του Βαγγέλη Γεωργίου
Μέρος του αφιερώματος: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες… αλλιώς

Όταν η Ολυμπιακή Επιτροπή θα αποφάσιζε το 1951 να δεχτεί στους κόλπους του ολυμπιακού κινήματος τους Σοβιετικούς έπρεπε να λύσει κάποια θεματάκια με αυτό το νέο ιδιαίτερο μέλος. Ο σοβιετικός αθλητισμός βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του  Κομμουνιστικού Κόμματος σε αντίθεση με τον ερασιτεχνισμό που προωθούσε η Ολυμπιακή Επιτροπή. Όπως φάνηκε όμως αυτά φάνταζαν λεπτομέρειες μπροστά στην μεγάλη εικόνα: βρισκόμασταν στον Ψυχρό Πόλεμο και το ζήτημα για την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα ήταν να αποδείξουν μέσω του αριθμού των μεταλλίων ποιος είναι ο καλύτερος νοικοκύρης του οίκου του. Κοντολογίς, ποιo σύστημα αποδίδει καλύτερα. 

Το ζήτημα του ερασιτεχνισμού εναντίον του σοβιετικού επαγγελματισμού οι Αμερικανοί  απέφευγαν να το αγγίζουν. Άραγε πόσο ερασιτέχνης ήταν ένας κολεγιακός αθλητής ή ένας στρατιωτικός που πήγαινε στους Ολυμπιακούς; Εξάλλου ποια ήταν η διαφορά από έναν επαγγελματία σοβιετικό στρατιωτικό που προετοιμαζόταν για να τρέξει στου Ολυμπιακούς; Καμία. Όπως δείχνει στην εντυπωσιακή έρευνά του ο Tony Rider για να απαλλαγούν οι Αμερικανοί από τις βάσιμες κατηγορίες για υποκρισία αντιπαρέβαλλαν μια εικόνα της αμερικανικής συμμετοχής σε κάθε Ολυμπιακή γιορτή  η οποία προωθούσε το ρόλο των έγχρωμων και των γυναικών στην Ολυμπιακή Ομάδα των ΗΠΑ.

Οι Αμερικανοί στο εσωτερικό δεν επέτρεπαν στους έγχρωμους να κάτσουν όπου θέλουν στα λεωφορεία και να ψηφίζουν ανεμπόδιστα, ενώ στο εξωτερικό τους έσερναν από φεστιβάλ σε φεστιβάλ σαν θέαμα για να δείξουν ότι είναι ανεκτικοί. Η «ελευθερία» των Αμερικανών αθλητών που χρησιμοποιήθηκε ευρέως για προπαγανδιστικούς λόγους, απεικόνιζε τους αθλητές ως πρότυπα του αμερικανικού «τρόπου ζωής» που απολαμβάνουν τα οφέλη και τις ευκαιρίες μιας «δημοκρατικής» κοινωνίας. Η αντικομουνιστική προπαγάνδα χρέωνε στους σοβιετικούς ότι δεν αθλούνταν για διασκέδαση ούτε από ελεύθερη επιλογή αλλά το έκαναν επειδή ήταν «πολιτικοί πράκτορες», σε αντίθεση με τους δυτικούς που συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς με το σωστό πνεύμα του συναγωνισμού. Κατά ειρωνεία οι Αμερικανοί προπαγανδιστές κατηγορούσαν τη Μόσχα ότι μετέτρεπε τον αθλητισμό σε ιδεολογικό ζήτημα ενώ έκαναν και οι ίδιοι ακριβώς αυτό.

Βέβαια οι αμερικανικοι φόβοι δεν ήταν αβάσιμοι. Η ΕΣΣΔ πλήρωνε δισεκατομμύρια δολάρια σε σχεδόν 2.400.000 προπαγανδιστές μέσα στο κόμμα αλλά και στο Υπουργείο Πολιτισμού και συνεπώς όπως συμπέραινε και ο Thomas Domer ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος που έδειχναν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ μπορούσαν να θεωρηθούν ως απαντήσεις στα σοβιετικά ανοίγματα.

Στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι για πρώτη φορά τα μάτια των θεατών ήταν κολλημένα πάνω στα ταμπλό με τα μετάλλια. Το Καλοκαίρι του 1952 θα ήταν από τα πιο θερμά του Ψυχρού Πολέμου καθότι ήταν η πρώτη φορά που η Σοβιετική Ένωση από εποχής Οκτωβριανής Επανάστασης θα έστελνε αθλητές να συμμετάσχουν στους Αγώνες. Η τελική συγκομιδή μεταλλίων κατά κάποιο τρόπο αντανακλούσε τον ανταγωνισμό δύο πολιτικών συστημάτων: της  καπιταλιστικής δημοκρατίας των ΗΠΑ και της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης.Το ταμπλό τότε έγραψε ΗΠΑ 76-71 ΕΣΣΔ. Μπορεί φαινομενικά να ηττήθηκαν οι σοβιετικοί αλλά αυτό τους έδωσε ακόμα περισσότερα κίνητρα για να πάρουν τη ρεβάνς. Ο Στάλιν θα έστελνε αθλητές μόνο για να νικήσουν.

O Richard B. Walsh, o ισχυρός άνδρας του Office of International Information and Educational Exchange μιας ειδικής υπηρεσίας του Τρούμαν που θα ενέτασσε τον αθλητισμό στην διάθεση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την συμμετοχή των σοβιετικών στους Ολυμπιακούς. Λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι αναρωτιόταν μήπως η ΕΣΣΔ επιστράτευε πρωτοκλασάτους αθλητές από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά καθεστώτα και τους ενέτασσε στη σοβιετική ολυμπιακή ομάδα. Αυτή τη πληροφορία μόνο μια υπηρεσία μπορούσε να την δώσει: η CIA.  Οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Έπρεπε να βοηθήσουν όσους αθλητές σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών χωρών ήταν διατεθειμένοι να αυτομολήσουν από τον σατανικό κομμουνιστικό κόσμο στην ελεύθερη Δύση. Ο Walsh είχε εμπνευστεί από τα παραδείγματα των αντισφαιριστών Jaroslav Drobný και του Vladimír Černík, που αηδιασμένοι από το κομμουνιστικό πραξικόπημα στη χώρα τους δραπέτευσαν στη διάρκεια αγώνων στην Ελβετία. Για τους Αμερικανούς τέτοιες ενέργειες ήταν βούτυρο στο ψωμί τους. Η CIA λοιπόν έπρεπε να διερευνήσει τις πιθανότητες επανάληψης τέτοιων σοσιαλιστικών αποστασιών.  Όταν παρουσιάστηκαν κάποιοι ανατολικοευρωπαίοι αθλητές στη ΔΟΕ να τους βοηθήσει να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι και του Όσλο παρενέβη έμμεσα η CIA ώστε το αίτημά τους να γίνει κάτι παραπάνω από δεκτό. Στους Ολυμπιακούς του 1956 οι Αμερικανοί πράκτορες ήταν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν μερικά αστέρια της Ουγγρικής Ολυμπιακής Ομάδας να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους να αυτομολήσουν στη Δύση μετά τους Θερινούς Αγώνες στη Μελβούρνη.

Ωστόσο εκείνοι οι Αγώνες αποτέλεσαν πραγματικό ράπισμα για την Ουάσινγκτον όταν η Μόσχα προσέθεσε στη συλλογή της 98 μετάλλια αφήνοντας τον Λευκό Οίκο πολύ πίσω με 74 μόνο. Ο Αϊζενχάουερ είχε ηττηθεί. Στους χειμερινούς Ολυμπιακούς λοιπόν του 1960 στο Squaw Valley οι Αμερικανοί έπρεπε να απαντήσουν, με ενδεικτικό παράδειγμα την άρνηση του State Department να δώσει θεωρήσεις εισόδου στους αθλητές από την Ανατολική Γερμανία.

