Ο νόστος, η έλξη της επιστροφής στα οικεία πρόσωπα και μέρη, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Οδύσσειας.
Η ιδέα της επιστροφής, εδώ, όχι μόνο δεν αποτελεί μια παραλυτική εμμονή, αλλά είναι αυτό που κινεί τον Ομηρικό ήρωα και τον ενδυναμώνει να αντιμετωπίσει κάθε λογής προκλήσεις, από την μακάρια λήθη της λωτοφαγίας, έως του ηδονικού βολέματος στην αυλή της Καλυψούς, το οποίο συνοδεύονταν από την υπόσχεση της αθανασίας.
Ο νόστος διατήρησε αυτή τη θετική αποτίμηση για χιλιετίες (ακόμα και ολόκληρες ιστορικές εποχές, όπως η Αναγέννηση και ο Ρομαντισμός, μπορούν να θεωρηθούν ως νοσταλγία του ουμανισμού της αρχαιότητας και της οργανικής τάξης πραγμάτων του Μεσαίωνα αντίστοιχα), ως που κάποια στιγμή έγινε βρώμικη λέξη: η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Ασφαλώς θα βρει ακόμα κανείς πολλούς να νοσταλγούν περασμένες εποχές και τρόπους ζωής. Ίσως μάλιστα, δεδομένης και της γενικής κατάθλιψης και παράλυσης της εποχής μας, να βρει και περισσότερους από ποτέ.
Σε αντίθεση με κάθε άλλη εποχή, όμως, θα βρει ελάχιστους νοσταλγούς ανάμεσα σε δημοσιογράφους, σχολιαστές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, πανεπιστημιακούς και λοιπά μέλη της «οργανικής διανόησης», αλλά και στο ευρύτερο μεσοαστικό 20% (και τους μπατίρηδες κατά φιλοδοξία τέτοιους).
Η νοσταλγία έγινε κάτι που αφορά πλέον σχεδόν αποκλειστικά την πλέμπα ― ο μεσοαστός θα ενθουσιαστεί με κάθε καινοτομία του κώλου (από τα πάλαι ποτέ “must” του ΚΛΙΚ έως την κουλτούρα της LIFO, και από τα social media έως το γκότζι μπέρι), αλλά του απαγορεύεται, και απαγορεύει και ο ίδιος στον εαυτό του, να αισθανθεί νοσταλγία για ο,τιδήποτε.
Γνωστός εκδότης, για παράδειγμα, θα γράψει πρόσφατα στη στήλη του, για τη «γλίτσα μιας αντιπαθητικής νοσταλγίας που [του] κόλλαγε στα δάκτυλα» καθώς ξεφύλλιζε ορισμένα παλιά περιοδικά που έτυχε να πέσουν στα χέρια του. Μπορεί ο ίδιος να ξεκίνησε την καριέρα του συζητώντας με «αξιοσημείωτους ανθρώπους» (του παρελθόντος εννοείται) και εκθειάζοντας εστετ περασμένων εποχών (από τον Έλιοτ έως τον Πάτρικ Λη Φέρμορ), αλλά σήμερα, όπως πάμπολλοι συνομήλικοι του που «κάθονται με τη νεολαία» είναι ταγμένος στην πάταξη της νοσταλγίας και τον αποκαθαρμό του παρελθόντος.
Έτσι, ορισμένοι θα εκθειάσουν την τεχνολογική ανωτερότητα του σήμερα, παραβλέποντας την ολοφάνερη παρακμή των τεχνολογικών εφαρμογών (σε επίπεδο εμπορευματοποίησης, «προσχεδιασμένης απαρχαίωσης», εξωτερικού κόστους ―το οποίο πληρώνει το περιβάλλον, η κοινωνία, ή ο αναπτυσσόμενος κόσμος―, βιωσιμότητας, αλλά και φθίνουσας απόδοσης της καινοτομίας).
Άλλοι πάλι, θα πιαστούν από τις ηθικές επιταγές και τις διανοητικές μόδες του παρόντος για να απορρίψουν συνοπτικά το παρελθόν, λες και το παρόν και οι ίδιοι δεν έχουν τα δικά τους ηθικά «τυφλά σημεία», και λες και ο παλιός κόσμος ―χιλιετίες πολιτισμού― εξαντλείται στις πτυχές που δέχονται την κριτική τους (την οποία άλλωστε, καίτοι μονοδιάστατη και επαρχιώτικη, βασισμένη στις ηθικές εμμονές και την πνευματική και κοινωνική ιστορία των ΗΠΑ, φαντάζονται ως την ύστατη λέξη της Ιστορίας).
