«Με κάποιο κόλπο μαγικό μα και παμπόνηρο

 Κοιμήθηκα στο Ποτοσί και ξύπνησα Χαλκιδική»

Social Waste, «Ποτοσί»

 

Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από τότε που η Χαλκιδική και συγκεκριμένα τα χωριά που βρίσκονται βορειοανατολικά της, γνωστά στους ντόπιους ως «Μαντεμοχώρια», μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης όταν η Καναδική εταιρεία «Eldorado Gold» έμπηγε τα αρπακτικά νύχια της στον φυσικό πλούτο της Χαλκιδικής. Για όσους θυμούνται εκείνα τα χρόνια ή τα έζησαν από μέσα, οι εικόνες του τεράστιου αντιεξορυκτικού κινήματος που ξέσπασε και αγκαλιάστηκε από όλη τη χώρα, ακόμα και από το εξωτερικό, έμειναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μας. Όπως αδιασάλευτες έμειναν και οι μνήμες της αδιανόητα κτηνώδους επίθεσης που έλαβε χώρα από την εταιρεία και τους μπράβους της, οι οποίοι σε αγαστή συνεργασία με τις μνημονιακές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, έστελναν συνεχώς στις Σκουριές της Χαλκιδικής μεγάλου μεγέθους αστυνομικές δυνάμεις για να «επιβάλλουν την τάξη». Τα ΜΑΤ μπήκαν στα χωριά, έπνιξαν το δάσος με δακρυγόνα, χτύπησαν αλύπητα τους κατοίκους και τους αλληλέγγυους που αντιστέκονταν στις εξορύξεις.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά όσοι θεωρήθηκαν από το κράτος και την εταιρεία ως «βασικοί υποκινητές» αυτής της αντίστασης, στοχοποιήθηκαν, απειλήθηκαν, τραμπουκίστηκαν από μπράβους και αστυνομία συνάμα, χτυπήθηκαν αλύπητα, σύρθηκαν στα δικαστήρια για σχεδόν μια δεκαετία από τα οποία, ευτυχώς, προσφάτως αθωώθηκαν στην περιβόητη «Δίκη των 21». Οι κρατικές διώξεις ανέρχονταν ένα διάστημα σε 450 στην περιοχή. Και όμως, μια χούφτα «χωριάτες», όπως τους χαρακτήριζαν υποτιμητικά οι διευθύνσεις της «Ελντοράντο», οι αστικές κυβερνήσεις και οι προπαγανδιστικοί τους βραχίονες στον Τύπο της εποχής, κατάφεραν να στρέψουν τα βλέμματα σχεδόν όλου του προοδευτικού κόσμου στην Ελλάδα και παγκοσμίως στα χωριά τους, στον τόπο τους που μάτωνε από τις εξορυκτικές επενδύσεις.

Ευλογία και, ταυτόχρονα, κακή μοίρα αυτού του τόπου να είναι εύφορος τόσο στην επιφάνεια του εδάφους όσο και στα έγκατα της γης του, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Οι Σκουριές είναι ένας τόπος όπου τα λόγια και οι ιστορίες είναι φτιαγμένα από χώμα, άμεσα συνυφασμένα με τη γεωργία και τις μεταλλευτικές δραστηριότητες, με την κοινωνική δραστικότητα να κατασκευάζει ενεργά και δυναμικά το τοπίο της περιοχής εδώ και αιώνες.

Η ιστορία των Σκουριών της Χαλκιδικής, οι μοχλεύσεις και οι κινήσεις των αρπακτικών που κατέστρεψαν και συνεχίζουν να διαλύουν αυτόν τον ευλογημένο τόπο, αλλά και η μεγαλειώδης αντίσταση που έκαναν μια «χούφτα χωριάτες», δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους εκείνους που ακόμα έχουν την ικανότητα να νιώσουν τέτοιου είδους συναισθήματα.

Ο Λεωνίδας Οικονομάκης, ακαδημαϊκός ερευνητής και frontman του συγκροτήματος Social Waste, σε συνεργασία με τον καθηγητή του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Δημήτρη Δαλάκογλου, τον εικονογράφο Αποστόλη Ιωάννου (kotsifas blackbird) και τον εκδότη Μέλανδρο Γκανά από τις Εκδόσεις Κάμπου, μετέφεραν σε κόμικς έπειτα από συστηματική επιτόπια έρευνα, την ιστορία του αντιεξορυκτικού κινήματος στις Σκουριές της Χαλκιδικής.

