Στις 14 του Μάη η κυβέρνηση της Βενεζουέλας κατέθεσε, ακόμη μια φορά, το αίτημά της, προς την Τράπεζα της Αγγλίας, για τη μεταφορά ενός δισεκατομμυρίου δολλαρίων σε χρυσό, που ανήκουν στην Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας, και φυλάσσονται στο Λονδίνο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κατέθεταν το αίτημα, ωστόσο αυτή τη φορά, η χώρα της Λατινικής Αμερικής, που ζει υπό το βάρος των Αμερικανικών Κυρώσεων, αιτιολογούσε με ξεκάθαρα επιχειρήματα το αίτημα: ακριβώς λόγω των κυρώσεων, χρειάζεται τα χρήματα για να αντιμετωπίσει την πανδημία, που πλήττει όλο τον πλανήτη. Μάλιστα, για να είναι βέβαια η Βρετανία ότι τα χρήματα θα πάνε για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η κυβέρνηση Μαδούρο ήρθε σε συμφωνία με τον ΟΗΕ και το Πρόγραμμα Ανάπτυξής του, ώστε ο χρυσός να πάει κατευθείαν στον Οργανισμό, και η Βενεζουέλα να λάβει μόνον τρόφιμα και φάρμακα αυτής της αξίας. Το αυτί των Βρετανών δεν ίδρωσε. Τα τρόφιμα και τα φάρμακα δε θα φτάσουν ποτέ στη Βενεζουέλα. Ο λαός θα συνεχίσει να πληρώνει με τη ζωή του τις αμερικάνικες κυρώσεις.

Ο βρετανός δικαστής Νάιτζελ Τήαρ (Nigel Teare), εξέδωσε την απόφασή του τη 2α Ιουλίου. Σύμφωνα με αυτήν, η συνταγματική κυβέρνηση της Βενεζουέλας, υπό τον πρόεδρο Νίκολας Μαδούρο και η Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας δεν έχουν δικαίωμα στον Χρυσό της Βενεζουέλας που φυλάσσεται στην Τράπεζα της Αγγλίας. Ο δικαστής αιτιολόγησε την απόφασή του αναφέροντας ότι, η Βρετανική κυβέρνηση αναγνωρίζει «ρητώς και απολύτως» (unequivocally) ως ηγέτη της Βενεζουέλας και «υπηρεσιακό πρόεδρό» της, τον ακροδεξιό αχυράνθρωπο των ΗΠΑ, Χουάν Γουαϊδό.

«Aπίστευτη και γελοία» και «προσπάθεια να αρπάξουν το χρυσό της Βενεζουέλας» στερώντας «το δικαίωμα της χώρας στον πλούτο της, ο οποίος ανήκει στο λαό της», χαρακτήρισε το υπουργείο Εξωτερικών της Βενεζουέλας, και ο υπουργός Χόρχε Αρεάζα, την απόφαση του Βρετανού δικαστή. «Οι φαντασιώσεις ενός αυτοανακηρυγμένου υπηρεσιακού προέδρου, που προσπαθεί να ελέγξει τον πλούτο της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, σε συνεργασία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ».

Το 2017 η κυβέρνηση Τραμπ προχώρησε σε πάγωμα ή κατάσχεση όλων των καταθέσεων της Βενεζουέλας σε αμερικανικούς φορείς και απαίτησε το ίδιο από διεθνείς τράπεζες, απειλώντας με κυρώσεις όποια χώρα τολμούσε να μην υπακούσει. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, οι ΗΠΑ εξέδωσαν εντολή που απαγορεύει από τη Βενεζουέλα να δανειστεί από οποιοδήποτε αμερικάνικο πιστωτικό ίδρυμα. Ακολούθησε η αυτοανακήρυξη του Γουαϊδό σε πρόεδρο, το Γενάρη του 2019, η αναγνώρισή του από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους και, μετά από αυτό, η παρακράτηση συνολικά 18 δισεκατομμυρίων δολλαρίων που ανήκουν στην κρατική πετρελαϊκή εταιρία της Βενεζουέλας (Petroleos De Venezuela SA) – επτά δις περιουσιακά στοιχεία και έντεκα δις εξαγωγικά οφειλόμενα.

Τον Απρίλιου του 2019, αναγγέλθηκαν νέες κυρώσεις κατά της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας, οπότε και την απέκοψαν από τις διεθνείς συναλλαγές με δολάριο. Τράπεζες των κρατών που αποδέχθηκαν αυτές τις κυρώσεις και αναγνωρίζουν τον Γουαϊδό, μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Αγγλίας, παρακρατούν συνολιά 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια του πλούτου της Βενεζουέλας. Μάλιστα, ο αυτοανακηρυχθείς «υπηρεσιακός πρόεδρος» προτρέπει τις τράπεζες να στερούν αυτά τα κεφάλαια, ακόμη και εν μέσω πανδημίας, από τη χώρα.

Όταν, σε αυτό το καθεστώς, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας, το Μάρτιο 2020, ζήτησε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έκτακτο δάνειο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την πανδημία, το ΔΝΤ αρνήθηκε, δεχόμενο την πίεση των ΗΠΑ, και αναγνωρίζοντας ως «υπηρεσιακό πρόεδρο» τον Γουαϊδό.

Έτσι, ο λαός της Βενεζουέλας βρίσκεται αντιμέτωπος και με τις κυρώσεις των ΗΠΑ και με την αδυναμία να χρησιμοποιήσει τον ίδιο του τον πλούτο ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε τρόφιμα, φάρμακα, να συντηρήσει κοινωνικά προγράμματα κ.α.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και η απόφαση του ΔΝΤ το Μάρτιο και η προχθεσινή απόφαση του Βρετανικού δικαστηρίου χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό από τον Χουάν Γουαϊδό. Εμφανέστατα, το υποχείριο των αμερικάνων αδιαφορεί πλήρως για το λαό της Βενεζουέλας και νοιάζεται να εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέρονται που εκπροσωπεί.