Ο δε Πρόεδρος Τζον Κέννεντυ δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά για την Ολυμπιάδα καθώς οι συμπατριώτες του τον δολοφόνησαν 1963. Οι προεδρίες Λύντον Τζόνσον και Νίξον επίσης δεν κατάφεραν να ασχοληθούν ιδιαίτερα με το «σπορ». Η σφαγή του αμερικανικού στρατού και της αμερικανικής οικονομίας στις ζούγκλες του Βιετνάμ δεν μπορούσε να εξισορροπηθεί με χιλιάδες χρυσά μετάλλια. Ωστόσο όπως αποκάλυψε ο ελληνοαμερικανός Nicholas Evan Sarantakes όταν ο Νίξον πληροφορήθηκε ότι υποψήφια πόλη για την φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η Μόσχα ενέκρινε αμέσως τον χρηματισμό λατινοαμερικανών επισήμων της ΔΟΕ, ώστε να καταφέρει οι Αγώνες να πραγματοποιηθούν στις ΗΠΑ. Μπορεί το αποκεντρωμένο σύστημα οργάνωσης της ΔΟΕ να αναχαίτισε αυτή την άχαρη προσπάθεια του δαιμόνιου Προέδρου των ΗΠΑ αλλά ο Λευκός Οίκος δεν είπε την τελευταία του λέξη να χρησιμοποιήσει τους Ολυμπιακούς.

Αντί για πυρηνικές βόμβες μποϋκοτάζ: Μόσχα-Λος Άντζελες σημειώσατε 0-1

Μέχρι το βράδυ της 22ης Φεβρουαρίου του 1980 οι ΗΠΑ φάνταζαν εξουθενωμένες. O πόλεμος του Βιετνάμ, οι αποκαλύψεις για τις απατεωνιές και την κατάχρηση εξουσίας από τον πρώτο άνδρα του έθνους Ρίτσαρντ Νίξον, η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του πετρελαίου, η τύχη των ομήρων στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ιράν που ήταν άγνωστη  αποτελούσαν καίρια χτυπήματα στην υπερδύναμη. Το σημαντικότερο απ’ όλα: ο Λευκός Οίκος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στην εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Στην παρούσα φάση η σοβιετική εισβολή δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί από τις ΗΠΑ της εποχής εκείνης.

Ο δημοσιογράφος Dave Anderson των New York Times έγραφε ότι «η Αμερική χρειαζόταν κάτι για να χαρεί..». Και αυτό ήρθε στις αρχές του 1980. Στον μεγάλο τελικό χόκεϊ των Χειμερινών Ολυμπιακών στο Lake Placid η Εθνική Ομάδα των ΗΠΑ  δίχως να έχει καμία ελπίδα απέναντι στους αήττητους Σοβιετικούς και ενώ βρισκόταν πίσω στο σκορ μέχρι τη δεύτερη περίοδο κατάφερε να σκοράρει στην τρίτη περίοδο νικώντας με 4-3. Ο αγώνας εκείνος έμεινε στην ιστορία ως το Θαύμα στον Πάγο.

Ήταν το σημείο καμπής. Η νίκη των Αμερικανών στο Χόκεϋ ήταν ένα καλό ψυχολογικό πλην εθνικιστικό πάτημα για τον Πρόεδρο Κάρτερ ώστε να αποφασίσει να περάσει στην επίθεση: μόλις λίγους μήνες μετά τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς στις ΗΠΑ ο Κάρτερ μποϋκοτάρισε τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980. Μια ανάλογη αντίδραση στη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956 δεν θα είχε τα ανάλογα αποτελέσματα. Η CIA ήταν κατηγορηματική σε αυτό. Τα πράγματα ήταν διαφορετικά τώρα διότι οι Αγώνες θα διοργανώνονταν στην καρδιά του παγκόσμιου κομμουνισμού, τη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί έτσι θα διασύρονταν διεθνώς.

Πράγματι οι Αμερικανοί κατάφεραν να συμπαρασύρουν 64 κράτη ώστε να μην στείλουν αθλητές στη Μόσχα. Ήταν σοβαρό διπλωματικό πλήγμα για την ΕΣΣΔ.
Όταν ανέλαβε την Προεδρία των ΗΠΑ ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη ένταση αναλαμβάνοντας να δώσει μια καπιταλιστική απάντηση στους «σοσιαλιστικούς» Αγώνες του 1980 με μια εντυπωσιακή διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων στο Λος Άντζελες το 1984. Όπως θα έλεγε και ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ Juan Antonio Samaranch με τους Αγώνες του 1984 το Λος Άντζελες θα αποδείκνυε ότι αντιπροσωπεύει όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Με άλλα λόγια οι ΗΠΑ θα αποδείκνυαν απλά ότι μπορούσαν να κάνουν τους Ολυμπιακούς μια πλεονασματική επιχείρηση που θα έβγαζε λεφτα, λεφτά, λεφτά!

