Το κοινό που άρχισε να γεμίζει την αίθουσα Λαμπράκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το βράδυ της Τετάρτης 13 Νοεμβρίου έμοιαζε -και ήταν- ετερόκλητο. Έβλεπες τους κλασικά παρόντες σε κάθε συναυλία Φίλους του Μεγάρου να αναρωτιούνται «τι παίζει σήμερα». Έβλεπες το γενικό καλλιεργημένο κοινό που ενημερώνεται και κλείνει εγκαίρως τα εισιτήρια του για να αντιμετωπίσει το γενικευμένο FOMO της εποχής. Έβλεπες και το πιστό κοινό του Γιώργου Κοντραφούρη, που τον ακολουθεί με προσήλωση σε κάθε «γήπεδο», είτε είναι υπόγειο μπαρ στα Εξάρχεια είτε υπερώο των Μεγάρων και των Λυρικών.

Παρόλο που ο Κοντραφούρης τα τελευταία χρόνια παίζει περισσότερο Hammond και λιγότερο πιάνο, δεν έχει εγκαταλείψει το πρότζεκτ «πιανιστικό τζαζ τρίο». Με τους Κίμωνα Καρούτζο στο μπάσο και Ιάσονα Γουάστωρ στα ντραμς και σημείο έναρξης το The Passing του 2020 εξερευνούν τις δυνατότητες του κλασικού αυτού σχήματος. Σχεδόν ταυτόχρονα με τη συναυλία του Μεγάρου κυκλοφόρησε και η τελευταία ηχογράφηση του τρίο, το A Walk with Duke, ένας δίσκος με συνθέσεις του Duke Ellington, που μας φέρνει και στο θέμα της συναυλίας -ή έστω στο μισό.

Πράγματι, κατά το σχεδόν ήμισύ της η συναυλία ήταν η παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, του πώς δηλαδή ένα πιανιστικό τρίο προσεγγίζει τις συνθέσεις ενός πιανίστα big band. Στα συν των επιλογών του Κοντραφούρη η απόφαση να μη περιοριστεί στις παγκοίνως γνωστές συνθέσεις του Έλινγκτον (όπως το In a Sentimetal Mood π.χ.) αλλά να επεκταθεί και σε σχετικά «κρυφά» διαμαντάκια (όπως το σεξπηρικής εμπνεύσεως Such Sweet Thunder) που ταρακούνησε ρυθμικά όλο το Μέγαρο. Φίλη του Μεγάρου που καθόταν ακριβώς μπροστά μου φρόντισε να καταγράψει αρκετά βίντεο, τα οποία και απέστειλε σε συνομιλία της στο Messenger ως απάντηση, αν λαθροκοίταξα καλά, σε κάποιο ποτήρι κρασί.

Δυστυχώς η εν λόγω φίλη έφυγε στο διάλλειμα χωρίς να δει τη συνέχεια -μάλλον την κέρδισε η προσδοκία του κρασιού.Τώρα, μαζί με το τρίο ανέβηκε στη σκηνή η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ με  μαέστρο τον Μιχάλη Οικονόμου, για να παρουσιάσουν σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση το New World A-Comin’ για τζαζ πιάνο τρίο και συμφωνική ορχήστρα. Τι καλύτερο για τον Δούκα της τζαζ!

Η σύμπραξη τζαζ και συμφωνικών σχημάτων δεν είναι φυσικά κάτι νέο, δεν είναι ωστόσο και κάτι που αποτελεί συχνό φαινόμενο. Παρόλο που οι ίδιοι μουσικοί μπορεί να περνούν από το ένα είδος στο άλλο, η ταυτόχρονη παρουσία και συνεργασία δύο διαφορετικών τρόπων έκφρασης δοκιμάζει πάντα τις αντοχές του παντρέματος ετερόκλητων προσεγγίσεων.

