Το ερώτημα για τον θαρραλέο φασίστα δεν αντιστοιχεί στο αν είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρίσουμε ότι κατ’ αρχήν υπάρχουν και ανάμεσα στους ιδεολογικούς μας εχθρούς, ακόμη και τους φασίστες, άνθρωποι που θα ήταν διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους για τα δικά τους (ανατριχιαστικά και βάρβαρα) ιδανικά. Εγώ θα έλεγα ότι αυτό είναι κατ’ αρχήν δυνατό. Το κλασικό παράδειγμα είναι ο Κρέων της Αντιγόνης. Πολλοί μελετητές εξηγούν ότι αυτός είναι ο τραγικός ήρωας: αγύριστο κεφάλι, καταστρέφεται λόγω μιας «αμαρτίας» αλλά δεν υποχωρεί. Όμως ο Κρέων γεννήθηκε για να μισεί, όχι για να αγαπάει, αντίθετα από την Αντιγόνη. Το ερώτημα είναι εμπειρικό: Είναι τόσο ιστορικά απίθανη αυτή η συνύπαρξη θάρρους και μίσους; Γιατί είναι τόσο συνηθισμένο να κλαίγονται οι φασίστες μόλις στριμωχτούν; Κι αν δεν κλαίγονται, πάντως να απαρνιούνται με τόση άνεση τις ιδέες τους.
Ο αρχαίος ηρωισμός περνά μέσω του Καρλάυλ στη ναζιστική Γερμανία και την εμπνέει. Ο ηρωικός μύθος θα γίνει ένας πυλώνας του ναζιστικού φαντασιακού. Ο Leo Schlageter είναι ένα από τα σύμβολά του. Έχει την τιμητική του στο Ο αγών μου του Αδόλφου και είχε ήδη ηρωοποιηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Συνελήφθη από τους Γάλλους διότι μέθυσε στην αγκαλιά μιας κοινής γυναίκας, αλλά είχε τα αγάλματα και τις γιορτές που του άξιζαν. O Horst Wessel επίσης λατρεύτηκε ως ναζί ήρωας, γιατί κομμουνιστές τού φύτεψαν δύο σφαίρες στην κεφάλα. Εκφώνησε λόγο ο ίδιος ο Φύρερ στον τάφο του, σε μια εκδήλωση για την οποία ο Γκαίμπελς ήταν υπερήφανος για την ταπείνωση των κομμουνιστών, που είδαν να περνούν έξω από τα γραφεία τους χιλιάδες ναζί. Δεν ξέρω πόσο θαρραλέος ήταν ο Wessel την ώρα που τον σκότωναν, αλλά τέλος πάντων αυτός ήταν. Η αλήθεια είναι ότι έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο ως ναζί-μάρτυρας ώστε οι Βρετανοί έριχναν από αεροπλάνα προπαγανδιστικά φυλλάδια στο Βερολίνο που έδιναν οδηγίες πώς να κρεμαστεί κανείς ανώδυνα, στα οποία κατέληγαν λέγοντας ότι το πρότυπο του Horst Wessel τούς καλεί.
Υπήρχαν λοιπόν οι αυτοκτονίες των αφανών, (χίλιοι σε τρεις μέρες, σε μια πόλη 16.000 ατόμων, για παράδειγμα) αλλά και επιφανείς αυτοκτονίες, στις οποίες οι ηγέτες τους καλούσαν σε ηρωική έξοδο, αντί για ατιμωτική παράδοση, όπως έκανε ο Φύρερ και ο Γκαίμπελς – ο τελευταίος συγκρίνοντας τον εαυτό του με τον Κάτωνα.
Στην πραγματικότητα το να έχεις υποστηρίξει τον ναζισμό στη Γερμανία πολύ γρήγορα συγχωρέθηκε, αφού η «αποναζιστικοποίηση» υποχώρησε μπροστά στον Ψυχρό Πόλεμο. Έτσι, σε γενικές γραμμές δεν χρειαζόταν να κάνει τον ήρωα ενώπιον της ήττας ο πρώην αξιωματούχος των ναζί. Αν δεν αυτοκτονούσε στην αρχή, μετά μπορούσε να απαρνηθεί το παρελθόν του, ευτυχής για το ότι τα περίφημα ερωτηματολόγια αποναζιστικοποίησης που συμπλήρωναν για να φανεί το μέγεθος της συνενοχής ήταν αδύνατον να ελεγχθούν. Με τον ίδιο τρόπο, τα δικά μας μπουμπούκια μπορούσαν από συνεργάτες των Γερμανών να γίνουν πατριώτες, τιμητές της προδοτικής Αριστεράς, χωρίς επίσης να ιδρώσει το αυτί κανενός.
Ας θεωρήσουμε ως προϋπόθεση του ηρωισμού το να βρίσκεται κανείς μπροστά σε ένα δίλημμα και να λαμβάνει την απόφαση που στοιχίζει περισσότερο, γιατί αυτό επιτάσσει η συνείδησή του. Όχι δηλαδή να έχει την ατυχία να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν εχθρό και να χάσει τη ζωή του, αλλά να υπάρξει μία στιγμή κατά την οποία αποφασίζει ότι ενώ βρίσκεται σε θέση αδυναμίας, δεν θα απαρνηθεί τα πιστεύω του. Το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής δεν θα μας προσφέρει τέτοιες χαρές. Τα πιτσιρίκια που επιτέθηκαν στον Μπουτάρη είπαν:
«Είδα κόσμο να αποδοκιμάζει ένα πρόσωπο και πλησίασα να δω ποιο ήταν αυτό. Παρασύρθηκα από ανοησία και λόγω της μετεφηβικής μου ηλικίας»
«Δεν γνώριζα ποιος ήταν. Έκανα μεγάλο λάθος και ζήτω συγγνώμη. Παρασύρθηκα από το πλήθος. Είχα ακούσει ότι είχε αφήσει ο δήμαρχος τους γκέι να κάνουν παρέλαση».