Όπως και σε κάθε σπουδαίο έργο, χρειάστηκε η σύμπραξη των κατάλληλων ανθρώπων την κατάλληλη στιγμή, και έτσι η εθνογραφική έρευνα του Λεωνίδα Οικονομάκη κατάφερε να ξεφύγει από τα ακαδημαϊκά στεγανά και να μεταφερθεί με αμεσότητα σε μια «εθνογραφική νουβέλα», όπως ονομάζουν το κόμικς «Σκουριές: Ένα εθνογραφικό κόμικς για τις υποδομές εξόρυξης της στη Χαλκιδική» οι συντελεστές του.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Μεγάλη Παναγιά, ένα χωριό που χωρίστηκε στη μέση, με τους μισούς κατοίκους να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αντίστασης και τους άλλους μισούς να παίρνουν το μέρος της εταιρείας, διατρανώνοντας τη θέση «Πρώτα η δουλειά και μετά η υγεία», πετώντας στα σκουπίδια τους αγώνες μιας ολόκληρης γενιάς μεταλλωρύχων που έδωσαν μαζικούς αγώνες για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για να μην πεθαίνουν από την φοβερή και τρομερή «πνευμονοκονίαση» που τους τσιμέντωνε τα πνευμόνια έπειτα από την πολυετή εργασία μέσα στις στοές των ορυχείων. Οι Σκουριές αποτελούν, έτσι και αλλιώς, την κορωνίδα ενός μεταλλευτικού πυρετού με αποικιοκρατικές διαστάσεις που κρατάει δέσμια τη χώρα μας εδώ και σχεδόν πάνω από δύο αιώνες.

Το TPP συνάντησε τους συντελεστές του κόμικς κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του έργου τους στο βιβλιοπωλείο «Ακυβέρνητες Πολιτείες» στη Θεσσαλονίκη, μια εκδήλωση που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της «Εβδομάδας Μικρών Βιβλιοπωλείων», στην οποία παρευρέθηκαν και οι πάντα συγκλονιστικοί Χαλκιδικιώτες αγωνιστές από το χωριό Μεγάλη Παναγιά.

-Πως σχηματίστηκε η ιδέα για ένα εθνογραφικό κόμικς για τις Σκουριές της Χαλκιδικής;

Λεωνίδας Οικονομάκης: Το 2017-18 είχα μια ερευνητική θέση στο πανεπιστήμιο του Durhum στην Αγγλία, στο τμήμα Ανθρωπολογίας. Έτσι και αλλιώς ασχολούμουν ερευνητικά με ζητήματα που έχουν να κάνουν με διάφορες μορφές εξορυκτισμού, κυρίως στη Λατινική Αμερική, ενώ συγχρόνως συνέβαινε στην Ελλάδα το μεγάλο θέμα της εξόρυξης στα χωριά της Χαλκιδικής. Έτσι αποφάσισα να πάω να ζήσω εκεί, ώστε να προσεγγίσω το ζήτημα εθνογραφικά.

Η εθνογραφική προσέγγιση βασίζεται στη μακροχρόνια παραμονή στο πεδίο και περιλαμβάνει πολλές μεθόδους έρευνας αλλά βασίζεται κυρίως στη συμμετοχική παρατήρηση. Αποφάσισα, λοιπόν, να πάω να μείνω σε ένα από αυτά τα χωριά για να καταφέρω να καταλάβω, να κατανοήσω και να ερμηνεύσω καλύτερα τη βιωμένη εμπειρία του κινήματος ενάντια στις εξορύξεις, το τι σημαίνει να ζεις σε μια τέτοια περιοχή, τι σημαίνει για τις κοινωνικές σχέσεις, για τις πολιτικές σχέσεις των ανθρώπων εκεί πέρα.

-Γιατί όμως σε κόμικς και όχι σε κάποιο βιβλίο;

Λ.Ο.: Πέρα από τα ερευνητικά ερωτήματα που προσπαθούσα να απαντήσω βάσει της θεωρίας της συλλογικής δράσης, θεώρησα ότι ένα τέτοιο ζήτημα θα έπρεπε να έχει μια ευρεία απήχηση ώστε να μπορεί να το διαβάσει και να το κατανοήσει και κάποιος που δεν διαβάζει ακαδημαϊκά κείμενα, δηλαδή δεν είναι εξοικειωμένος με αυτού του είδους τον λόγο.

