Σε μια εκμοντερνισμένη εκδοχή των «Αθλίων», μάθαμε ότι η κλοπή ενός αυτοκινήτου ισούται με θανατική ποινή. Γιατί, αν δεν λάβουμε υπόψιν την καταγωγή των «δραστών» -που δεν πρέπει να τη λάβουμε- τα πράγματα είναι τόσο απλά. Η καταγωγή των θυμάτων είναι απλά ένα πρόσφορο κερασάκι στην μουχλιασμένη τούρτα της συνειδησιακής μας εξαθλίωσης, κάτι που σύσσωμα τα ΜΜΕ και ο συνήγορος υπεράσπισης των αστυνομικών που άδειασαν σχεδόν 40 σφαίρες πάνω στα θύματα, καταχρώνται αγόγγυστα.
Το καλοκουρδισμένο παιχνίδι της ηθικής ανωτερότητας έχει μπει πάλι σε τροχιά και θερίζει κεφάλια. Έτσι μαθαίνουμε, μέσα από τρομακτικές γενικεύσεις και παραποιήσεις στοιχείων, ότι ο δολοφονημένος Νίκος Σαμπάνης υπήρξε «σεσημασμένος» κακοποιός αφού έχει κατηγορηθεί για κλοπή ενός μοτοποδηλάτου πριν κάποια χρόνια, ενώ τα μέλη των αστυνομικών δυνάμεων ήταν «φτωχόπαιδα της εργατικής τάξης». Μαθαίνουμε ότι γενικά «οι Ρομά αποτελούν κοινωνική μάστιγα», άρα δεν υπάρχει κανένας ηθικός φραγμός που να σταματά 36 σφαίρες πάνω τους και εντός κατοικημένης περιοχής.
Ακόμα, μαθαίνουμε ότι υπάρχει η δυνατότητα κυκλοφορίας ενός αστυνομικό δελτίου τύπου με παραποιημένα στοιχεία, το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί από όλα τα ΜΜΕ, χωρίς να υπάρχει καμία λογοδοσία από πουθενά και σε κανέναν μας. Μαθαίνουμε ότι ενώ οι «δράστες» δεν έφεραν όπλα, έχει γίνει ανταλλαγή πυρών μεταξύ αυτών και των αστυνομικών. ότι ο Νίκος Σαμπάνης ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου, ενώ ήταν επιβάτης στο πίσω κάθισμα· ότι υπήρξαν 7 τραυματίες αστυνομικοί, ενώ οι ίδιοι οι αστυνομικοί αναφέρουν στους υπηρεσιακούς ασύρματους ότι δεν υπάρχει τραυματίας. Μαθαίνουμε, εν τέλει, από εκπροσώπους της κυβέρνησης, ότι ορθώς έπραξαν οι αστυνομικοί και μετέτρεψαν το Πέραμα σε Μπρονξ.
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, κανένας δεν συνηγορεί στην πράξη κλοπής τους αυτοκινήτου. Η οποιαδήποτε πράξη κλοπής οφείλει να έχει τις νομικές επιπτώσεις που ορίζει το νομοθετικό και δικαστικό σύστημα. Ακριβώς για αυτό τον λόγο, η απόδοση δικαιοσύνης δεν μπορεί να έρθει μέσα από γενικευτικές υποθέσεις οι οποίες οδηγούν σε στυγερές δολοφονίες. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε α λα καρτ το περιβόητο «τεκμήριο της αθωότητας» μόνο όταν μας βολεύει για κάποια συγκάλυψη ατόμων και καταστάσεων, και όταν δεν μας συμφέρει να το πετάμε στα σκουπίδια. Αντίστοιχα, δεν μπορούμε να συγχωνεύουμε τις διακριμένες εξουσίες του κράτους δικαίου κατά το δοκούν, να τις σμπαραλιάζουμε όποτε και όπως θέλουμε για να χτίσουμε πολιτικές ατζέντες και αφηγήματα.
Για ακόμα μια φορά βρίσκομαι στην θέση να γράψω το ίδιο πράγμα, ότι κανένα περιστατικό δεν είναι το ίδιο με το άλλο, ότι οι εικασίες για διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων, είναι απλά εικασίες για παράλληλα σύμπαντα. Επίσης, η υπόθεση ότι κινδύνεψαν ζωές αστυνομικών δεν έχει σχεδόν καμία σημασία, γιατί ακριβώς αυτή είναι η δουλειά τους. Συνήθως, η αστυνομία δεν μοιράζει λεμονάδες σε οίκους ευγηρίας, ούτε σώζει εγκλωβισμένα γατάκια και σκυλάκια. Συνήθως, η βασική της λειτουργία είναι να προστατεύει τη ζωή των πολιτών, όχι να ρίχνει σφαίρες αβέρτα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και σε άοπλους πολίτες -ναι, ακόμα και ληστές αυτοκινήτων. Συνήθως, η απόδοση δικαιοσύνης γίνεται μέσα σε αίθουσες δικαστηρίων, όχι με αυτόβουλη διαμοίραση θανατικών ποινών.
