφλασμός τής Μεσογείου, αμμουδερές παραλίες… Είμαστε σε αυτό τον προμαχώνα τού αραβοαφρικανικού κόσμου που η μοίρα τον έδεσε τόσο στενά με τα πεπρωμένα τής Ευρώπης, και πιο ειδικά τής Ισπανίας: μετά την επιβολή τού Γαλλικού Προτεκτοράτου παρέμενε υπό ισπανική κατοχή, και το 1921-26 έγινε θέατρο σκληρών αγώνων ανεξαρτησίας από τον υπερήφανο πληθυσμό του. Στη μάχη τού Ανουάλ ο Αμπντ ελ-Καρίμ Χατάμπι νίκησε κατά κράτος τούς Ισπανούς και ανακήρυξε την εφήμερη Δημοκρατία τού Ριφ· αντιστάθηκε στις συνασπισμένες δυνάμεις των Ισπανών και των Γάλλων με επικεφαλής τον Φρανθίσκο Φράνκο και τον Φιλίπ Πεταίν, και μετά την αιματηρή πτώση τής εξέγερσης δραπέτευσε για να πεθάνει εξόριστος στο Κάιρο (το 1963, όταν το Μαρόκο ήταν πλέον η ανεξάρτητη χώρα που ονειρεύτηκε). Η Ισπανία διατήρησε –διατηρεί μέχρι σήμερα– τους θυλάκους τής Θέουτα και της Μελίγια στη μεσογειακή ακτή. Το Μαρόκο έμεινε Γαλλικό Προτεκτοράτο από το 1912 ως το 1956 (με πρώτο γενικό αρμοστή τον στρατάρχη Λιοτέ, που αρνήθηκε να προωθήσει την τυπική για το γαλλικό αποικιοκρατικό ύφος διαδικασία τής «αφομοίωσης»)· η Ταγγέρη παρέμεινε διεθνής ελεύθερη πόλη, μέχρι την ένταξή της στο νέο έθνος.

Το νέο λιμάνι της Ταγγέρης είναι κοντά στο Κσαρ ες-Σεγκίρ (απέναντι ακριβώς από την ισπανική Ταρίφα), καμιά τριανταριά χιλιόμετρα ανατολικά τής πόλης. Σε όλη τη διαδρομή βλέπαμε οργανωμένες πλαζ, τουριστικά συγκροτήματα και κοσμοπολίτικες σκηνές, τίποτα σχεδόν –εκτός από κάποιες αγρότισσες με τη ριγωτή κάπα και το τυπικό ψάθινο καπέλο τού Ριφ, που μου θύμιζε Άνδεις– να σε κάνει να νιώθεις πραγματικά πως είσαι σε μουσουλμανική χώρα· και, μπαίνοντας επιτέλους στην Ταγγέρη, από τη μία πλευρά μια νεόχτιστη προκυμαία που προχωρούσε πολλά χιλιόμετρα και από την άλλη αστραφτεροί ουρανοξύστες που θύμιζαν Μαϊάμι! Μα πού είμαστε; Μόνον όταν φτάσαμε στην παλιά πόλη, δυτικά, ήρθε η καρδιά μας στη θέση της: σαν θαύμα ορθώθηκε μπροστά μας η άσπρη μεδίνα, πίσω από την πύλη Μπαμπ αλ-Μπαχάρ, και ο δρόμος που ξεκινούσε από την εξωτερική πλευρά των επάλξεων με τα σκουριασμένα κανόνια οδηγούσε στο φρούριο Μπαρτζ εν Νάαμ. Ναι, ήταν αυτή η γνωστή Ταγγέρη, μυθιστορηματική και κινηματογραφική, η Ταγγέρη των συγγράφων και των ζωγράφων – του Ντελακρουά, που έφτασε το 1832 και η γνωριμία του με το φως και την αρχιτεκτονική της θα σημάδευε όλη τη μετέπειτα, «οριενταλιστική» λεγόμενη, περίοδο της ζωγραφικής του· του Ανρί Ματίς, που έζησε στην Ταγγέρη το 1912-13 και μας άφησε μια σειρά από οδαλίσκες και παράθυρα σε ονειρικές όψεις τής πόλης· του Πωλ Μπόουλς, που εγκαταστάθηκε μόνιμα εδώ το 1947, για ν’ ακολουθήσει στα ίχνη του μια ολόκληρη σειρά σκοτεινών αγγέλων τής γραφής που έφτασαν με μόνη λαχτάρα «να γλιτώσουν από τον εαυτό τους»: Τένεσι Ουίλλιαμς, Τρούμαν Καπότε, Ουίλιαμ Μπάροουζ, Πωλ Μοράν…

Από το δώμα τής μικρής πανσιόν έβλεπες, μέσ’ από το θολωτό παράθυρο, ακανόνιστες ασβεστωμένες ταράτσες και σουκ να ανηφορίζουν στο μισόφωτο, μιναρέδες και ξεφτισμένους τοίχους, σε όλες τις αποχρώσεις τού λευκού· άκουγες τα κρωξίματα γλάρων κι ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι έμπαινε από τις χαραμάδες. Ξημέρωνε, κι εγώ βγήκα στην ταράτσα να καπνίσω: φαινόταν ολόκληρος πια ο κόλπος τής Ταγγέρης, ως το ψαρολίμανο με τις κόκκινες και γαλάζιες τράτες, και τα σπίτια έμοιαζαν να σηκώνονται στον αέρα και γίνονταν γλαροπούλια στριφογυρίζοντας σαν λευκή δίνη στον ουρανό που τρεμοφέγγιζε. Το πήρα σαν υπόσχεση.

Και ύστερα όλα εκείνα που μαλακώνουν την καρδιά: το βαρύ, αρωματικό τσάι με μέντα –Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει!– στο τελετουργικό τής υποδοχής, η γλυκιά γεύση τού κους-κους, τα τανζίν στη πήλινο σκεπαστό σκεύος, κεφαλόδεσμοι και χαμόγελα φιλοξενίας, και βαθιά αναπαυτικά μαξιλάρια να παρηγορούνε το σώμα σαν μητρική αγκαλιά.

Πηγαίνοντας προς την Φεζ σταματήσαμε για να δούμε τη Σεφσαουέν, τη «γαλάζια πόλη». Ανάμεσα σε δύο βουνά –που τα λένε «κέρατα»– είναι μια χαριτωμένη μικρή πόλη με στενούς, ανηφορικούς δρόμους, περίτεχνες κρήνες, σπιτάκια που αστράφτουν στο φωτεινό λουλακί, με κόκκινα κεραμίδια και πόρτες αληθινά έργα τέχνης. Ποια υπόγεια συγγένεια άραγε μού έφερε τόσο ορμητικά στον νου την Αμοργό, την Αστυπάλαια, την Ανάφη; Ιδρύθηκε σε αυτό το σημείο χάρη στη μεγάλη υπόγεια πηγή Ρας ελ-Μα, έξω από τα τείχη της, που ποτίζει τους καταπράσινους κήπους και τροφοδοτεί τους μύλους. Το νερό κατεβαίνει ορμητικά πάνω σε πλατιά τσιμεντένια σκαλιά, κατά μήκος τής πόλης, όπου στο ψηλότερο μέρος τους χρησιμοποιούνται σαν δημόσιο πλυσταριό· καταλήγει στη γέφυρα του Ουάντι Λάου, μια ημικυκλική αψίδα με κομψά πλαϊνά αντερείσματα. Θα πρέπει να κάνει κρύο δώ τον χειμώνα, αν κρίνει κανείς από τα μάλλινα ρούχα που φοράνε ακόμα και τώρα, στην καρδιά τού καλοκαιριού, οι κάτοικοι. Στη μεδίνα υπάρχουν πράγματι πάνω από 100 υφαντουργεία· η Σεφσαουέν φημίζεται για τις μάλλινες κελεμπίες της που υφαίνονται εδώ, αλλά και για τα ριγέ ερυθρόλευκα υφάσματα που προτιμούν οι γυναίκες των Τζεμπάλα.