Εκείνη την περίοδο που λάμβανε χώρα η έρευνα, είχαν αρχίσει να εκδίδονται στο εξωτερικό εθνογραφικά κόμικς ή νουβέλες (graphic novels) και ορισμένοι ανθρωπολόγοι, όπως ο Ιταλός Κλαούντιο Σοπρανζέτι, εξέδιδαν κόμικς που βασίζονταν πάνω στην ακαδημαϊκή τους έρευνα και στα παρελκόμενα της. Έτσι είχα αυτή την ιδέα, γιατί να μη δοκιμάσουμε κάτι αντίστοιχο και για την Ελλάδα;

Γνωριζόμουν ήδη με τον Δημήτρη Δαλάκογλου που έχει την έδρα της Πολιτισμικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι δημόσιο. Ο Δημήτρης είχε και αυτός την ίδια ιδέα για τη δημιουργία ενός εθνογραφικού κόμικς και βρήκαμε και κάποια χρήματα από το πανεπιστήμιο ώστε να χρηματοδοτήσουμε αυτό το project.

Αλλά εμείς είμαστε ακαδημαϊκοί, δεν κάνουμε κόμικς ούτε ζωγραφίζουμε, οπότε έπρεπε να βρούμε με ποιους ανθρώπους θα συνεργαστούμε, δηλαδή να βρούμε έναν καλλιτέχνη που θα μας αρέσει η αισθητική του και το χέρι του, που θα μπορεί και ο ίδιος να κατανοήσει το αντικείμενο και θα ήταν διατεθειμένος να έρθει μαζί μας στο πεδίο. Ψάξαμε στον χώρο των κόμικς στην Ελλάδα και μας φάνηκε ενδιαφέρουσα η περίπτωση των «Εκδόσεων του Κάμπου», γιατί είναι μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία που έχει φτιάξει έναν πυρήνα κάποιων καλλιτεχνών και βρίσκεται σε μια επαρχιακή πόλη, στη Λάρισα. Έτσι ήρθαμε σε επαφή με τον Μέλανδρο Γκανά και μας γνώρισε τον Αποστόλη Ιωάννου, τον «Κότσιφα», που μας άρεσε πολύ η αισθητική του αλλά και ως προσωπικότητα.

Τα παιδιά επισκέφτηκαν τη Μεγάλη Παναγιά και τις γύρω περιοχές αρκετές φορές. Βγάλαμε φωτογραφίες, κάναμε έρευνα αρχείου, γνωρίσαμε τους κατοίκους της περιοχής και αυτή η εργασία κράτησε σχεδόν δύο χρόνια.

-Γιατί επέλεξες τη Μεγάλη Παναγιά ως κεντρικό σημείο της έρευνάς σου και εν τέλει, και του κόμικς;

Λ.Ο.: Επέλεξα τη Μεγάλη Παναγιά, ένα χωριό που βρίσκεται 5 χλμ από το Open Pit των εξορύξεων διότι υπήρχε ακόμα εκεί μια ενεργή πρωτοβουλία, η συνέλευση της «Επιτροπής ενάντια στην Εξόρυξη», η οποία λάμβανε χώρα περίπου κάθε εβδομάδα και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να κινήσουν το ζήτημα σε μια εποχή που ήταν σε ύφεση. Η επιτροπή διοργάνωνε και το δεκαήμερο ενάντια στην εξόρυξη, δίπλα σχεδόν στο Open Pit, πάνω στο βουνό.

Συγχρόνως, η Μεγάλη Παναγιά είναι ένα χωριό που είχε ακόμα ένα χαρακτηριστικό, το γεγονός ότι ο πληθυσμός του δεν είχε μια ενιαία στάση όσον αφορά τις εξορύξεις. Δεν υπήρχε μια πολιτισμική ηγεμονία σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ήταν περίπου 50-50. Μιλάμε για καταστάσεις που θυμίζουν παλιές εποχές, οι κάτοικοι να πηγαίνουν σε διαφορετικά καφενεία και σε διαφορετικά μαγαζιά. Κάποιοι κάτοικοι εργάζονταν οι ίδιοι ή μέλη της οικογένειας τους στις εξορύξεις, οπότε υπήρχε ένα εκρηκτικό κλίμα.

-Λεωνίδα, πως ήταν να βιώνεις αυτό το κλίμα σε όλη αυτή την περίοδο της έρευνάς σου;

Λ.Ο.: Γενικά το ζήτημα της εξόρυξης είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο στα χωριά της Χαλκιδικής. Κάπως σχετίζεται με οτιδήποτε συμβαίνει εκεί, με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία του τόπου, γιατί έχει αυτή την οικονομική δραστηριότητα και όχι, ενδεχομένως, κάποια άλλη, ενώ και οι πολιτικές εξουσίες του τόπου συνδιαλέγονται με αυτό το θέμα αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων διαμορφώνονται από τις εξορύξεις.