Το μεγάλο στοίχημα της βραδιάς έτσι δεν ήταν το μέρος που αφορά τον Έλινγκτον αλλά το δεύτερο τμήμα της συναυλίας που ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την πρώτη εκτέλεση της Γαλάζιας Ραψωδίας του Τζορτζ Γκέρσουιν. Τα εισαγωγικά γκλισάντι του κλαρινέτου είναι αναπόσπαστο τμήμα του συλλογικού μουσικού φαντασιακού του 20ου αιώνα, επομένως το γνώριμο στοιχείο του κομματιού προσφέρεται για τον πειραματισμό της εκτέλεσης. Παρότι ο Γκέρσουιν έχει εμπνευστεί από την τζαζ, το έργο είναι κλασικό στο συμφωνικό ρεπερτόριο, εντείνοντας τη σπίθα που μια συνδυαστική προσέγγιση μπορεί να προκαλέσει. Πόσο νομιμοποιείται μια αυτοσχεδιαστική προσέγγιση να απομακρυνθεί από το «πρωτότυπο» της αυστηρής παρτιτούρας; Και πόσο ψυχρή μπορεί να φανεί μια ορχήστρα πιστή στο γράμμα πλάι σε ένα τρίο που εστιάζει στο πνεύμα; Νομιμοποιείται ένας τζαζ πιανίστας να απομακρυνθεί από την παρτιτούρα, την οποία ακολουθεί κατά γράμμα ο κλασικός πιανίστας που εκτελεί συνήθως το έργο;

Παρόλο που το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε το εγχείρημα, δεν έπαψε ωστόσο να επικρέμεται στον αέρα η αίσθηση ότι τα δύο μέρη της συναυλίας ήταν κάπως μη οργανικά συνδεδεμένα. Το τρίο από τη μια, η σύμπραξη με την ορχήστρα από την άλλη: θα μπορούσαν να γίνουν δύο διακριτές εκδηλώσεις.

Δέκα μέρες μετά, καθόμουν στον Εξώστη του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός και παρατηρούσα από τη μια τα έξι πιάνα επί σκηνής (η οποία και είχε διασταλεί με την βοήθεια της μηχανικής υποστήριξης μπροστά στην επέλαση πλήκτρων και ουρών) και τον κόσμο που αναζητούσε τη θέση του στην πλατεία. Ήταν λίγο πριν τις εννιά, αλλά η βοή από τη νυχτερινή διασκέδαση της Καρύτση έμπαινε ήδη από τις βαριές κουρτίνες.

Η συναυλία που θα ακούγαμε σε λίγο ήταν ιδιαίτερη. Ένα μουσικό σύνολο αποτελούμενο μόνο από πιάνα (και μάλιστα 6) τα οποία χειρίζονται 12 πιανίστες δεν είναι κάτι που το συναντάς καθημερινά. Δεν ξέρω αν στη βάση της ιδέας της Δόμνας Ευνουχίδου, όταν δημιουργούσε το σχήμα βασισμένη στη δημιουργική συνεργασία των μαθητών της, ήταν το Six pianos του Steve Reich (το οποίο μάλλον αναδεικνύεται περισσότερο στην εκδοχή Six Marimbas) αλλά η λογική είναι παρόμοια: να αναδειχθεί η δυναμική ενός μη συμφωνικού οργάνου σε περιβάλλον «μεγάλης αφήγησης».

Όλως τυχαίως και εδώ υπήρχε Γκέρσουιν: η συναυλία άνοιξε με τον Αμερικανό στο Παρίσι, με τη λογική της ομαλής υποδοχής ενός κοινού αχαρτογράφητου στην πειραματική διάταξη του σχήματος. Αμέσως μετά ωστόσο το σχήμα έδειξε τα δόντια του με το κολλάζ Languido Scorrevole του Γιώργου Κωνσταντίνου, βασισμένο σε συνθέσεις των Schubert και Debussy. Το άτομο που κάθεται στο αριστερό μέρος έπαιζε Σούμπερτ, το άτομο στα δεξιά Ντεμπισύ, την ώρα που η παρτιτούρα τη μια φορά ήταν ένα κολλάζ σε μέγεθος Α3 και την άλλη τάμπλετ, τονίζοντας τον ρομαντικό αλλά και μετα- χαρακτήρα αυτού του υπόκωφου αλλά δραστικού μινιμαλιστικού συνονθυλεύματος. Σίγουρα μια από τις πιο ισχυρές στιγμές της βραδιάς.