Άλλοι, τέλος, επικαλούνται την ευμάρεια του παρόντος ως απόδειξη ότι ζούμε στην καλύτερη των εποχών. Μόνο που η «δημιουργική λογιστική» τους, που δείχνει την άνοδο του ΑΕΠ ή τους δείκτες του χρηματιστηρίου, παραβλέπει σχεδόν μισό αιώνα στάσιμων μισθών, στρατοσφαιρικής αύξησης των τιμών των πλέον βασικών αγαθών (στέγασης, σπουδών, και περίθαλψης), αυξανόμενων ανισοτήτων, νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε εργασιακά κεκτημένα, φτωχοποίησης της μεσαίας τάξης και ραγδαίας αύξησης της ανεργίας της εργατικής τάξης.
Κοινό και των τριών επιχειρημάτων (που συχνά τα προβάλλουν οι ίδιοι άνθρωποι, από τον Steven Pinker και τον Hans Rosling μέχρι τον «ακραίο κεντρώο» της γειτονιάς μας), είναι ότι αποφεύγουν οποιαδήποτε ποιοτική αποτίμηση της σύγχρονης ζωής. Το είδος δηλαδή της αποτίμησης που υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Οι φορείς τους στην καλύτερη περίπτωση είναι ευχαριστημένοι με τις προόδους στην δικαιωματική νομοθεσία (τις ίδιες με τις οποίες αυτοδιαφημίζονται ως προοδευτικές πολυεθνικές όπως η Nike ή η Apple, και που χρησιμοποιούνται ως όπλο εξωτερικής πολιτικής, απαραίτητο πλέον συμπλήρωμα της «εξαγωγής δημοκρατίας»), αλλά ποτέ δεν θέτουν γενικότερα ερωτήματα για το είδος της ζωής που θέλουμε να ζήσουμε, για τις πολιτικές, κοινωνικές, και εργασιακές σχέσεις, τον κρατικό έλεγχο, την οργάνωση των πόλεων, την μορφή της εκπαίδευσης, τη στόχευση της παραγωγής και της κατανάλωσης, και, εν τέλει, την αλλοτρίωση.
Ακόμα χειρότερα, αποδέχονται και προσυπογράφουν τις απαντήσεις της πολιτικής, πνευματικής, και οικονομικής εξουσίας σε όλα αυτά τα θέματα ― σε μια εποχή που, εκ των αποτελεσμάτων, αυτές οι απαντήσεις είναι οι χειρότερες από ποτέ.
Ειδικά σε μια ραγδαίως παρακμάζουσα (σε ΑΕΠ, ανεργία, μισθούς, εργασιακά δικαιώματα, επίπεδο διακυβέρνησης, εθνική κυριαρχία, ποιότητα ζωής, ελευθερία του τύπου, πνευματική παραγωγή, ακόμα και δημογραφικά) Ελλάδα, η οποία μάλιστα βρίσκεται στο έλεος ενός ολοένα ζοφερότερου παγκόσμιου κλίματος, η απώθηση της νοσταλγίας ―λες και σήμερα ζούμε την καλύτερη εποχή μας― έχει κάτι το κωμικό.
Η δε απέχθεια για τη νοσταλγία διατρέχει όλο το πνευματικό φάσμα, από τις αποδομητικές ιστορικές έρευνες, τις κοινωνιολογικές υπομνήσεις του ερέβους περασμένων εποχών (μη και παρασυρθεί κανείς από νοσταλγία για το ’50 και ξεχάσει ότι είχαμε φτώχεια και Δεξιά βία), και τα σχόλια των επιφυλλιδογράφων, εώς τις συνεντεύξεις των μαϊντανών του Θεάματος (όπου το «σιχαίνομαι τη νοσταλγία» έχει ανταγωνισμό ως η συχνότερη κοινοτοπία μόνο από το «θέλω να είμαι ο εαυτός μου») και το μικροαστικό χιούμορ (λ.χ. ο «Θείος Αιμίλιος», του κόμικ στριπ «Κουραθέλκυθρα», ο οποίος σατιρίζει την λυρική παρελθοντολογία σε στυλ Λευτέρη Παπαδόπουλου).