Ζώντας, λοιπόν, σε αυτό το μικρό χωριό και βιώνοντας τις κοινωνικές σχέσεις έτσι όπως έχουν αναπτυχθεί σε αυτό το επαρχιακό μέρος, το αγάπησα. Ήταν υπέροχη εμπειρία, γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους με πολλαπλά βιώματα τελείως διαφορετικά από των ανθρώπων της πόλης. Ξέρω, πλέον, να περπατήσω αυτά τα μέρη από άκρη σε άκρη και παρά το ιδιαίτερο κλίμα, μπορώ να αντιληφθώ τι σημαίνει για αυτούς όλη αυτή η κατάσταση.

Μιλάμε για κατοίκους που τους έτρεχαν συνεχώς στα δικαστήρια, άνθρωποι που ήταν φυλακή και οι συντοπίτες τους μάζευαν χρήματα για τις οικογένειές τους, αγωνιστές που έχουν φάει ξύλο, οικογένειες που δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Αλλά οι Χαλκιδικιώτες έχουν και πολύ χιούμορ, και με τέτοιο τρόπο διηγούνταν και τις ιστορίες τους! Για αυτό και στο κόμικς διατηρήσαμε τη ντοπιολαλιά, για να μεταφέρουμε καλύτερα την πραγματική εικόνα αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας. Σίγουρα υπάρχουν ατέλειες και παραλείψεις, από τη δική μας σεναριακή πλευρά, γιατί ο Αποστόλης (σ.σ. ο Κότσιφας) έχει κάνει εξαιρετική δουλειά.

-Πως είναι για μια ομάδα ερευνητών και καλλιτεχνών να διεξάγουν ένα τέτοιο project και μάλιστα σε μια τόσο φορτισμένη πολιτικά περιοχή;

Μέλανδρος Γκανάς: Εγώ με τον Κότσιφα, πέραν από συνεργάτες είμαστε και φίλοι. Η ιδιαιτερότητα των εκδόσεών μας είναι ότι έχουμε ένα μανιφέστο και δεν συνεργαζόμαστε με τον οποιονδήποτε, δεν παίζουμε με «εμπορικούς» όρους, δεν μας ενδιαφέρει τόσο να «πουλήσουμε» όσο το να ταξιδέψουν τα βιβλία μας στον κόσμο. Η δεοντολογία μας και οι χαρακτήρες μας μας ένωσαν με τον Λεωνίδα και τον Δημήτρη και έτσι αποφασίσαμε να συνεργαστούμε.

Ο ίδιος ο Λεωνίδας μου είπε πολλά πράγματα για τη Μεγάλη Παναγιά, που μου θύμισαν εποχές 1980 στο χωριό μου, όπως τα ξεχωριστά καφενεία ανάλογα με την πολιτική θέση που έχουν οι θαμώνες. Υπήρξε πολύ ωραία συνεννόηση μεταξύ μας και έτσι εκδόθηκε το κόμικς.

Αποστόλης Ιωάννου («Κότσιφας»): Για μένα ήταν καινούρια εμπειρία, καθώς μέχρι τώρα τα κόμικς που έκανα ήταν σε δικά μου σενάρια, οπότε θα ήταν το πρώτο κόμικς που θα έφτιαχνα με σενάριο κάποιου άλλου. Με βοήθησε πολύ ο Λεωνίδας αλλά και το ότι πήγα πάνω στη Χαλκιδική και γνώρισα τις περιοχές και τους χαρακτήρες που ζωγράφισα μετά, αλλά με βοήθηκε πάρα πολύ και η εμπιστοσύνη που μου είχε ο Μάνος λόγω της πολυετούς συνεργασίας, αλλά και η εμπιστοσύνη που μου είχαν ο Λεωνίδας και ο Δημήτρης καθώς αισθητικά δεν είχα σχεδόν κανένα περιορισμό. Είναι βασικό να είσαι ελεύθερος όταν δημιουργείς, και πιστεύω πως πήραν το 100% του Αποστόλη σε αυτή τη δουλειά κάτι που δεν νομίζω να συνέβαινε αν συνεργαζόμουν με άλλους ανθρώπους.