Όλο αυτό θα γινόταν σε συνεργασία με τον Samaranch που στο ξεκίνημα της προεδρικής του καριέρας στην ΔΟΕ είχε βαλθεί να εμπορευματοποιήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες ανοίγοντας τις πύλες τους στους πολυεθνικούς κολοσσούς σακατεύοντας το Ολυμπιακό ιδεώδες και αφήνοντας κληρονομιά τα οικονομικά σκάνδαλα. Τα όργανα του Ρέηγκαν είχαν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου συγκρουσιακή σύγκριση των σχεδιαζόμενων Αγώνων στο Λος Άντζελες με εκείνους της Μόσχας ανεβάζοντας την πίεση των σοβιετικών αξιωματούχων. Ο ακραίος αρχηγός της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, Daryl Gates, προειδοποιούσε με έκθεσή σου ότι θα έρχονταν σοβιετικοί πράκτορες μεταμφιεσμένοι σε Εβραίους για να ταπεινώσουν τους Αγώνες. Ευτυχώς για τους Αμερικανούς τέτοιες αερολογίες μπήκαν στο συρτάρι για να μην δημιουργηθούν περαιτέρω προστριβές με τους ήδη εκνευρισμένους Σοβιετικούς οι οποίοι  αναρωτιόντουσαν προς τι αυτή η «αντι-σοβιετική υστερία». Ώσπου τελικά ήρθε η ηχηρή αντίδραση: η ΕΣΣΔ θα μποϋκόταρε τους Ολυμπιακούς του 1984.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έντεχνα απέφυγαν τις επίφοβες επιλογές μια πολιτικής ή στρατιωτικής απάντησης στη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980 και 1984 για να καταγγείλουν τους Σοβιετικούς. Ήταν η αποφασιστική απάντηση στη σοβιετική επιθετικότητα χωρίς να γίνει χρήση πολιτικής δύναμης στον ΟΗΕ ή ακόμα και πυρηνικής σύρραξη. Ήταν λίγα σχετικά τα κράτη που ακολούθησαν την Σοβιετική αθλητική πολιτική και αυτό ήταν μια σοβαρότατη ένδειξη ότι η «κόκκινη» μπογιά δεν περνούσε πια. Έτσι την αρχή έκανε ο έγχρωμος ολυμπιονίκης Rafer Johnson -που έπαιζοντας το παιχνίδι του Ρέηγκαν- άναψε τη φλόγα των Ολυμπιακών και τον επίλογο τον έγραψαν τα νούμερα. Οι Αμερικανοί θα επαίρονταν ότι νίκησαν τους Σοβιετικούς καταφέρνοντας να έχουν κέρδος 222 εκατομμύρια δολάρια από τους Αγώνες. Βέβαια το ποσό αυτό δεν συγκρίνεται με τα 3 δις $ που έδωσαν απλόχερα οι ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν για να νικήσουν του Σοβιετικούς στα βουνά του Αφγανιστάν μετατρέποντας το σε ένα σοβιετικό «Βιετνάμ». Όπως έγραψε και ο Alan Tomlinson οι μετά το Λος Άντζελες οι Ολυμπιακοί Αγώνες «θα ήταν ασφαλείς στην αγκαλιά της εμπορευματοποίησης». Κοντολογίς οι ΗΠΑ με ένα δυνατό μάρκετινγκ, με μπόλικη προπαγάνδα και φτύνοντας κατάμουτρα τον Ολυμπισμό που διατηρούσαν κάποιοι «γραφικοί» απέδειξαν ότι ο καπιταλισμός απλά λειτουργεί αναχαιτίζοντας τα κομμουνιστικά επιχειρήματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι Mike Bowker και Robin Brown υποστήριξαν ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού δεν επήλθε μέσω του συμβατικού μηχανισμού διακρατικών συγκρούσεων, δηλαδή πόλεμο, ούτε μέσω της διάβρωσης της επικράτειας του Σοβιετικού μπλοκ από δυτικές στρατιωτικές ή εμπορικές πιέσεις, αλλά μάλλον μέσα από την υπονόμευση του συστήματος μέσω της επίδειξης της Δυτικής επιτυχίας στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό τομέα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1980 και 1984 αποτελούν καλά παραδείγματα όπως μπορεί να δει κανείς σε μελέτη του Πανεπιστημίου του San Diego αυτής της διασυστημικής θεωρίας που εξηγεί την κατάρρευση της ΕΣΣΔ χωρίς βέβαια να αποτελεί την απόλυτη αλήθεια.