Δεν πρόκειται βέβαια για Ελληνικό φαινόμενο, αλλά για παγκόσμιο ― δηλαδή Αμερικάνικο.
Είναι βέβαια λογικό η γενιά που ανατράφηκε σαν το σύμπαν να περιστρέφεται γύρω από την ίδια και την παιδικότητα της, και η οποία μεγάλωσε στην τελική φάση μιας πρωτοφανούς αλλαγής στον τρόπο ζωής από την offline στην online ζωή, να θεωρεί ότι ο κόσμος ξεκινάει με την ίδια, και ότι πριν από αυτήν υπήρχε μόνο μια βάρβαρη προϊστορία.
Άλλωστε οι μεσοαστοί boomer γονείς τους (είπαμε: η απέχθεια στη νοσταλγία δεν είναι υπόθεση της πλέμπας), είναι της ίδιας απόψεως, και αντιστρέφοντας τον Λουλουδίκο, θα μπορούσαν να έχουν ως μότο τους το «Αvant moi, le déluge».
Κάποιοι το είχαν ήδη από τα νιάτα τους, φαντασιώμενοι ότι οι νεανικές περιπέτειες τους, στο Woodstock, στους παρισινούς δρόμους του ’68, στα αμφιθέατρα της Ιταλίας, ή στις φοιτητικές συνελεύσεις της μεταπολίτευσης, δεν ήταν ένας διάλογος με την κοινωνία, την ιστορία, και την παράδοση, αλλά μια ριζική τομή σε μια «νέα εποχή», με «νέες αντιλήψεις», «νέα πολιτική», και «νέα ηθική», με αυτούς σημαιοφόρους της.
Σύντομα θα προωθούσαν με τον ίδιο ζήλο την ψηφιακή εποχή, την κατανάλωση, την «προοδευτική αριστερά» (από τον Μιτεράν έως τον σαξοφωνίστα Κλίντον και τους Ποδέμος), την αυτοπραγμάτωση, τα γκάτζετ, τον εξωτικό τουρισμό, και το αισθητικό τοπίο της διαφήμισης (ο κομίστας Λωζιέ σκιαγράφησε τέλεια την γαλλική εκδοχή αυτής της φάρας ήδη από τη δεκαετία του ’70. Στην Ελλάδα τους περιέγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος).
Η απαλοιφή του παρελθόντος βόλεψε πολλαπλώς.
Τα μεν υποκείμενα δεν είχαν πλέον να δώσουν λόγο πουθενά (και πάντως όχι σε ξεπερασμένες αξίες και προτάγματα, και ας ήταν και τα δικά τους μόλις μια δεκαετία πριν. Είναι ενδεικτικό π.χ. πως τα ιδανικά του ’60 για κριτική της καθημερινής ζωής, αντικατανάλωση, πνευματικότητα, επιστροφή στη φύση, κλπ., έδωσαν γρηγορότατα τη θέση τους στο “never trust a hippy” του γιαπισμού).
Οι δε επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης, χάρη στη λατρεία της καινοτομίας, μπορούσαν πλέον να ποντάρουν σε μια χωρίς προηγούμενο κατανάλωση, όπου το κάθε γκάτζετ είναι «επαναστατικό», η μόδα αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, και οι μάζες ενθαρρύνονται να κυνηγούν το εκάστοτε καινούργιο ―στα προϊόντα, στις τάσεις, και στις ιδέες― ως υπόσχεση προσωπικής εκπλήρωσης.
Όσο για το κράτος, ήταν ήδη γνωστό από την εποχή του Όργουελ ότι «όποιος ελέγχει το παρελθόν» ―δηλαδή την ανάγνωση και αποτίμηση του παρελθόντος― «ελέγχει το μέλλον». Τι μεγαλύτερο ξέπλυμα για το παρόν (που στη περίπτωση μας μεταφράζεται στην επί δεκαετίες επέλαση του νεοφιλελευθερισμού υπό διάφορες μορφές και ονομασίες) από το να θεωρηθεί το παρελθόν, οι ιδέες, και τα προτάγματα του εκ προοιμίου ύποπτα, και η Ιστορία ως μια λαμπή «προέλαση προς το μέλλον» στην εκάστοτε μορφή της οποίας δεν υπάρχει εναλλακτική (ΤΙΝΑ: There Is No Alternative);
Ο Ντεμπόρ θα γράψει το 1988, στα «Σχόλια Πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος», ότι «Το αντικείμενο της Ιστορίας ήταν το αξιομνημόνευτο, τα γεγονότα οι συνέπειες των οποίων εκδηλώνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γνώση έπρεπε να διαρκεί και να βοηθάει στην, μερική έστω, κατανόηση όσων θα συνέβαιναν εκ νέου: “κτήμα ες αεί” λέει ο Θουκυδίδης. Μ’ αυτό τον τρόπο η ιστορία ήταν το μέτρο κάθε πραγματικής καινοτομίας. Και όποιος πουλάει καινοτομία, έχει κάθε συμφέρον να εξαλείψει το μέσο αποτίμησης της».