Μ.Γ.: Έπαιξε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι ο Λεωνίδας ήξερε εξαρχής αυτά που θέλει να κάνει, ήταν έτοιμος και αποφασισμένος.

Λ.Ο.: Εγώ δεν είχα διαβάσει το «Χωριό» (κόμικς του Κότσιφα) και όταν το πήρα στα χέρια μου ήξερα ότι έπρεπε να συνεργαστούμε. Και μετά ήταν και η δική μας συνεργασία ως ομάδα, από τα οικονομικά ζητήματα, τα εισιτήρια, τις εκτυπώσεις, μέχρι την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής του έργου. Ευτυχώς μας βοήθησε το πρόγραμμα που διευθύνει ο Δημήτρης ο Δαλάκογλου στο Άμστερνταμ, το “Infra-Demos”.

Α.Ι: Τώρα που τα βάζουμε όλα σε μια σειρά, είναι άξιο απορίας πως πήγαν όλα καλά! Ήταν και ένα ρίσκο λόγω του θέματος του κόμικς, γιατί απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, μια εθνογραφική νουβέλα με πραγματικά πρόσωπα. Το κοινό των κόμικς έρχεται αντιμέτωπο με ένα «προϊόν» που δεν έχει ξανασυναντήσει αλλά και η επιστημονική κοινότητα με ένα μέσο που δεν ίσως δεν έχει οικειότητα.

 

-Πως σας δέχτηκαν οι κάτοικοι, ειδικά όταν έμαθαν τι πρόκειται να κάνετε;

Λ.Ο.: Γενικά η επιτόπια έρευνα είναι αρκετά δύσκολη, καθώς πρέπει να ενταχθείς σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που είναι ήδη διαμορφωμένο, δεν το έχεις διαμορφώσει εσύ ούτε και το γνωρίζεις, οπότε πρέπει να σε εμπιστευτούν οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάτι που δεν έχουν κανέναν λόγο να το κάνουν. Δεν υπάρχει κάποιο εγχειρίδιο του πως εισέρχεσαι στο πεδίο, όπως λέμε στις κοινωνικές επιστήμες. Πρέπει να βάλεις σε εφαρμογή όλες τις πτυχές του χαρακτήρα σου και υπάρχει η πιθανότητα αυτό να μη δουλέψει καλά, μπορεί να μη σε δεχτούν ή να μη ταιριάξεις εσύ με αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά, κυρίως, πρέπει να έχεις καλή πρόθεση.

Εγώ είχα μια σχέση από πριν με το κίνημα ενάντια στην εξόρυξη από την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα, μέσω τους Social Waste που βγάλαμε ένα τραγούδι σχετικά με το θέμα, το «Ποτοσί», όπου κάναμε έναν παραλληλισμό με αυτό που συνέβαινε στο ορυχείο ασημιού στη Βολιβία με αυτό που συμβαίνει σήμερα στις Σκουριές. Οπότε υπήρχε ήδη μια σχέση και είχε χτιστεί μια εμπιστοσύνη, η οποία ενισχύθηκε με την παρουσία μου στο χωριό. Πηγαίναμε μαζί στο καφενείο, για ψάρεμα, για κυνήγι, βλέπαμε μπάλα, φυσικά συμμετείχαμε στις κινητοποιήσεις, στα δικαστήρια, συμμετείχα στη διοργάνωση του δεκαημέρου και ό,τι συνέβαινε ήμουν εκεί. Ακόμα και σε γλέντια, σε μουσικές βραδιές, σε πανηγύρια. Είναι συμπεριφορές που μαθαίνεις στο πεδίο, δεν διδάσκονται.

Μετά που ήρθαν τα παιδιά, τους εμπιστεύτηκαν αμέσως επειδή είχαν εμπιστοσύνη σε εμένα, έλεγαν στο χωριό «α, θα έρθουν οι φίλοι του Λεωνίδα».