Ο δεύτερος εικοσάχρονος δεν ήξερε ποιος διοργάνωνε τη συγκέντρωση στην οποία είχε πάει πριν από λίγο καιρό, δεν ήξερε ότι μετά από δέκα χρόνια Τάεκ Βον Ντο μπορεί να προκαλέσει ζημιά κλωτσώντας έναν 76χρονο, κοκ. Ο καλύτερος με διαφορά είναι αυτός που έσπευσε να εξηγήσει ότι όχι απλώς συνεργάστηκε με τις αρχές, αλλά ρουφιάνεψε και έναν 17χρονο συναγωνιστή που χτυπούσε μαζί του τον Μπουτάρη.
Αυτά τα παιδιά παπαγάλισαν αυτά που τους πρότεινε ο δικηγόρος τους. Η Κίττυ Αρσένη αφηγούνταν την ταραγμένη σχέση με τους δικηγόρους στη χούντα, που ήταν ταραγμένη ακριβώς για να μην επιτρέψουν οι αγωνιστές να μπουρδουκλώσει ο δικηγόρος τα πράγματα για να κολακέψει το δικαστήριο και να τη σκαπουλάρει ο πελάτης του. Πάει να πει, δεν άφηναν να εξευτελιστεί το μαρτύριο των βασανιστηρίων που είχαν ήδη περάσει, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιείκεια του δικαστηρίου. Ψιλά γράμματα, θα μου πεις.
Εκτός από τα ηρωικά πρότυπα της κομμουνιστικής αταραξίας μπροστά στον θάνατο, της μακαριότητας του επαναστάτη που κάνει το καθήκον του και κοιτάζει χαμογελώντας τα σκουλήκια που τον στέλνουν στον θάνατο, μπορεί κανείς να σκεφτεί και τα πιτσιρίκια του Βελβεντού, που φώναζαν «Ζήτω η αναρχία!» μέσα σε κλοιό πέντε δικαστών Ντρεντ γύρω τους, όπου ξέρουμε ότι κάθε συλλαβή θα πληρώθηκε με δέκα κλωτσιές στα δόντια.
Θέλω να πω ότι ενώ είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω κατ’ αρχήν το ενδεχόμενο του συνδυασμού φασισμού και θάρρους, η στάση των φασιστών μέχρι τώρα οπότε αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των πράξεών τους είναι αξιοθρήνητη. Με τις συλλήψεις που έγιναν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαμε το πρώτο τέτοιο κύμα: κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν είδε, ο αγκυλωτός σταυρός είναι αρχαιοελληνικός και το Sieg Heil το έγραψε ο άλλος στο τατουάζ του γιατί του άρεσε η γραμματοσειρά. Τέτοια παρέλαση δειλίας, δεν μπορούσες να το πιστέψεις ότι θα προέρχεται από τέτοιους μπρατσαράδες. (Θα έλεγαν οι ίδιοι ότι «κλαίνε σαν γυναικούλες», και θα προσπαθούσαν έτσι να ξεχάσουν το παράδειγμα της Κίττυς Αρσένη, και τόσων ακόμη γυναικών, που δεν έκλαιγαν σαν χαμαντράκια στα δύσκολα). Κι όμως, είναι απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη αυτή η παρέλαση δειλίας. Δεν υπάρχει καμία άλλη ιδέα στον φασισμό που να υπερτερεί σε σχέση με την υπεροχή στη βία. Όταν λοιπόν ο φασίστας βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σύλληψη, δεν έχει τίποτα να αντιτείνει. Χάνει, δεν μπορεί να τα βάλει με όλους, οπότε χωρίς το προστατευτικό μαξιλάρι της δύναμης, δηλαδή πρακτικά του εξαγριωμένου όχλου που τον συνοδεύει, καμία ιδέα και καμία αρχή δεν υπάρχει για να τον γλιτώσει από τον εξευτελισμό. Κλαίει σαν τον Μπούκουρα και μαζεύει μέσα του μνησικακία και συμπλέγματα για να ξεσπάσει την επόμενη φορά που θα βρει κάποιον απομονωμένο μετανάστη για να τον τσακίσουν στο ξύλο, δέκα μαζί.
Θέλω να πω ότι δεν πρόκειται καν για αντίφαση. Το πέρασμα από τον ομαδικό τσαμπουκά απέναντι σε έναν 75χρονο, στα κλάματα μπροστά στον δικαστή, τα ενώνει το ίδιο νήμα: δεν υπάρχει καμία αρχή και καμία ιδέα εκτός από την εξύμνηση της δύναμης. Αυτό σημαίνει αναίδεια τη στιγμή της υπεροχής, και εξευτελισμό τη στιγμή της δυσκολίας. Όσο μεγαλύτερος είναι ο εξευτελισμός, τόσο μεγαλύτερος θα είναι και ο σαδισμός στο επόμενο θύμα που θα βρεθεί στο διάβα του φασίστα αργότερα. Τα κλάματα μπροστά στον δικαστή δεν είναι απάρνηση της δύναμης, είναι η στέρησή της. Εγώ δεν έχω βρεθεί στα χέρια του εχθρού, να έχω συλληφθεί και να κρίνεται το μέλλον μου, η σωματική μου ακεραιότητα ή η ζωή μου από τη στάση μου. Να προσθέσω: ευτυχώς. Μπορώ όμως να αναγνωρίσω τη διαφορά ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την ξεφτίλα.