Το Ουάντι Φεζ είναι ένα μικρό ποτάμι, στην πραγματικότητα ρέμα, ανάμεσα στα δάση του Μέσου Άτλαντα και την εύφορη γη τής Σαΐδας. Στην όχθη αυτού τού ποταμιού, το 789, ένας σιίτης φυγάδας από το Χαλιφάτο των Ουμμαϋάδων, ο Ίντρις ιμπν Αμπντάλα, αφού έγινε δεκτός ως πνευματικός ηγέτης από μια βερβερική φυλή, ίδρυσε μια πόλη η οποία έγινε στη συνέχεια κέντρο ενός μικρού βασιλείου. Ονομάστηκε Μαντίνατ Φεζ. Ο γιος του, Ίντρις ο Β΄, έχτισε στην αριστερή όχθη μια δεύτερη πόλη, την Αλ-Άλια, και το 818 οι δύο περιτειχισμένες πόλεις δέχθηκαν εκατοντάδες οικογένειες μουσουλμάνων εκδιωγμένων από την Κόρδοβα της Ισπανίας. Λίγο αργότερα, κάπου 300 οικογένειες προσφύγων από την Καϊρουάν τής Τυνησίας κατέφυγαν επίσης εκεί, από τους οποίους πήρε το όνομα Καραουγίν. Η δίδυμη πόλη επρόκειτο να εξελιχθεί σε σπουδαίο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, προμαχώνας τού δυτικού Ισλάμ, και οι Ιντρισίδες θεωρούνται οι ιδρυτές τού Μαρόκου – η πρώτη από τις έξι δυναστείες που το κυβέρνησαν έως σήμερα.

Στα μέσα τού ενδέκατου αιώνα η πόλη κατελήφθη από τη νέα δυναστεία των Αλμοραβίδων, οι οποίοι την ένωσαν με ένα μακρό περιτείχισμα· στο απόγειο της φήμης της όμως έφτασε επί των Αλμοχάδων, μετά το 1145, όταν χάρη στο μουσουλμανικό της πανεπιστήμιο (μάδρασα) εξελίχθηκε σε πολιτιστική και οικονομική πρωτεύουσα της χώρας. Έτσι την βρήκαν το 1250 οι Μαρινίδες, οι οποίοι την έκαναν πρωτεύουσά τους και την κόσμησαν με ένδοξα κτήρια: δικό τους έργο είναι η κάσμπα Φεζ αλ-Τζεντίντ, η «βασιλική πόλη» στο υπερυψωμένο δυτικό άκρο τού οικισμού, με το Νταρ αλ-Μάχζεν, το βασιλικό ανάκτορο στα υπέροχα χρώματα της άμμου, κρεμ, μπεζ και κιτρινωπό. Εκεί ζούσε και η εβραϊκή παροικία τής πόλης, η παλαιότερη σε όλο το Μαρόκο, λένε.

Μπαίνοντας στη μεδίνα από την πολυσύχναστη πύλη Μπαμπ αλ-Μαχρούκ, πέφτεις αμέσως σχεδόν στη μάδρασα Μπου Ινάνια, ένα αριστούργημα μαυριτανικής αρχιτεκτονικής – το μόνο από τα τρία θρυλικά ιεροδιδασκαλεία τής Φεζ, έργο των Μαρινίδων, που διαθέτει μίνμπαρ (άμβωνα) και μιναρέ. Η αρχιτεκτονική του πολυπλοκότητα οφείλεται στο ότι λειτουργούσε ταυτόχρονα ως τζαμί, καθεδρικός, κοιτώνες για σπουδαστές και σχολείο. Το μονώροφο κτήριο διαρρυθμίζεται γύρω από μια τετράγωνη μαυριτανική αυλή στρωμένη με μάρμαρο και όνυχα, και οι προσόψεις είναι διακοσμημένες με πλακάκια ζελίγκ, γυψομάρμαρα και ξυλόγλυπτα. Αν ήξερα τα αραβικά, υποθέτω, θα μπορούσα να διαβάσω εδώ ολόκληρες σούρες από το Κοράνι.

Όσο η μάδρασα μου θύμισε την πρώτη επίσκεψη στο Αλ-Άζαρ τού Καΐρου, τα σουκ στα οποία χαθήκαμε μετά μού έφεραν ακόμα μία φορά στον νου την παρθενική μου γνωριμία με μια μεδίνα στη βόρειο Αφρική, της Τύνιδας. Τί λαβύρνθος των αισθήσεων, τί περιπέτεια του ματιού και τί μυρωδιές, τί επανερχόμενη μαγεία, που ποτέ δεν θα πάψει να με συναρπάζει! Σκουντάς και σκουντιέσαι ανάμεσα σ’ ένα πλήθος που βομβεί σε στενάκια που μόλις χωρούν το άνοιγμα ενός ανθρώπου, παραμερίζεις για να περάσουν γαϊδούρια και μουλάρια φορτωμένα με απίθανα αντικείμενα, χαμάληδες με σακιά στην πλάτη σε βρίζουν και οι μαγαζάτορες σε τραβάνε φορτικά να δεις την πραμάτεια τους – χουρμάδες, μπαχαρικά, ξηρούς καρπούς, κρέατα καμήλας, δερμάτινα είδη, ξυλόγλυπτα, ασημικά και χαλκώματα, μαξιλάρια, πολύτιμες πέτρες, μάλλινα χαλιά, κελεμπίες, αρώματα, κεραμικά, και τα φοβερά βερβερίνικα κοσμήματα: παζάρεψα σκληρά πάλι, για την Κωνσταντίνα, ένα βαρύ ασημένιο περιδέραιο με κόκκινο κοράλλι, γαλάζιο αχάτη και λάπις λαζούλι, μαζί με τα σκουλαρίκια και το βραχιόλι του (όλα φορτωμένα με ειδικές πνευματικές σημασίες για τους ανθρώπους τής ερήμου· το χρυσάφι εδώ θεωρείται δυσοίωνο, και το αποφεύγουν).