Όποιος ας πούμε πουλάει «πρώτη φορά αριστερά» όπως ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015, είχε συμφέρον να πείσει τον αγοραστή ότι πρόκειται για ένα νέο ιστορικό φαινόμενο, και ότι το «παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο» αποτελεί απλά ένα ξεπερασμένο φολκλόρ ανέκδοτο και όχι το πρωτότυπο της ίδιας απάτης (και μάλιστα πολύ ριζοσπαστικότερο, όχι απλά για την εποχή του, αλλά και σε σχέση με τις χλεμπονιάρικες αξιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου του 2015, πόσο μάλλον αυτές του Ιουνίου, ή του 2021).
Οι νεότεροι (που παρόλα αυτά καταναλώνουν ευχάριστα ΠΑΣΟΚικά memes για να νιώσουν πολιτικά ανώτεροι των γονέων τους ― με τον ίδιο τρόπο που χαζογελάνε με τα κουρέματα των eighties), δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, όσο για τους μεγαλύτερους προσπαθούν να βολευτούν με ό,τι βρίσκεται διαθέσιμο, εξαπατώντας τους εαυτούς τους (ή τους άλλους).
Το θόλωμα των νερών του παρελθόντος λειτουργεί επίσης παρηγορητικά για μια πνευματική και μια καλλιτεχνική «ελιτ», τα μέλη της οποία ελάχιστα στέκονται στο ύψος του παρελθόντος, είτε ως παραγωγοί έργου, είτε ως δημόσιες προσωπικότητες.
Αντί να αποτολμήσει να αναμετρηθεί με τα κορυφαία έργα των περασμένων εποχών, αν όχι για να τα ξεπεράσει πάντως για να τα θέσει ως μέτρο αποτίμησης της καινοτομίας της, της αρκεί να απαγορέψει κάθε τέτοια σύγκριση ως «στείρα νοσταλγία».
Φυσικά κάθε εποχή έχει τα δικά της προβλήματα και τα δικά της μέσα για να τα εκφράσει ― όμως κάθε εποχή δεν έχει την ίδια ποιότητα πνευματικής παραγωγής. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι υπάρχουν εποχές ακμής και παρακμής, χρυσές εποχές και εποχές τενεκέδων, δεκαετίες συμπυκνωμένης δημιουργικότητας και δεκαετίες που δεν κουνιέται φύλο.
Αυτή η προφανής παρατήρηση αποτελεί σήμερα ταμπού ― επί ποινή χαρακτηρισμού σου ως «νοσταλγού», και όπως γράφει ο Ντεμπόρ και πάλι: «Από τη στιγμή που το να είσαι απολύτως μοντέρνος έχει επιβληθεί με ειδικό νόμο και απαιτηθεί από τον τύραννο, αυτό που φοβάται περισσότερο κάθε έντιμος σκλάβος είναι να κατηγορηθεί για προσκόλληση στο παρελθόν».
Εκτός από τη διάχυτη «απέχθεια» και την αίσθηση ότι η νοσταλγία δεν είναι (ή δεν σε καθιστά) «cool», δεν λείπουν φυσικά και τα επιχειρήματα εναντίον της ― μόνο που είναι τετριμμένα και εκφράζονται πρόχειρα, άλλοτε με επίγνωση της απάτης από τους εμπόρους ψευτο-καινοτομίας, και άλλοτε ως υπαρξιακό δεκανίκι για να αποτραπεί η σύγκριση του παρελθόντος με μια τρέχουσα πραγματικότητα που απέχει πολύ από το βέλτιστο.
Αυτά όμως θα τα εξετάσουμε σε επόμενο σημείωμα. Μέχρι τότε νοσταλγείτε γιατί χανόμαστε!