-Λεωνίδα, επειδή ερευνητικά έχεις ασχοληθεί με τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, έχεις εντοπίσει κάποια αντίστοιχη περίπτωση με αυτή στις Σκουριές;

Λ.Ο.: Γενικότερα όπου γίνονται εξορυκτικές εργασίες, είτε πρόκειται για μέταλλα είτε για ξυλεία, για σόγια, για πετρέλαιο -καθώς ο εξορυκτισμός δεν περιλαμβάνει μόνο το χρυσό ή ασήμι-, τα ζητήματα είναι παρόμοια αλλά και οι τρόποι που αυτές οι εταιρείες εγκαθίστανται και διαχειρίζονται την κοινωνική αντίθεση είναι παρόμοιοι, και φυσικά, υπάρχουν πολλές διαφορές, κυρίως επειδή στους ιθαγενείς υπάρχει μια πιο βαθιά κοσμολογική αντίληψη για αυτό που εμείς εδώ ονομάζουμε «φύση», για το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι απλά χλωρίδα και πανίδα, αλλά ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι άνθρωποι, αλλά δεν είναι οι κυρίαρχοι και το επίκεντρο αυτών των σχέσεων. Εδώ, στην Ευρώπη, η φύση έχει απομαγευτεί. Οπότε υπάρχουν και πολλές διαφορές.

-Όσον αφορά το κίνημα ενάντια στις εξορύξεις, το οποίο ξεπέρασε τα τοπικά όρια της Χαλκιδικής και της Βόρειας Ελλάδας γενικά και εγκολπώθηκε σε κάθε άκρη της χώρας αλλά και έφτασε μέχρι και το εξωτερικό, τι θα λέγατε;

Λ.Ο.: Είναι ένας μικρός τόπος αλλά το ζήτημα είναι μεγάλο. Ακόμα και στο κόμικς που φτιάξαμε, προσθέσαμε μέσα το κίνημα των μεταλλωρύχων -δηλαδή, ας πούμε της αντίπαλης πλευράς- έτσι όπως έλαβε χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες. Το 1977 έχουμε τις μεγάλες απεργίες όπου οι εργαζόμενοι μεταλλωρύχοι διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, δηλαδή να μην πεθαίνουν από πνευμονοκονίαση. Στα Μαντεμοχώρια έχουμε εισβολή της χωροφυλακής σε ορισμένες περιοχές στην προσπάθεια να καταστείλουν την απεργία, αντίστοιχες καταστάσεις που έζησε το αντιεξορυκτικό κίνημα πρόσφατα. Είναι αρκετά ενδιαφέρον το πως αυτό άλλαξε στην περίπτωση των Σκουριών, όπου όσοι συνεργάζονταν με τις εταιρείες είχαν ως σύνθημα «Πρώτα η δουλειά και μετά η υγεία». Η οικονομική κρίση σίγουρα συνέβαλε σε αυτή την κατεύθυνση.

Α.Ι: Μέχρι ποιο όριο λέμε πρώτα η δουλειά και μετά η υγεία, και με τι κόστος; Αυτό το επιχείρημα πρέπει σιγά-σιγά να καταρριφθεί. Δεν μπορείς να έχεις δουλειές με οποιοδήποτε κόστος, πρέπει να τραβηχτεί μια κόκκινη γραμμή.

Λ.Ο.: Η εταιρεία αυτή είναι πολυεθνική, είναι ειρωνικό ότι ονομάζεται «Ελντοράντο», το σύμβολο της φριχτής εκμετάλλευσης στη Λατινική Αμερική. Οπότε ήταν λογικό να προσεγγίσει σταδιακά και κάποια απήχηση στο εξωτερικό.

-Συναντήσατε ποτέ προβλήματα από την εταιρεία ή από «αντίπαλους» κατοίκους;

Δημήτρης Δαλάκογλου: Δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς η φύση της εργασίας μας ήταν ερευνητική. Μόνο όταν πλησιάζαμε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας ειδοποιούσαν τους φρουρούς και αμολούσαν κάτι σκυλιά-φύλακες εναντίον μας. Αλλά σε γενικές γραμμές εμείς δεν είχαμε κάποιο πρόβλημα, ειδικά αν κάνουμε τη σύγκριση με το τί πέρασαν οι κάτοικοι τόσα χρόνια από την εταιρεία, τους ξυλοδαρμούς, τις απειλές, τα δικαστήρια.

-Επίσης, δεν είναι μόνο η μεταλλευτική δραστηριότητα και η περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά και όλη η πολιτική και κοινωνική αποσάθρωση που λαμβάνει χώρα σε μια περιοχή όταν μπλέκονται εταιρείες τέτοιου είδους, σωστά;

Δ.Δ.: Καταρχάς είναι αυτό το πράγμα, η ταύτιση των εταιρειών με τις πολιτικές εξουσίες, τόσο τοπικές όσο και εθνικές. Όλες οι εταιρείες στην Ελλάδα έχουν σχέσεις με την εξουσία, από τον Πάχτα που έλυνε και έδενε με τις τοπικές εταιρείες, είτε τα υπουργεία Ανάπτυξης. Είναι μια εξορυκτική βιομηχανία η οποία δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες στην περιοχή και έχει τέλειες σχέσεις με την εξουσία. Το κόμικς το ξεκινήσαμε χρονικά από την Μεταπολίτευση και τον υπουργό εργασίας Λάσκαρη που συνεργάζονταν με τον Μποδοσάκη-Αθανασιάδη στα Μαντεμοχώρια. Δεν έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικά από εκείνη την εποχή.

