Τη δεκαετία του 1960, όπως και σήμερα, άνθρωποι με αντίθετες απόψεις προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Όμως υπήρχε μια κοσμιότητα στον δημόσιο διάλογο εκείνης της εποχής, την οποία δεν συναντάμε σήμερα, και η οποία βασιζόταν στην άποψη των τότε φιλελεύθερων ελίτ ότι η άρνηση του διαλόγου απλώς θα ενισχύσει τη νοοτροπία του «ή εμείς ή αυτοί» που τροφοδοτεί τη ριζοσπαστικοποίηση.

Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate.

Σε πολλές χώρες της Δύσης σήμερα οι κοινωνικές και πολιτικές διαφορές έχουν οξυνθεί στο σημείο που μοιάζει μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια να γεφυρωθούν. Ωστόσο ίσως κάποιοι να πίστευαν το ίδιο τη δεκαετία του 1960, μια εποχή με εξίσου πολλές διαμάχες με τη δική μας. Παρόλα αυτά τελικά οι διαφωνίες αυτές ξεπεράστηκαν. Η διαφορά ήταν στον διάλογο.
Τη δεκαετία του 1960 η φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου εξακολουθούσε να πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Στη Γερμανία η ακόμη εύθραυστη δημοκρατική τάξη δεχόταν πλήγματα από τον ριζοσπαστισμό τόσο της αριστεράς (τους κομμουνιστές) όσο και της δεξιάς (τους εθνικιστές) γεγονός που οφειλόταν τόσο σε εξωτερικές προκλήσεις, όπως ο Ψυχρός Πόλεμος, όσο και εσωτερικές πιέσεις, περιλαμβανομένης της πρώτης μεταπολεμικής ύφεσης και της αυξανόμενης ανεργίας. Το 1968 φοιτητικές διαμαρτυρίες ξέσπασαν σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, αλλά και στις ΗΠΑ, σηματοδοτώντας την αντίθεση όχι μόνο στον πόλεμο στο Βιετνάμ, αλλά επίσης –και ολοένα και περισσότερο— στο ίδιο το «κατεστημένο». 
 
Όπως και σήμερα, άνθρωποι με αντίθετες απόψεις το 1960 προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ωστόσο υπήρχε μια κοσμιότητα στον δημόσιο διάλογο της εποχής την οποία δεν βρίσκουμε σήμερα. Ήταν κατανοητό, τουλάχιστον σε κάποιους, ότι η άρνηση του διαλόγου απλώς θα ενισχύσει τη νοοτροπία του «ή εμείς ή αυτοί» που τροφοδοτεί τη ριζοσπαστικοποίηση.
 
Ας δούμε τη δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Ραλφ Ντάρεντορφ , ενός μέλους του Ελεύθερου Δημοκρατικού κόμματος (FDP) με τον αριστερό φοιτητή Ρούντι Ντούτσκε (σ.τ.μ. ο βασικός εκπρόσωπος του φοιτητικού κινήματος στη Γερμανία τη δεκαετία του 1960) έξω από το συνέδριο του FDP στο Φράιμπουργκ.
 
Ο Ντούτσκε προσπάθησε «να ξεσκεπάσει» τον Ντάρεντορφ, τον φιλελεύθερο διανοούμενο του κατεστημένου, ως ιδιοτελή και μη δημοκρατικό. Ο Ντάρεντορφ απάντησε ότι η επαναστατική ρητορική του Ντούτσκε είναι αφελής, κυρίως λόγια του αέρα παρά ουσία και εν τέλει επικίνδυνη. Όσο έντονα κι αν διαφωνούσαν ωστόσο, έδιναν ο ένας στον άλλο την ευκαιρία να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του για την επανάσταση, την ελευθερία και τη δημοκρατία.
 