Υπάρχει όμως μια κόλαση στην καρδιά αυτού τού πανηγυριού: είναι τα βυρσοδεψεία της Φεζ. Δίπλα στο μολυσμένο από καιρό ποτάμι –δεν το βλέπεις όμως αν έρχεσαι από τη μεδίνα– είναι επισκέψιμα, σαν ατραξιόν φρίκης, για τους τουρίστες. Μπαίνεις αρχικά σε ένα πολυώροφο, παραδοσιακό κτήριο που οι περισσότεροι όροφοί του λειτουργούν σαν εκθετήρια ή καταστήματα πώλησης δερμάτινων ειδών. Στην είσοδο, ένας υπάλληλος της υποδοχής προσφέρει στους επισκέπτες από ένα κλωνάρι βασιλικό· θα χρειαστεί για να προστατευτούν από την εφιαλτική μπόχα. Αφού ανέβη κανείς στον τελευταίο όροφο, βλέπει, από ανοιχτά μεγάλα παράθυρα προς το εσωτερικό τής αυλής, τον τόπο τής δουλειάς: όλο το δάπεδο είναι πέτρινες χαμηλές δεξαμενές, πολλές από τις οποίες χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες· κάτω από ένα ήλιο που καίει αφόρητα και χωρίς το παραμικρό σκίαστρο, άνθρωποι με ανασηκωμένα παντελόνια και βουτηγμένοι μέσα σε ρυπαρά υγρά, δουλεύουν, επί οχτώ ή και δέκα ώρες την ημέρα, στοίβες δερμάτων που αναδίδουν μυρωδιές στις οποίες εμείς, τέσσερις ορόφους ψηλότερα, κάνουμε αγώνα να μη λιποθυμήσουμε. Γιατί τα δέρματα αυτά –από πρόβατα, κατσίκες, καμήλες και αγελάδες– πρέπει να υποστούν μια μακρά κατεργασία μέχρις ότου το τομάρι τού ζώου μετατραπεί σε μαλακό δέρμα που δεν αποσυντίθεται. Πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί το τρίχωμα και η σάρκα, να απλωθούν μεγάλο χρονικό διάστημα για να ξεραθούν, και ύστερα να μουλιάσουν σε ένα διάλυμα που προέρχεται από τον φλοιό τής ροδιάς ή της μιμόζας· αφού στεγνώσουν καλά, ξεπλένονται με άφθονο νερό και αφήνονται να μαλακώσουν βυθισμένα σε λιπαρά διαλύματα· στο τελευταίο στάδιο χρησιμοποιούνται χρωστικές ύλες από φυτά και ορυκτά για να πάρει το δέρμα το επιθυμητό χρώμα (σήμερα όμως εξαπλώνονται όλο και περισσότερο οι χημικές βαφές). Οι άνθρωποι που βλέπουμε να τα κάνουν αυτά –μπορεί να φανταστεί κάποιος την κοινωνική τους καταγωγή– λέγεται ότι ζουν κατά μέσον όρο 35-40 χρόνια· κι εμείς τους παρατηρούμε σαν ζώα στο κλουβί από την ασφάλεια του τουριστικού μας πανοπτικού, τους φωτογραφίζουμε, και ύστερα κατεβαίνουμε ν’ αγοράσουμε δερμάτινες τσάντες και παντόφλες…

Υπάρχουν πολλών ειδών ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ταξιδιώτης. Μέρος τής σύμβασής του είναι η έκθεση σε εμπειρίες που κάποτε θέτουν σε δοκιμασία όχι μόνο τις αισθήσεις και τη σωματική αντοχή, αλλά και τα βαθύτερά του ανακλαστικά οίκτου, αποτροπιασμού ή αηδίας· προσβάλλουν τα πιο μύχια αισθήματα του ανθρωπισμού του και την αίσθηση δικαίου. Τί είναι καλύτερο να κάνει τότε; Πρέπει να παρέμβει ή όχι; Με ποιον τρόπο και σε ποιον βαθμό; Και το ζήτημα δεν είναι μόνο αν έχει τη δυνατότητα, αλλά εάν έχει καν το δικαίωμα γι’ αυτό… Κανείς δεν τον κάλεσε και κανείς δεν τον υποχρέωσε να δει όσα βλέπει· είναι ένας παρείσακτος σε έναν κόσμο που λειτουργεί με τις δικές του ισορροπίες, και δεν μπορεί να ισχυριστεί πως έχει ο ίδιος πραγματικές λύσεις για όλα τα προβλήματα· δεν είναι ούτε ιεραπόστολος ούτε κοινωνικός αναμορφωτής. Αν όμως και αυτές οι σκέψεις δεν είναι παρά ένα άλλοθι για τον κομφορμισμό του, τον συμβιβασμό του με τα προνόμια που, θελημένα ή αθέλητα, του παρέχει ο κόσμος τής καταγωγής του; Είναι ένα είδος ενοχής που, συμπληρωματική με την ίδια την καταγωγική του σύμβαση, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, φοβάμαι, της ταυτότητας του ταξιδιώτη.

Το δεύτερο βράδυ στο ξενοδοχείο τής Φεζ, τα δύο αγόρια σε υπηρεσία –που ήταν βεδουίνοι μουσικοί– έφεραν και μας έπαιξαν μαυριτάνικα κρουστά. Βεδουίνος ήταν και ο ευγενικός οδηγός μας, ο Μουχάμαντ. Ήρθε στο πρώτο μας ραντεβού ντυμένος κομψά με καλοσιδερωμένο παντελόνι, καθαρό πουκάμισο και γυαλιά. Στο πρώτο μέρος τού ταξιδιού είχε γενικά αυτή την αμφίεση· καθώς όμως τώρα φεύγαμε από τη Φεζ και κατευθυνόμασταν στην έρημο, έβαλε πάνω από συνηθισμένα του ρούχα τη βαθιά λουλακί κελεμπία των βεδουίνων κι έδεσε περίτεχνα στο κεφάλι τον ίδιου χρώματος κεφαλόδεσμο. Τον είδαμε πάλι με δυτικά ρούχα μόνον όταν στραφήκαμε προς τις ακτές, στην Εσαουίρα.

Αγγίζουμε τώρα τις παρυφές τής ερήμου. H Μερζούγκα είναι μια μικρή όαση κοντά στα σύνορα με την Αλγερία, φημισμένη για την τοποθεσία της στους πρόποδες των αμμόλοφων Εργκ Σεμπί – εντυπωσιακών σχηματισμών που εκτίνονται σε μήκος 30 χιλιομέτρων και φτάνουν σε ύψος τα 250 μέτρα. Το χωριό ήταν ένας γραφικός οικισμός με την τυπική αρχιτεκτονική της Σαχάρας: κτίσματα από λάσπη, ενισχυμένη με άχυρο και κοπριά, και λιτή κομψότητα με τις μαλακές γεωμετρικές γραμμές. Κάτω από τον ήσκιο των φοινικόδεντρων, ρυάκια κόβουν το χώμα σε μικρά μπακαλαβαδωτά κομμάτια και ποτίζουν μικρές καλλιέργειες με κηπευτικά. Αμμόλοφοι και καμήλες τρεμοπαίζουν στο σουρούπο και οι τελευταίες ακτίνες σπάνε ανάμεσα στα κλαδιά τής φοινικιάς: ω αγαπημένη εικόνα, ξανάρχεσαι τόσο απροσκάλεστη για να μου θυμίσεις – τί ακριβώς; Γνωρίζω καλά αυτή τη συγκίνηση, αυτό το ξεχείλισμα που μου φέρνει σχεδόν δάκρυα στα μάτια, όμως την αληθινή της καταγωγή δεν ελπίζω πια να τη βρω…