Λ.Ο.: Είναι σκάνδαλό το πως περνάνε αυτά τα ορυχεία από την προηγούμενη ιδιοκτησιακή κατάσταση στην επόμενη, όπου φεύγει η προηγούμενη εταιρεία αφήνοντας χρέη και ανέργους και το κράτος αναλαμβάνει να αγοράσει τα χρέη της εταιρείας και μετά την πουλάει σε τιμή κάτω της αγοραστικής της αξίας και η Ε.Ε. μηνύει το Ελληνικό κράτος επειδή δεν υπερασπίζεται τα δικά του συμφέροντα, ενώ το Ελληνικό κράτος μηνύει την Ε.Ε. γιατί δεν θέλει να πάρει περισσότερα χρήματα από αυτή την εταιρεία αλλά θέλει να τη διευκολύνει. Είναι πραγματικό εξοργιστικό αυτό το ζήτημα.

Δ.Δ.: Υπάρχουν και άλλα εξοργιστικά και προβληματικά στοιχεία στο ζήτημα. Το καθεστώς εξορύξεων στην Ελλάδα, δηλαδή η νομοθεσία δεν έχει ανανεωθεί από την εποχή που το μονοπώλιο ανήκε στο κράτος. Το καθεστώς παραμένει εντελώς ευνοϊκό προς τους ιδιώτες. Για παράδειγμα στις Σκουριές, στη σύμβαση εκμετάλλευσης προβλέπεται ότι σε κάποιες σχέσεις της εταιρείας ισχύει η καναδική νομοθεσία. Μιλάμε για τελείως αποικιοκρατικές συνθήκες. Οι νόμοι είναι πάρα πολύ ελαστικοί και εφαρμόζονται πάντα προς το συμφέρον της εταιρείας. Μιλάμε για μια κατάσταση φαρ-ουέστ.

Λ.Ο.: Επίσης, ακόμα και στο θέμα της εργασίας που υποτίθεται ότι προσφέρει απλόχερα σε αυτές τις περιοχές, η εταιρείας λειτουργεί πάρα πολύ εκβιαστικά. Έχει προσλάβει πολύ λιγότερο αριθμό ανθρώπων από εκείνο που υπόσχονταν αρχικά, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που πολλές φορές δεν ανανεώνονται και αυτί εξαρτάται από τη συμπεριφορά των εργαζομένων αλλά και της οικογένειάς τους.

Δ.Δ.: Το κακό είναι ότι εμπεδώνεται μια «κουλτούρα ρουφιανιάς» μέσα στις κοινότητες, γιατί εκμεταλλεύονται την ανάγκη των ανθρώπων για εργασία και χρήματα. Ταυτόχρονα, γίνεται και φακέλωμα, ποιοι συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις και ποιοι όχι, προσλαμβάνουν και επίτηδες άτομα που έχουν οικογένειες στο κίνημα ώστε να βλάψουν το ίδιο το κίνημα και τους ανθρώπους του.

-Μετά από τόσα χρόνια, ποια είναι η κατάσταση στις Σκουριές;

Λ.Ο.: Το αντιεξορυκτικό κίνημα είναι σε ύφεση αυτό τον καιρό, και γιατί υπήρξε ένα burnout και επειδή κυριάρχησε μια γενικευμένη απογοήτευση από όλους τους τρόπους που οι αγωνιστές προσπάθησαν να σταματήσουν τις εξορύξεις. Ακόμα και τον Δήμο κατάφεραν να πάρουν με δικό τους συνδυασμό, ο ΣΥΡΙΖΑ τους υποσχέθηκε ότι «Σήμερα βγαίνουμε, αύριο κλείνουν τα ορυχεία», και φυσικά τίποτα δεν έγινε από αυτά. Η εταιρεία δουλεύει κάποια από τα μεταλλεία και έχει πάρει τις άδειες για να ανοίξει μερικά ακόμα. Αλλά παρά την απογοήτευση, δεν έχει τελειώσει το ζήτημα. Το ζήτημα σιγοκαίει στην περιοχή και το βιβλίο αυτό έπαιξε και έναν αφυπνιστικό ρόλο όπως μας είπαν τα παιδιά στη Μεγάλη Παναγιά. Θυμούνται οι παλαιότεροι και μαθαίνουν οι νεότεροι.