Η ίδια προσέγγιση ίσχυε και απέναντι σε ακροδεξιά στοιχεία, όπως το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (NDP), το οποίο σχηματίστηκε από διάφορες ακροδεξιές ομάδες το 1964. Το 1967 το NDP κέρδιζε ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές. Σε μια μάλλον ξεχασμένη αλλά εκπληκτική δημόσια συζήτηση, 2.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου για να παρακολουθήσουν μια συζήτηση με θέμα «ο ριζοσπαστισμός σε μια δημοκρατία».
 
Στο πάνελ των ομιλητών συμμετείχαν  ο επικεφαλής του NDP Άντολφ φον Τάντεν, ο εκδότης της φιλελεύθερης εφημερίδας Die Zeit Γκερτ Μπουτσέριος, ο συντηρητικός συγγραφέας Ρούντολφ Κρέμερ- Μποντόνι, ο Ανατολικογερμανός δικηγόρος και πολιτικός Φρίντριχ Καρλ Κάουλ και ο Ντάρεντορφ. Τη συζήτηση συντόνιζε ο Φριτς Μπάουερ, ο οποίος διετέλεσε εισαγγελέας στις δίκες που διεξήχθησαν στη Φρανκφούρτη από το 1963 ως το 1965 για το Άουσβιτς.
 
Η συζήτησε ξεκίνησε με τον Τάντεν, ο οποίος παρουσίασε τις πολιτικές του απόψεις, παρουσιάζοντας μια  χωρίς μεταμέλεια εκτίμηση του ρόλου της Γερμανίας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμου και εξηγώντας την άνοδο του NDP. Ο Ντάρεντορφ, καθηγητής κοινωνιολογίας, ακολούθησε αναλύοντας την ποικιλομορφία των μελών του NDP, μεταξύ των οποίων υπήρχαν παλιοί ναζί, απογοητευμένοι που αναζητούν ταυτότητα και καιροσκόποι αντιμοντερνιστές.
 
Ο Ντάρεντορφ δήλωσε ότι, αν και κατανοούσε αυτά στα οποία αντιτασσόταν ο Τάντεν, του ήταν λιγότερο ξεκάθαρα αυτά που πρέσβευε ο επικεφαλής του NDP. Ήταν υπέρ της δημοκρατίας; Ο Μπουτσέριος αργότερα προκάλεσε πιο άμεσα τον Τάντεν, ρωτώντας τον αν θα είχε στηρίξει την απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ το 1944. Τότε παρενέβη ο Μπάουερ για να θυμίζει ότι η αδελφή του Τάντεν ήταν μέλος της αντίστασης. Ωστόσο ο ίδιος ο Τάντεν απέφυγε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση, λέγοντας ότι δεν θα είχε πολεμήσει στο πλευρό της αδελφής του.
 
Παρόλα αυτά ο Ντάρεντορφ επέμεινε ότι η τύχη του NDP πρέπει να αποφασιστεί από τους ψηφοφόρους, αντί για τα δικαστήρια που είχαν κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Κάουλ επανάλαβε την άποψη αυτή σε μια παθιασμένη του ομιλία (την οποία αναμφίβολα είχαν εγκρίνει εκ των προτέρων οι ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας) σχετικά με τον αποκλεισμό των κομμουνιστών της Δυτικής Γερμανίας από τη συζήτηση. Ένας φιλελεύθερος δημοκράτης, κατέληξε ο Ντάρεντορφ, δεν μπορεί να αποκλείει ακραίους της μίας πλευράς, ενώ ανέχεται αυτούς της αντίθετης.
 