Το Ρισάνι είναι μια χαρακτηριστική κωμόπολη της ερήμου, ξεχασμένη από τον χρόνο. Τυπική βεδουίνικη αγορά: μπροστά μας μια τεράστια ζωοπανήγυρη με γαϊδούρια, μουλάρια, κατσίκες, πρόβατα και καμήλες δεμένα κάτω από τον φονικό ήλιο να περιμένουν αγοραστή, και στα βρόμικα σουκ, τα σκεπασμένα με πλαστικές και ψάθινες στέγες, κοσμήματα, φρούτα, μπαχαρικά, καλάθια από ίνες φοίνικα, εγχειρίδια και πανέμορφα βερβερίνικα χαλιά… Δύσκολα υποψιάζεσαι ότι στα θεμέλιά του βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Σιζιλμάσα, της πρώτης μουσουλμανικής πόλης σε αυτό το άκρο τής Αφρικής, με εκατοντάδες κάσμπες και παλάτια (κάποια ίχνη τους, κυρίως υπολείμματα τοίχων, σώζονται στα δυτικά τού Ρισάνι, στον δρόμο προς το Ερφούντ). Η ιστορία της και οι λόγοι που την οδήγησαν στην παρακμή παραμένουν μυστήριο. Ιδρύθηκε μάλλον από τη φυλή των Ζενάτα τον έβδομο αιώνα, ως σταθμός για τα καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο, κι εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο βασίλειο· τους επόμενους αιώνες πλούτισε από το εμπόριο χρυσού, σκλάβων, αλατιού, όπλων, ελεφαντόδοντου και μπαχαρικών κι έφτασε στην ακμή της γύρω στον δέκατο τρίτο με δέκατο τέταρτο αιώνα. Τα θρησκευτικά σχίσματα και οι συνεχείς επιδρομές από εχθρικές φυλές φαίνεται ότι οδήγησαν στην καταστροφή της.

Κι εμείς στρεφόμαστε πάλι δυτικά, καβαλώντας πια τον μεγάλο Άτλαντα. Στον δρόμο μας, ξεμοναχιασμένα μέσα στην ερημιά, πετρόχτιστα ορθογώνια κτίσματα, καταστήματα δηλαδή, που πουλάνε κεραμικά και απολιθώματα της ερήμου. Το φως σε αυτή την περιοχή είναι μοναδικό· η βραχώδης έρημος διακόπτεται από καταπράσινες οάσεις με οργιώδη βλάστηση και βαθιά φαράγγια αυλακώνουν τους άνυδρους λόφους δίνοντας στο γεωλογικό γλυπτό παραισθητικά σχήματα. Οι χουρμαδιές προσφέρουν σκιά στα μικρά χωράφια με το καλαμπόκι και το κριθάρι και μέσα στις σκαμμένες κοίτες των ουάντι θεριεύουν οι συκιές, οι αμυγδαλιές, οι καρυδιές και οι λεύκες. Καθώς ανεβαίνουμε, ο δρόμος περνάει από βαθιές γεωλογικές πτυχές καλυμμένες με ασβεστολιθικούς βράχους, το σχήμα των οποίων οφείλεται τη διάβρωση. Διάσπαρτες ανάμεσα στους πυκνούς φοινικώνες βλέπεις λασπόχτιστες μικρές πολιτείες, σαν αντικατοπτρισμούς: κάσμπες (οχυρωμένα κάστρα που ήταν συνήθως η κατοικία μιας διακεκριμένης οικογένειας) και κσαρ (κοινοτικά οχυρά των μόνιμα εγκατεστημένων χωρικών που τους προστάτευαν από επιθέσεις ληστών και των νομαδικών φυλών, οι οποίοι έκαναν επιδρομές στις οάσεις μετά το μάζεμα της σοδειάς), πολλά από τα οποία κατοικούνται ακόμα.

Ανάμικτοι πληθυσμοί ζουν εδώ, ανακατεμένοι από αιώνες χάρη στο εμπόριο του αλατιού, του χρυσού και των σκλάβων που συνέδεε αυτές τις περιοχές με την Αφρική τού Σάχελ – Άραβες από τον βορρά, Βέρβεροι της ερήμου και Χαρατίν, απόγονοι σκλάβων με νέγρικο αίμα… Η ζωή επικεντρώνεται γύρω από τρία μεγάλα ουάντι: το Ντράα, το Ζιζ και το Νταντές (στο οποίο κατευθυνόμαστε τώρα). Είναι μια ολόκληρη σειρά κακοτράχαλα φαράγγια που έχει σκάψει ο ποταμός Νταντές, ο οποίος ξεκινάει από τις κορυφές τού μεγάλου Άτλαντα, ρέοντας κάπου 350 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά πριν συναντηθεί με τον ποταμό Ντράα στις παρυφές τής Σαχάρα. Τα πολύχρωμα τοιχώματα των φαραγγιών φτάνουν από 200 ως 500 μέτρα ύψος. Εκατομμύρια χρόνια πριν, όλη αυτή η περιοχή ήταν βυθισμένη κάτω από τη θάλασσα· μεγάλες ποσότητες ιζημάτων εναποτίθονταν γύρω από γιγάντιους κοραλλιογενείς υφάλους, και με τον καιρό όλο αυτό το υλικό στερεοποιήθηκε σε μια ποικιλία ιζηματογενών βράχων (αμμόλιθοι και ασβεστόλιθοι). Κάποια στιγμή, μετατοπίσεις τού φλοιού τής γης έκαναν να αναδυθεί στην επιφάνεια αυτή η μορφολογία, σχηματίζοντας τα βουνά τού Άτλαντα και τις γύρω περιοχές. Ο ποταμός Νταντές χάραξε εύκολα την πορεία του μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, και η ροή του άρχισε να διαβρώνει τον πορώδη ιζηματογενή βράχο των βουνών. Το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου η ροή τού ποταμού είναι σχετικά ασθενική λόγω τής ξηρότητας του κλίματος· όμως την περίοδο των βροχών τεράστιες ποσότητες νερού μπορούν να κατέβουν απότομα, δημιουργώντας ορμητικούς χειμάρρους με τεράστια διαβρωτική δύναμη που κουβαλούν μεγάλες ποσότητες ιζημάτων σε όλη τη διαδρομή από την πηγή, διευρύνοντας και βαθαίνοντας έτσι ασταμάτητα το φαράγγι.

Περάσαμε μια εκστατική νύχτα μέσα στη σιγαλιά τού φαραγγιού, και την αυγή το φεγγάρι ήταν ακόμα κρεμασμένο πάνω από τους μακρινούς βράχους· από τη βεράντα μας βλέπαμε μια φιδογυριστή ζώνη πράσινου μέσα στην ξερή κοίτη που ακολουθούσε τον δρόμο, και οι μισοκρυμμένες στα φοινικόδεντρα κάσμπες ξεπρόβαλλαν σαν φαντάσματα στο πρωινό φως. Η ομορφιά τού τόπου αυτού μού έφερνε δάκρυα στα μάτια – και ήταν ο μόνος τόπος που μου θύμισε την Υεμένη.

Το νοτιότερο τμήμα των φαραγγιών είναι γνωστό για την εκτεταμένη καλλιέργεια ρόδων, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ροδόνερου, αρωμάτων, σαπουνιών και καλλυντικών. Σταματήσαμε καθ’ οδόν βέβαια ν’ αγοράσουμε αυτά τα περίφημα τοπικά προϊόντα, και ύστερα κατευθυνθήκαμε στην Ουαρζαζάτ.