Από την άλλη, μέσα στο δικαστήριο, δεν υπάρχει περίπτωση να ακουστούν επιχειρήματα για την κοινωνική καταγωγή του θύματος. Όσα λέγονται τώρα, όλο το χτίσιμο της υπεράσπισης των αστυνομικών, δεν αποτελούν πραγματικά στοιχεία για μια αίθουσα δικαστηρίου. Αποσκοπούν στον γνωστό κοινωνικό αυτοματισμό αντίδρασης και αγανάκτησης για τους περιθωριοποιημένους τσιγγάνους, την ενίσχυση της κοινής γνώμης εναντίον τους. Αφού πρώτα τους παρουσίασε ως «εστίες μόλυνσης» στην πανδημία, τώρα με περισσή ευκολία σε όλα τα ΜΜΕ παρουσιάζονται, χωρίς καμία παρέμβαση, ως «κοινωνική μάστιγα».
Έτσι και αλλιώς, μιλάμε για μια από τις πιο κατατρεγμένες κοινότητες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η μόνη ορατότητα που λαμβάνουν είναι όταν αντιμετωπίζονται ως πολιτιστικό κεφάλαιο, αλλά κυρίως μέσω μιας ακραίας πολιτιστικής ιδιοποίησης. Όσοι τσιγγάνοι επιλέγουν να «εξευγενιστούν» και να ακολουθήσουν τους τρόπους μας, τους τρόπους των μπαλαμπών, είναι οι μόνοι άξιοι αναφοράς, και πάλι μέσα από προϋποθέσεις. Αντίστοιχα, κάποια ρούχα, κοσμήματα, είδη φαγητού, είδη μουσικής κ.λπ., μπορεί να είναι «τσιγγάνικα», να ενισχύουν τον ναρκισσισμό της μικροαστικής τάξης που ψάχνει στερεότυπα ελευθεριακότητας και μποεμισμού, χωρίς να έχουν καμία απολύτως σχέση με ό,τι ορίζουν οι Ρομά ως δική τους κουλτούρα. Ο τσιγγάνικος πολιτισμός έχει αξία όταν περνάει στα χέρια των λευκών, αλλά επ’ουδενί όταν τον διαχειρίζονται οι ίδιοι οι τσιγγάνοι. Ακόμα χειρότερα, οι ζωές των Ρομά αξίζουν πολύ λιγότερο από ότι ο πολιτισμός τους.
«Μα, για έναν γύφτο κάνετε έτσι, ρε;» Ναι, για έναν γύφτο κάνουμε έτσι, για έναν άοπλο άνθρωπο που έριξαν πάνω του 36 σφαίρες κάνουμε έτσι. Για έναν γύφτο που δεν ήταν ούτε διάσημος καλλιτέχνης, ούτε επιστήμονας, ούτε ξαναβαπτισμένος μέσα σε λευκή κολυμβήθρα. Γιατί, εάν τα θύματα δεν ήταν Ρομά, αλλά τρεις έφηβοι με ελληνική καταγωγή, τώρα η δημόσια σφαίρα θα ανταποκρινόταν εντελώς διαφορετικά. Ενδέχεται να μη μιλούσαμε καν για δολοφονία αυτή τη στιγμή, αν ο Νίκος Σαμπάνης δεν ήταν Ρομ, καθώς ακόμα δεν έχει διαλευκανθεί αν υπήρξαν ή όχι ρατσιστικά κίνητρα στην όλη καταδίωξη.
Γιατί, τέλος, η ανθρώπινη ζωή έχει αξία αδιαπραγμάτευτη, και δεν υπάρχει κανένα ηθικό πλεονέκτημα των ένστολων εντεταλμένων κρατικών υπαλλήλων απέναντι σε άοπλους πολίτες, ακόμα και αν οι τελευταίοι έχουν κλέψει ένα αυτοκίνητο. Γιατί 36 σφαίρες δεν δικαιολογούνται ηθικά με κανέναν τρόπο. Οπότε, ναι, για έναν γύφτο κάνουμε έτσι, ρε.
«Μαύρο χρώμα σ’ άσπρο τοίχο, κίτρινο και κρεολί
Απ’ το στόχαστρο κι ευθεία, όλα είναι μια βολή
Ένα χρώμα κι άλλο χρώμα, υλικό για μια ζωή
μας το πήραν οι ζωγράφοι, και το χάσαν οι λαοί.»
Ξενοφόντας Φιλέρης- Κώστας Χατζής, ‘’Είμαι Μαύρος’’