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους σημερινούς πολιτικούς και διανοούμενους να συμμετέχουν σε τόσο βαθιές και γεμάτες σεβασμό δημόσιες συζητήσεις με τους σημερινούς ριζοσπάστες και τυχάρπαστους, είτε πρόκειται για λαϊκιστές, οικονομικούς εθνικιστές, ευρωσκεπτικιστές ή κάτι άλλο. Οι ακροαριστεροί και οι ακροδεξιοί σίγουρα δεν μιλούν μεταξύ τους με αυτό τον τρόπο. Κάθε πλευρά προτιμά να απευθύνεται στο δικό της κοινό, το οποίο είναι προσβάσιμο μέσα από περιχαρακωμένα μέσα ενημέρωσης, όπου υπάρχουν μικρές απαιτήσεις για πραγματική συζήτηση και αντίθετες απόψεις.
 
Πολλοί ηγέτες σήμερα, οι λεγόμενες ελίτ που θεωρούνται θεματοφύλακες της φιλελεύθερης, δημοκρατικής τάξης,  φαίνεται να πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι από τη συζήτηση με ακραίες προσωπικότητες είναι πολύ μεγάλοι: περισσότερη έκθεση ενδέχεται να σημαίνει περισσότερη νομιμοποίηση. Όμως αυτή η στάση είναι από μόνη της πολύ επικίνδυνη και κυρίως επειδή έχει μετατραπεί σε ηθελημένη τυφλότητα προς τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν τροφοδοτήσει τις ακραίες ιδεολογίες, μια προσέγγιση την οποία πολλοί θεωρούν αλαζονική. Ας θυμηθούμε τη δήλωση της υποψήφιας των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον, ότι οι μισοί υποστηρικτές του αντιπάλου της Ντόναλντ Τραμπ είναι «ένα μάτσο αξιοθρήνητοι».
Δεν μπορούμε απλώς να ευχόμαστε να εξαφανιστούν οι λαϊκιστές. Το να αφήσουμε τα ακραία κινήματα να κάνουν τον κύκλο τους, όπως έχουν προτείνει κάποιοι, είναι απερίσκεπτο και επικίνδυνο, με δεδομένη τη ζημιά που μπορούν να επιφέρουν προτού αποτύχουν. Προκειμένου να φέρουν σε πέρας την ευθύνη τους ως υπηρέτες του κοινού καλού οι πολιτιστικές και πολιτικές ελίτ θα πρέπει να ξεπεράσουν τον ελιτισμό τους και να βρουν τρόπους και δομές που θα διευκολύνουν τον πιο εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ διαφορετικών ομάδων περιλαμβανομένων, όσο δύσκολο κι αν είναι, των ακραίων και λαϊκιστικών κινημάτων.
 
Στη συζήτηση στο Αμβούργο ο Ντάρεντορφ σωστά δήλωσε ότι η επιτυχία των άκρων είναι το μέτρο της αποτυχίας των δημοκρατικών ελίτ. Όπως το NDP  τη δεκαετία του 1960, έτσι και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) οφείλει την επιτυχία της στις ομοσπονδιακές εκλογές του προηγούμενου Σεπτεμβρίου στην άρνηση των πολιτικών, οικονομικών και ακαδημαϊκών ελίτ της χώρας να συνομιλήσουν εποικοδομητικά με το κοινό και πολύ λιγότερο με αυτούς τους οποίους το κοινό θεωρεί πιο διατεθειμένους να ακούσουν τις ανησυχίες του.
 
Οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας πρέπει να συζητούν με τους λαϊκιστές όχι για να τους αλλάξουν γνώμη, αλλά για να βοηθήσουν το κοινό να κατανοήσει τι πραγματικά πρεσβεύει το κάθε κόμμα και όχι μόνο σε τι είναι αντίθετο. Ναι, αυτό σημαίνει ότι οι λαϊκιστές θα έχουν περισσότερο δημόσιο χρόνο και κινδυνεύει να κανονικοποιήσει τις ακραίες απόψεις. Όμως οι κίνδυνοι που προέρχονται από μια επιθετικά πολωμένη δημόσια σφαίρα, την οποία οι ακραίοι έχουν αποδείξει ότι είναι ικανοί να εκμεταλλευθούν, είναι πολύ μεγαλύτεροι.