Σε υψόμετρο 1.160 μέτρων, στο σημείο όπου ενώνονται οι κοιλάδες Ντράα και Νταντές με το Αγκαντίρ στα δυτικά, η Ουαρζαζάτ βρίσκεται στον κεντρικό άξονα ανάμεσα στα βουνά και στην έρημο. Ιδρύθηκε το 1928 σαν φυλάκιο της Λεγεώνας των Ξένων, και διατηρεί ακόμα το γαλλικό αποικιακό ύφος. Φαρδιά βουλεβάρτα, γαλλική αποικιακή αρχιτεκτονική με ωραία σωμόν κτήρια, δεν μοιάζει καθόλου με τυπική αραβική πόλη. Οι ξενοδόχοι μας ήταν μαύροι (και το τσάι τους με βαριά, διαπεραστική γεύση μέντας, κι ο καφές τους με κανέλλα, πιπέρι και φλούδες πορτοκαλιού). Κατά τα άλλα, το γνώριμο μοτίβο: παντού ερημιά την ημέρα, και το βράδυ κοσμοπλημμύρα στις πλατείες. Ψάχνοντας να βρούμε κάπου να φάμε, είδαμε ένα ωραίο εστιατόριο με κήπο που η πινακίδα του έγραφε Chez Dimitris. Ρωτήσαμε ένα από τους εμπόρους στο διπλανό στενό, «είναι καλό»; Απάντηση: «Δεν ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ, αλλά ωραία μυρίζει». Μπήκαμε. Το αφεντικό ήταν όντως Έλληνας, και η πολυτελής αίθουσα ήταν όλη διακοσμημένη με κινηματογραφικές αφίσες (μερικές στα ελληνικά). Δοκιμάσαμε, μεταξύ άλλων, ένα στιφάδο καμήλας και ήπιαμε –επιτέλους!– μαροκινό κρασί. Πουθενά δεν είχαμε συναντήσει αλκοόλ μέχρι τώρα, ξέραμε όμως ότι το Μαρόκο παράγει καλό κρασί (και είχαμε δει αμπελώνες). Στην πραγματικότητα, κρασί παραγόταν στο Μαρόκο ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή· τον καιρό τού Προτεκτοράτου, μετά από αιώνες εγκατάλειψης λόγω των ισλαμικών απαγορεύσεων, δόθηκε νέα ώθηση στην παραγωγή. Οι τρεις κυριότερες αμπελουργικές περιοχές είναι γύρω από την Ούτζντα στα βορειοανατολικά, στη Φεζ και στο Μεκνές, και στα δυτικά μεταξύ Ραμπάτ και Καζαμπλάνκας. Σήμερα, όλη η μαροκινή παραγωγή βρίσκεται στα χέρια τής γαλλικής εταιρείας Castel η οποία τα εμφιαλώνει και τα διανέμει κυρίως στην Ευρώπη. Εν πάση περιπτώσει, από ένα ειδικό κατάστημα απέναντι, αγοράσαμε δύο μπουκάλια: ένα λευκό ημιαφρώδες, πολύ αρωματικό, και το περίφημο Gris de Boulaouane, ένα ροζέ με πορτοκαλί απόχρωση που θεωρείται από τα καλύτερα του Μαρόκου.

Η Εσσαουίρα είναι ένα γοητευτικό λιμανάκι στην αγκαλιά τού Ατλαντικού. Αληγείς άνεμοι πνέουν όλο τον χρόνο, και το κύμα αφρίζει αδιάκοπα στους μαύρους βράχους που ζώνουν την προκυμαία (μπορείς να ρεμβάζεις κοιτώντας τους επί ώρες, υπνωτικά, από τις ταράτσες των σπιτιών ή τα τείχη). Ύστερ’ από την καυτή ζέστη τής ερήμου, νιώσαμε να μας περονιάζει απότομη ψύχρα, εν μέρει και λόγω τής τρομερής υγρασίας: μέχρι και τα τσιγάρα μας ήταν βρεγμένα στην ταμπακιέρα! Το μπλε καθρεφτίζεται στους λευκούς ασβεστωμένους τοίχους και οι γυναίκες φορούν τα κάτασπρα, φαρδιά χάικ. Από την πλευρά τής θάλασσας, το εξωτερικό τείχος με τα λοξά προπύργια που προστάτευε την πόλη από τους πειρατές είναι τυπικού ευρωπαϊκού στυλ· απεναντίας, τα εσωτερικά τείχη με τα ορθογώνια προπύργια, πέτρινα και σοβατισμένα με χώμα, είναι ισλαμικού ύφους και θυμίζουν τις οχυρώσεις τού Μαρακές. Ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Φοίνικες είχαν ιδρύσει εδώ μια ναυτική βάση, και κάπου 600 χρόνια αργότερα ο τόπος έγινε περίφημο κέντρο παραγωγής πορφύρας. Τον δέκατο πέμπτο αιώνα οι Πορτογάλοι ίδρυσαν ένα στρατιωτικό κι εμπορικό προγεφύρωμα που το ονόμασαν Μογκαντόρ· η ίδια η πόλη ωστόσο χτίστηκε το 1760 από τον αλαουίτη σουλτάνο Σίντι Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντάλα (Μωχάμετ ο Β΄) με σχέδια γάλλου αρχιτέκτονα. Από τον δέκατο όγδοο αιώνα, λέγεται ότι το 40% των πλοίων που διέπλεαν τον Ατλαντικό περνούσαν από την Εσσαουίρα, η οποία ήταν γνωστή και ως λιμάνι τού Τιμπουκτού, επειδή εδώ κατέληγαν τα καραβάνια από την υποσαχάρια Αφρική με αγαθά που προορίζονταν για εξαγωγή στην Ευρώπη. Κάποτε ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια αλιείας τής σαρδέλας στο Μαρόκο, αλλά σήμερα μόνο καμιά πεντακοσαριά οικογένειες ζουν από το ψάρεμα.

Στη δεκαετία τού 1970 η Εσσαουίρα υπήρξε κι αυτή (όπως η Γκόα, το Κατμαντού, η Οαχάκα, η Καμπούλ) μία Μέκκα του διεθνούς χιπισμού· και παραμένει ακόμα, με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο, πόλη των καλλιτεχνών και των ανεξάρτητων ταξιδιωτών. Αποπνέει έναν αέρα εναλλακτικού κοσμοπολιτισμού, να το πω έτσι, που επιτείνεται από τη δημοτικότητα των φαρδιών της παραλιών οι οποίες έλκουν τους απανταχού λάτρεις τού γουίντ-σέρφιν. Πάνω απ’ όλα όμως αποτελεί αξιοσημείωτο κέντρο ιθαγενούς καλλιτεχνικής παραγωγής – πράγμα που νοιώθεις αμέσως όταν περιδιαβαίνεις στην αγορά της, γεμάτη εργαστήρια ξυλογλυπτικής κι εκθέματα επίπλων από το σκληρό, αρωματικό ξύλο Θούγιας (η οποία φύεται μόνο εδώ, σε μια μικρή περιοχή από την Εσσαουίρα ως το Αγκαντίρ), αλλά και αναρίθμητες γκαλερί τοπικής τέχνης. Είναι η έδρα μιας ομάδας ζωγράφων, των λεγόμενων «ελεύθερων καλλιτεχνών» –που οι περισσότεροι είναι αυτοδίδακτοι και δουλεύουν ταυτόχρονα ως ξυλογλύπτες, ναυτικοί ή οικοδόμοι– των οποίων το έργο έχει αναγνωριστεί διεθνώς και πολλές φορές έχει παρουσιαστεί σε ευρωπαϊκές γκαλερί και εκθέσεις. Παρότι ο καθένας έχει το προσωπικό του στυλ, συγκροτούν μιαν αναγνωρίσιμη –αραβοψυχεδελική θα μπορούσα να την πω– τεχνοτροπία: αρέσκονται στα φωτεινά χρώματα και η ναΐφ ή «φυλετική» τέχνη τους εμπνέεται από τους μύθους, την αραβοβερβερική ιστορία και τις αφρικανικές ρίζες τού λαϊκού πολιτισμού τού Μαρόκου· οι ονειρικές τους δημιουργίες βασίζονται σε αραβουργήματα, γεωμετρικά σχέδια, κουκκίδες κι ένα ετερόκλητο πλήθος αφαιρετικά απεικονισμένων αντικειμένων, ζώων και ανθρώπινων μορφών.