Κάνοντας έναν αθλητή εγκληματία εν ονόματι της πατρίδας

Ο εγκληματολόγος Διονύσης Χιόνης, Αντιπρόεδρος του ειδικού Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ) ανέλυσε αποκλειστικά για το ThePressProject το φαινόμενο της βίαιης επιθετικής συμπεριφοράς αθλητών αναφορικά με το ψυχροπολεμικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. «Από εγκληματολογικής άποψης ειδικότερα» λέει ο Διονύσης Χιόνης, «υποστηρίζεται η θεωρία ότι η επιθετικότητα είναι άμεσο προϊόν της απογοήτευσης του ατόμου από την αποτυχία των προσπαθειών του ή την θέση εμποδίων στην επίτευξη των στόχων του. Από την άλλη, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, που δεν θεωρεί την επιθετικότητα έμφυτη, μεταξύ των βασικών λειτουργιών που συντελούν στην εκμάθηση και την υιοθέτηση επιθετικής συμπεριφοράς είναι η παρατήρηση, η μίμηση και η άμεση επιβράβευση»

Ας πάμε πίσω στο 1980 και ας παρατηρήσουμε την περίφημη κίνηση του Kozakiewicz  προς το σοβιετικό κοινό. «Μια βάσιμη  υπόθεση ερμηνευτικής προσέγγισης της συμπεριφοράς του αθλητή θα μπορούσε να στηριχθεί στη λειτουργία του σχήματος απογοήτευση, λόγω του ανασχετικού ρόλου των αποδοκιμασιών, στην επίτευξη των στόχων του που οδηγεί στην επιθετικότητα έστω και με τη μορφή οιονεί έργω εξύβρισης, σε συνδυασμό με την αναζήτηση της επιβράβευσης από τους συμπατριώτες του. Φυσικά λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος αυτή η επιβράβευση ήταν εκ των προτέρων δεδομένη».

Ακόμα όμως και αν πάμε πιο πίσω στα αρχικά στάδια του Ψυχρού Πολέμου και δούμε τον αγώνα υδατοσφαίρισης μεταξύ Ουγγαρίας και ΕΣΣΔ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του ΄56 συμβαίνει κάτι παρόμοιο με τη διαφορά όμως ότι εκεί πρόκειται για ομαδικό άθλημα και «ότι η συμμετοχή αθλητών σε αγώνες που είναι δυνατή η αλληλοπρόκληση σωματικών βλαβών αποτελεί συναίνεση και ως εκ τούτου λόγο άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης εντός αθλητικού πλαισίου. Όμως, όταν η ασκούμενη βία και η πρόκληση σωματικής βλάβης ξεφεύγει ακόμα και από τα όρια του αντιαθλητικού χτυπήματος, όπως εν προκειμένω, τότε πρόκειται για συμπεριφορά παράνομη και ποινικά κολάσιμη. Πιο συγκεκριμένα, λόγω μεταξύ άλλων και της φύσης των αθλημάτων επαφής, είναι συχνή τόσο η εμφάνιση επιθετικής συμπεριφοράς, όσο και η επιβράβευσή της από συναθλητές, προπονητές και θεατές. Όμως, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει η μίμηση και η μάθηση της βίας ως απάντηση στο σκληρό ή ακόμα και στο βρώμικο παιχνίδι των αντιπάλων, απάντηση που δίνεται συχνά και αποτελεί έκφανση της υποβόσκουσας υποκουλτούρας της βίας, παρόλο που βρίσκεται στο άλλο άκρο από αυτό του αθλητικού ιδεώδους».

Ο Διονύσης Χιόνης καταλήγει πως «σε κάθε περίπτωση, όμως, αθλητές, προπονητές και θεατές δεν πρέπει να λησμονούν πως αθλητισμός, είτε σε Ολυμπιακούς Αγώνες, είτε σε ερασιτεχνικό επίπεδο, σημαίνει να ξεπερνάμε τα όριά μας και όχι τους άλλους με κάθε τρόπο, πολλώ δε μάλλον με συμπεριφορά ποινικά κολάσιμη».