Ένας αγωνιστής του αντιεξορυκτικού κινήματος, ο οποίος έζησε τη στοχοποίηση, την εισβολή της αντιτρομοκρατικής στο σπίτι του, τις απειλές και τους τραμπουκισμούς, μας είπε ότι ο μικρός γιος του που δεν θυμόταν εκείνη την περίοδο επειδή τότε ήταν μωρό, το πήρε και το διάβασε και μάλιστα μαζί με φίλους του που έχουν γονείς στα μεταλλεία. Οι χαρακτήρες είναι πραγματικοί, όπως και τα γεγονότα που απεικονίζονται στο κόμικς, οπότε μπορεί να υπάρξει η ταύτιση.

Δ.Δ.: Έχει γίνει συστηματική δουλειά τεκμηρίωσης και εθνογραφικής καταγραφής στο κόμικς για τις Σκουριές, επίσης έγινε προσπάθεια να διασωθεί και η προφορική ιστορία του τόπου μέσα από αυτό το έργο. Και ελπίζουμε ότι θα επαναφέρει τις παλιές μνήμες και ίσως να γεννήσει καινούριες.

Η κουβέντα μας με τους συντελεστές του κόμικς τελείωσε όταν κατέφτασαν οι Χαλκιδικιώτες αγωνιστές, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του κόμικς. Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Σταύρος Μαναζής ή ΣΟΥΜΟΥ, μια από τις πιο αγαπητές φιγούρες της περιοχής, κρατούσε μια χάρτινη σακούλα με κεράσια από το χωριό που μας τα προσέφερε απλόχερα. Άνθρωποι που έδωσαν τα πάντα για τον τόπο τους, για να μην καταστραφεί από τα νύχια των αρπακτικών της εταιρείας και του κράτους και πλήρωσαν βαριά τιμήματα για τους αγώνες τους. Άνθρωποι απλοί και καθημερινοί, αλλά σπουδαίοι.

Λίγο αργότερα ξεκίνησε και η παρουσίαση του κόμικς στο κοινό με συντονιστή τον κάτοικο της περιοχής Διονύση Δουράκη, ενώ κάθε φορά που μιλούσε ο μελισσοκόμος  Γιώργος Καρίνας ή ο ΣΟΥΜΟΥ, κάθε φορά που μας διηγούνταν τις ιστορίες του αγώνα στις Σκουριές, δεν μπορούσαμε να μην ανατριχιάσουμε σε αυτή την συγκλονιστική αναμόχλευση της μνήμης. Μας μίλησαν για όλα τα μαρτύρια που πέρασαν, για τις δίκες-παρωδίες που τους εξάντλησαν οικονομικά και ψυχικά, αλλά και για τον τόπο τους, που πάλεψαν και θα συνεχίσουν να παλεύουν μέχρι την τελευταία τους πνοή, όπως και οι σύντροφοί τους που έφυγαν από τη ζωή, γιατί «δεν άντεξαν τη βαρβαρότητα», όπως τόνισε ο Γιώργος Καρίνας. Ανέφεραν ένα προς έναν τα ονόματα τους, φωτεινά σημεία του αγώνα και της μνήμης μας: Γιώργος Καλύβας, Τάκης Κάλτσος, Γιώργος Κυργιανός, Τόλης Παπαγεωργίου και οι υπόλοιποι σύντροφοι που δεν είναι μαζί μας.

Το κόμικς «Σκουριες: Ένα εθνογραφικό κόμικς για τις τις υποδομές εξόρυξης στη Χαλκιδική» αφιερώθηκε στη μνήμη τους.

Στη μνήμη τους αφιερώνεται και αυτό το κείμενο, όπως και σε όλους τους αγωνιστές που συνεχίζουν να παλεύουν για τον τόπο τους. Στο τέλος του κόμικς, ο ΣΟΥΜΟΥ αναφωνεί και αναρωτιέται ταυτόχρονα «Αχ, ρε, πως θ’αφήσουμι αυτόν τουν πλανήτ’…».

Καλέ μου Σταύρο, εσείς ήδη τον φτιάξατε καλύτερο από ότι ήταν πριν.