Το σούρουπο, στο πέτρινο τείχος τής προκυμαίας με φόντο τις μεγάλες ψαρότρατες, σταθήκαμε, δίπλα σε χορτασμένα γλαροπούλια που πόζαραν ατάραχα, να δούμε το ηλιοβασίλεμα. Νιώθαμε την υγρασία να μας μουλιάζει τα κόκαλα ενώ χοντρές σταγόνες νερού μάς μαστίγωναν το πρόσωπο. Και ξαφνικά γίναμε μάρτυρες μιας μοναδικής σκηνής: μια πελώρια αρμαθιά βάρκες, βαμμένες στο ίδιο λαμπερό κυανό, σηκωμένες από την παλίρροια του ωκεανού, αιωρούνταν σχεδόν στον αέρα αγκαλισμένες σφιχτά σαν τσαμπί με τις πλώρες στραμμένες στον ουρανό! Ύστερα πήγαμε να φάμε σε μια σειρά από λαϊκά ψαρομάγαζα της προκυμαίας, ημιϋπαίθριους πάγκους στην πραγματικότητα, σκεπασμένους με νάιλον για να κόβουν τον αέρα. Οι βιτρίνες τους άστραφταν προκλητικές: ψάρια τού ωκεανού, αστακούς, καραβίδες, γαρίδες, σαλάχια, σαρδέλες, ξιφίες, αχινούς… Αφού παλέψαμε αρκετή ώρα με τους κράχτες, διαλέξαμε κάποιο και καταλήξαμε σε ένα γκροτέσκο παζάρι: αυτός μάς γέμισε μια τεράστια λεκάνη απ’ όλα τα είδη (είμαστε κάπου 10 άτομα) και είπε μια τιμή· εμείς προτείναμε μια τιμή λίγο χαμηλότερη, κι αυτός πρόσθεσε ακόμα δυο χούφτες στη λεκάνη για να κρατήσει την ίδια τιμή· επιμείναμε με μικρότερη ζέση, και ξαναπρόσθεσε ψάρια· κ.ο.κ. Πραγματικά εκείνο το βράδυ σιχαθήκαμε τα ψαρικά…!

Έξω από την πύλη Πορ ντε λα Μαρίν που βγάζει κατευθείαν στην προκυμαία, ήταν πολύς κόσμος μαζεμένος εκείνη τη νύχτα, και στη μέση στημένη μια σκηνή. Αν εξαιρέσουμε κάποια φεστιβάλ, ελάχιστα μέρη υπάρχουν στο Μαρόκο όπου μπορεί κανείς να ακούσει αυθεντική παραδοσιακή μουσική· γι’ αυτό και είμαστε τυχεροί που πέσαμε σε υπαίθρια παράσταση ενός τοπικού συγκροτήματος Γκ(ι)νάουα. Γκ(ι)νάουα είναι κατ’ αρχήν το όνομα μιας μαύρης αδελφότητας μουσικών και τελετουργικών θεραπευτών – ευρύτερα όμως δηλώνει το αφρικανικό στοιχείο που έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος τής μαροκινής κουλτούρας τού νότου. Το όνομα λέγεται ότι είναι παραφθορά τής λέξης Γουινέα, τόπου ο οποίος ήταν γνωστός για το δουλεμπόριο τον ενδέκατο αιώνα. Οι μουσικοί Γκ(ι)νάουα είναι απόγονοι των μαύρων σκλάβων που μεταφέρθηκαν στο Μαρόκο από το Μάλι, τη Γουινέα και την Γκάνα (πολλοί ως επίλεκτη φρουρά τού Σουλτάνου Μουλάι Ισμαήλ [1672-1727] και του Μουλάι Αμπντάλα [1757-90]). Τιμούν τον Μπιλάλ, τον μαύρο χριστιανό σκλάβο που απελευθέρωσε ο προφήτης Μωχάμετ επειδή με το τραγούδι του γιάτρεψε την κόρη του Φατίμα· μιμούμενοι τον Μπιλάλ, συνδυάζουν τη μουσική με τη θεραπεία, αναμιγνύοντας την αφρικανική παράδοση με τη λατρεία αγίων και με τις ισλαμικές λαϊκές παραδόσεις. Οι τελετές τους ονομάζονται λιλά και γίνονται συνήθως νύχτα· στη διάρκειά τους, εν μέσω χορού και ψαλμών, επικαλούνται τα αφρικανικά πνεύματα (μλουκ), τους μουσουλμάνους αγίους, τους προγόνους και διάφορα θρυλικά πρόσωπα. Είναι ένας συναρπαστικός συνδυασμός ποίησης, μουσικής και χορού που η μυστική του δύναμη έγκειται στη θρησκευτική, πνευματική διάσταση η οποία προικίζει τους τελεστές με κάποιου είδους θεραπευτική ενέργεια.

Βγαίνοντας από την αφάνεια μιας περιθωριοποιημένης τελετουργικής πρακτικής, η κουλτούρα Γκ(ι)νάουα έχει γίνει σήμερα ένα εξαιρετικά δημοφιλές ύφος της βορειαφρικανικής μουσικής που ασκεί έλξη σε μεγάλα ακροατήρια – ιδίως αφότου ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν μουσικοί όπως ο Randy Weston, ο Bill Laswell και ο Robert Plant. Παραμένει ένα λαϊκό είδος που παίζεται σε κοινότητες με μεγάλο ποσοστό πληθυσμού αφρικανικής καταγωγής, ιδίως στο Μαρακές και στην Εσσαουίρα οι οποίες ήταν ιστορικά γνωστές για το δουλεμπόριο με περιοχές τής υποσαχάριας Αφρικής, και ποτέ δεν υιοθετήθηκε από τις ελίτ. Οι ρίζες του είναι αναγνωρίσιμα αφρικανικές, πράγμα που αντανακλάται τόσο στην ίδια τη μουσική –τα ρυθμικά πρότυπα, τις χαρακτηριστικές μεταλλικές καστανιέτες και το τρίχορδο μπάσο λαούτο (γκέμπρι)– όσο και στην ενδυμασία των μουσικών – τις πολύχρωμες ρόμπες και τα καπέλα, διακοσμημένα συνήθως με κοχύλια· στους στίχους του περιλαμβάνονται απερίφραστες αναφορές στο παρελθόν τής δουλείας, στα βάσανα της εξορίας και στη νοσταλγία των ριζών, που εδραιώνουν δεσμούς μεταξύ των μελών τής κοινότητας και μεταξύ επίσης των ζωντανών και των νεκρών. Και οι συγγένειες ανάμεσα στη Γκ(ι)νάουα και τη μουσική των Αφροαμερικανών, τη τζαζ και το μπλουζ, στον βαθμό που μοιράζονται ένα οδυνηρό μέρος κοινής ιστορίας, έκανε αυτό το είδος να ταξιδέψει διεθνώς.

Να πω με την ευκαιρία δυο λόγια για μία άλλη αδελφότητα που συνδυάζει επίσης χορό, μουσική και τελετουργική θεραπεία, μολονότι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα: είναι οι Αϊσάουα, που υπάρχουν ακόμα σήμερα στην Φεζ, στη Μεκνές και σε κάποια μέρη τής Αλγερίας. Δεν τους συναντήσαμε, είχα όμως ακούσει τη μουσική τους και ήξερα αρκετά για το λατρευτικό ύφος και τις τελετές τους (που ανέκαθεν έκαναν βαθιά εντύπωση στους περιηγητές και στους ξένους). Οι Αϊσάουα είναι ένα δερβίσικο τάγμα που ιδρύθηκε τον δέκατο έκτο αιώνα από τον άγιο και μυστικό Σίντι Μουχάμαντ ιμπν Ίσα: το μαυσωλείο του βρίσκεται στη Μεκνές και είναι τόπος ευλαβικού προσκυνήματος, όπως άλλωστε και πολλοί τάφοι –κούμπα– τέτοιου είδους αγίων και λαϊκών μαραμπού σε ολόκληρη τη χώρα… Τυπικό υβρίδιο μουσουλμανικού μυστικισμού και αφρικανικής πνευματοληψίας –που είναι τόσο χαρακτηριστικό φαινόμενο από της ακτές τής Μεσογείου μέχρι την Αφρική τού Σάχελ– οι πολύωρες τελετές των Αϊσάουα είναι άγριες, αποπνέουν πρωτογονισμό και συνοδεύονται από κραυγές, εξαντλητικό χορό και ξέφρενες τυμπανοκρουσίες· στο αποκορύφωμα της έκστασης δεν είναι ασυνήθιστο κάποιοι να τραυματίζονται ή να αυτοακρωτηριάζονται (πράγμα που θυμίζει, βέβαια, τελετές των Ριφφά’ι). Οι μετέχοντες φορούν πάντοτε λευκά, κραδαίνουν χρωματιστά λάβαρα και καίνε μεθυστικά θυμιάματα.

Πάντα, φτάνοντας στο ακραίο σημείο ενός ταξιδιού, δεν μπορείς να μη σκέφτεσαι τί υπάρχει πιο πέρα. Κι εγώ εδώ, τώρα, σκέφτομαι αυτή την απέραντη νοτιοδυτική επικράτεια που εκτείνεται κατά μήκος τής ακτής ως τα σύνορα με τη Μαυριτανία – την αμφισβητούμενη ζώνη τής Δυτικής Σαχάρας, που είναι τόπος εκπληκτικής ομορφιάς, όπως λένε όσοι την επισκέφθηκαν. Στην καρδιά τής απομονωμένης αυτής περιοχής βρίσκεται η μεγάλη πεδιάδα τού Σους, ανατολικά τού Αγκαντίρ, και σε όλη την ακτογραμμή τού Ατλαντικού οι απότομοι βράχοι μεταπηδούν σε αμμολόφους που φέρνουν την έρημο σε σουρεαλιστική γειτνίαση με τον ωκεανό. Τα φρούτα και τα λαχανικά που καλλιεργούνται στις μικρές οάσεις αρδεύονται από τα υπόγεια νερά τού Ουάντι Σους ενώ οι αργανίες παρέχουν τροφή σε κοπάδια μαύρων κατσικιών. Πέτρινα χωριά απλώνονται κατά μήκος των ουάντι στους πρόποδες του Αντιάτλαντα, συνήθως με ένα αγκαντίρ (που σημαίνει, οχυρωμένη σιταποθήκη) και, νοτιότερα, οι ερημικές παραλίες διακόπτονται από λιμνοθάλασσες όπου φωλιάζουν μυριάδες αποδημητικά πουλιά.

Οι κάτοικοι είναι Άραβες της Σαχάρας που ασχολούνται κυρίως με το ψάρεμα και την καμηλοτροφία· μιλούν μια βεδουίνικη αραβική διάλεκτο, τη χασάνια, και διατηρούν ένα πεισματικό αίσθημα ανεξαρτησίας απέναντι σε όλους τούς κατά καιρούς διεκδικητές. Διότι από το 1884 ως το 1975 η περιοχή κατελήφθη στρατιωτικά και κηρύχθηκε υπερπόντια κτήση τής Ισπανίας – η λεγόμενη τότε Ισπανική Σαχάρα. Όταν, κάτω από την διεθνή πίεση και ιδίως τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για την αποαποικιοποίηση, η Ισπανία αποσύρθηκε, η περιοχή διεκδικήθηκε για μερικά χρόνια από τη Μαυριτανία· επικράτησαν όμως οι αποφασιστικότερες αξιώσεις τού Μαρόκου, που το 1975 κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος τής επικράτειας και το κήρυξε κομμάτι τού εθνικού του εδάφους. Ο εντόπιος πληθυσμός αντιστάθηκε σθεναρά, και το Μέτωπο Πολισάριο, που ιδρύθηκε με σκοπό τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Αραβικής Δημοκρατίας των Σαχράουι (SADR), έδωσε επί 16 χρόνια σκληρό ανταρτοπόλεμο κατά τού Μαρόκου· μόλις το 1991 ο ΟΗΕ διαπραγματεύθηκε μια κατάπαυση πυρός και την προετοιμασία ενός δημοψηφίσματος με το οποίο, υποτίθεται, οι κάτοικοι της περιοχής θα αποφασίσουν για το μέλλον τους – που παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα. Εν τω μεταξύ το Μαρόκο ελέγχει όλη την ακτή τού Ατλαντικού και το μεγαλύτερο μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών τής Δυτικής Σαχάρας.

Στρέφουμε ξανά προς την ενδοχώρα για τον τελευταίο σταθμό, μια πόλη παλιά και θρυλική, ριζωμένη στη στρατηγική θέση όπου συναντιούνται ο Άτλας, ο Αντιάτλας και η Σαχάρα: το Μαρακές. Βλέποντας από μακριά τα μαυριτανικά τείχη των Αλμοραβίδων, δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι η βερβερική αυτή πολιτεία υπήρξε ο ομφαλός μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Το 1062 αυτοί οι ασκητικοί πολεμιστές τής ερήμου την έκαναν έδρα και ορμητήριο μιας αστραπιαίας κατάκτησης που έφτασε μέχρι το Αλγέρι και την Ισπανία. Έχτισαν επάλξεις και υπόγεια κανάλια άρδευσης που τροφοδοτούσαν τον μεγάλο φοινικώνα. Το 1147 ο οικισμός έπεσε στα χέρια των Αλμοχάδων: αυτοί έχτισαν το υπέροχο τέμενος της Κουτούμπια –ο μιναρές του στάθηκε πρότυπο τόσο για τη Χιράλδα τής Σεβίλλης όσο και τον πύργο Χασάν τής Ραμπάτ– και την κάσμπα, στη μορφή που ακόμα θαυμάζουμε σήμερα. Και η παλίρροια των δυναστειών συνεχίστηκε: οι Μαρινίδες της Φεζ, οι Σααδίνοι, οι Αλαουίτες, το Προτεκτοράτο… Δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι εδώ περπάτησαν και άφησαν τη σκιά τους φιγούρες όπως ο Αβερρόης, ο μεγάλος ταξιδευτής ιμπν Μπατούτα, ο ιστορικός και σοφός ανατόμος τού ανθρώπινου πολιτισμού ιμπν Χαλντούν… Και σήμερα, τώρα, καθώς στέκεσαι στο κέντρο της, στην αχανή πλατεία Ζεμάα ελ-Φνα με τον μιναρέ τής Κουτούμπια στο βάθος, που το πρωί φιλοξενεί μια μεγάλη αγορά με βότανα και αρωματικά, κιόσκια που στύβουν χυμούς φρέσκων φρούτων, ξηρούς καρπούς και κάθε είδους γλυκά, το βράδυ όμως στήνεται μια αόρατα ενορχηστρωμένη παράσταση με αυτοσχέδιους μουσικούς, γητευτές φιδιών, θεατρίνους και παραμυθάδες, εν μέσω τής τσίκνας από τους υπαίθριους πάγκους με τα κρεατικά και τα ψαρικά, παράσταση που κορυφώνεται τις μικρές ώρες όταν ένα πυκνό πλήθος ντόπιων και τουριστών συνωστίζεται και κυριολεκτικά σπρώχνεται στον κατάμεστο χώρο –και είναι η ώρα επίσης των πορτοφολάδων και των κλεφτών– ενώ γεμίζουν ολόγυρα οι ταράτσες των εστιατορίων και των μικρών καφενείων και χάνεις τους φίλους σου και τον προσανατολισμό σου, αυτή τη στιγμή, λέω, νιώθεις την ανάσα μιας άλλης ζωής που θα μπορούσες να έχεις διαλέξει, ενός κόσμου παραλίγο δικού σου, ελάχιστα και την ίδια στιγμή πολύ διαφορετικού, σαν το αντεστραμμένο σου είδωλο στον καθρέφτη.

Μείναμε πολύ κοντά σε όλο αυτό το πανηγύρι, σ’ ένα από τα στενάκια τής γραφικής μεδίνα. Ο ξενώνας μας, όπως και όλα σχεδόν τα μέρη που φιλοξενηθήκαμε, ήταν ένα ριάντ. Κυριολεκτικά, η λέξη σημαίνει «κήπος»· έτσι ονομάζονται όμως όλες οι παλιές αραβικές κατοικίες που έχουν στο μέσον μια εσωτερική αυλή, σαν αίθριο, συνήθως μ’ ένα σιντριβάνι, στην οποία βλέπουν τα εσωτερικά μπαλκόνια των ορόφων και τα αμφιθεατρικά διατεταγμένα δωμάτια. Με παραδοσιακή κατά κανόνα διακόσμηση και με το μοναδικό αρχιτεκτονικό τους ύφος –αυτές τις κολώνες που δίνουν την αίσθηση δέντρων– γεννούν ένα βαθύ αίσθημα ξεκούρασης, βάλσαμο στη ρυτιδωμένη ψυχή τού ταξιδιώτη.

Και μιας και είπα για κήπους, τα Μαρακές διαθέτει μερικά εξαίσια δείγματα. Ο κήπος τού θρυλικού ξενοδοχείου La Mamounia, που διατηρεί μεγάλο μέρος τής αίγλης του –εγκαινιάστηκε το 1929 σε οίκημα του δέκατου όγδοου αιώνα το οποίο ανήκε στον Αλαουίτη σουλτάνο Σίντι Μουχάμαντ· στις επιβλητικές αίθουσές του, που συνδυάζουν τη γαλλική αρ ντεκό με τον μαυριτανικό ρυθμό, έχουν φιλοξενηθεί προσωπικότητες όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Ρίτσαρντ Νίξον και ο Όρσον Ουέλλς– παρά την πρόσφατη ανακαίνισή του, δεν είναι από τους πιο ασήμαντους: 130.000 τετραγωνικά μέτρα πνιγμένα στις ελιές, τις πορτοκαλιές, τις φοινικιές και τα εξωτικά άνθη, μ’ ένα πολύ γοητευτικό περίπτερο που χτίστηκε από κάποιον Σααδίνο ηγεμόνα τον δέκατο έκτο αιώνα… Οι κήποι τού Αγκεντάλ με το περίπτερο των Σααδίνων αντικριστά στη λίμνη είναι ένα οπωρώνας με λεμονιές, πορτοκαλιές, βερυκοκιές και ελιές που σχεδιάστηκε από τους Αλμοραβίδες στο δεύτερο μισό τού δωδέκατου αιώνα· το αληθινό κόσμημα όμως είναι ο Κήπος Μαζορέλ, ένας μικρός παράδεισος στην καρδιά τής νέας πόλης. Το 1917 ο ζωγράφος Ζακ Μαζορέλ (γεννημένος το 1886 στο Νανσύ), αναρρώνοντας από φυματίωση μετά από μια μακρά περιπλάνηση στην Ισπανία, την Ιταλία και την Αίγυπτο, κατέληξε στο Μαρόκο και λάτρεψε το φως του. Εγκαταστάθηκε μέχρι τον θάνατό του στο Μαρακές, όπου έχτισε μια μαυριτανική έπαυλη και γύρω της δημιούργησε έναν πλούσιο κήπο· το 1931 παρήγγειλε στον αρχιτέκτονα Σινουάρ ένα αρ ντεκό στούντιο με πέργκολες και φωτεινούς μπλε τοίχους. Αυτή η κατοικία αγοράστηκε αργότερα από τον Υβ Σαιν-Λωράν και τον Πιερ Μπερζέ· ο κήπος αποκαταστάθηκε με φροντίδα και το στούντιο μετατράπηκε σε μουσείο όπου εκτίθενται μαροκινά χαλιά και κεραμικά τής Φεζ, βερβερίνικες πόρτες και καμιά σαρανταριά γκραβούρες τού ίδιου τού Μαζορέλ, που εικονίζουν τις κάσμπες και τα χωριά τού Άτλαντα. Τέσσερα μεγάλα μονοπάτια χωρίζουν τον κήπο σε παρτέρια με πολύχρωμα τροπικά λουλούδια, γιούκες, βουκαμβίλιες, μπαμπού, δάφνες, γεράνια, ιβίσκους, κυπαρίσσια, πάνω από 400 ποικιλίες φοινίκων και 1800 είδη κάκτων, ενώ σε μια λιμνούλα με παπύρους φυτρώνουν νούφαρα.

Είδαμε τους τάφους των Σααδίνων που χρονολογούνται από τον δέκατο έκτο ως τον δέκατο όγδοο αιώνα – ένα από τα ωραιότερα δείγματα μνημειακού ισλαμικού ύφους στο Μαρόκο (και σε χτυπητή αντίθεση, πρέπει να πω, με την απλότητα της αρχιτεκτονικής των Αλμοχάδων). Παρακάμψαμε λόγω χρόνου το μεγάλο ανάκτορο Μπαχία τού δέκατου ένατου αιώνα (το λεγόμενο «του Ευνοουμένου», που έχτισαν δύο ισχυροί βεζίρηδες, ο Σι Μούσα και ο Μπα Αχμάντ) και διαλέξαμε να επισκεφθούμε το παλαιότερο, αρκετά ειπωμένο σήμερα, Αλ-Μπάντι. Το έχτισε ο Αχμάντ αλ-Μανσούρ αφού νίκησε τους Πορτογάλους στη Μάχη των Τριών Βασιλέων στις 4 Αυγούστου 1758, και η κατασκευή του συνεχιζόταν μέχρι τον θάνατό του το 1603. Ιταλικά μάρμαρα, ιρλανδικοί γρανίτες, ινδικός όνυχας και φύλλα χρυσού κοσμούσαν τους τοίχους και τις οροφές των 360 αιθουσών του, αντάξια της φήμης του ως ενός από τα θαύματα του ισλαμικού κόσμου· σήμερα, δεν σώζεται άλλο από τα άδεια δωμάτια συνεχόμενα με τα φαγωμένα τείχη στο χρώμα τής ερήμου, και στην καταβυθισμένη του τάφρο φυτρώνουν πορτοκαλιές