Το πρώτο μέρος έκλεισε με Νίκο Σκαλκώτα και τους 6 ελληνικούς χορούς του. Εδώ δεν είχαμε όλο το σχήμα επί σκηνής ταυτόχρονα, αλλά τα έξι πιάνα είχαν από έναν και μία εκτελεστή. Στον τέταρτο χορό οι εκτελεστές άλλαξαν. Όπως και με τον Γκέρσουιν έτσι και εδώ το κοινό βίωσε τη δυναμική εκτέλεση οικείων ήχων. Το «Προσοχή! Σκύλος» του ορίζοντα προσδοκιών γίνεται ένα «Μη φοβάστε, δε δαγκώνει».

Το δεύτερο μέρος είχε πάλι την ίδια ισορροπία οικειότητας και παραξενίσματος. Αρχικά, η σύνθεση Styx του Αντώνη Ανισέγκου εκδίπλωσε τις δυνατότητες του σχήματος ως προς τη χρήση σύγχρονων τεχνικών. Εμπνευσμένο από κείμενα του Ιάννη Ξενάκη, όπως ο ίδιος ο συνθέτης τονίζει, το Styx δείχνει το ηχητικό εύρος που μπορεί να παραχθεί από ένα πιάνο όταν χρησιμοποιηθεί στην ολότητά του, χτυπώντας τα πλήκτρα, παίζοντας με τις χορδές, αξιοποιώντας την κρουστότητά του.

Το πρόγραμμα τελείωσε με την Piandaemonium Suite Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σεργκέι Προκόφιεφ σε διασκευή του Θόδωρου Κοτεπάνου (στον οποίο πιστώνονται και όλες οι μεταγραφές των έργων για το σχήμα). Και εδώ το Piandaemonium κλείνει το μάτι στο κοινό, δίνοντάς του ένα γνώριμο κομμάτι και πατώντας πάνω σ’ αυτή την οικειότητα εκθέτει τις ικανότητες των μουσικών του. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται εδώ στην χρήση κρουστών (πλέον του πιάνου). Η Μαρία Μυλαράκη διεκπεραίωσε το δύσκολο έργο της προσαρμογής στα τρίγωνα, χάι κατ, καχόν και λοιπά κρουστά με επιτυχία.

Στο τέλος της ημέρας, οι Χαράλαμπος Αγγελόπουλος, Αντώνης Ανισέγκος, Εύη Γιαμοπούλου, Νίκος Ζαφρανάς, Στέφανος Θωμόπουλος, Βικτωρία Κιαζίμη, Γιώργος Κωνσταντίνου, Χρήστος Λενούτσος, Μαρία Μυλαράκη, Στέφανος Νάσος, Αντώνης Σελεμίδης, Μελίνα Τσινάβου και Κώστας Χάρδας, κέρδισαν δίκαια το χειροκρότημα, παρά επιμέρους μικροαστοχίες που είναι νομίζω συγγνωστές.

Ωστόσο, μια σκέψη τριβελίζει το νου μου ακόμα. Έχω την αίσθηση ότι ο τρόπος που οργανώνονται παρόμοια εγχειρήματα εκκινεί από μια προκατάληψη εχθρότητας κοινού και υποδοχής. Δηλαδή, θεωρείται δεδομένο ότι η υποδοχή θα είναι επιφυλακτική. Έτσι, το πρόγραμμα οργανώνεται έτσι ώστε να μη θεωρηθεί επιθετικό. Προσωπικά θα προτιμούσα λιγότερο γνωστές συνθέσεις και περισσότερο πειραματισμό, ένα με δυο λέξεις λιγότερο εξημερωμένο πρόγραμμα.

Από την άλλη πώς να αδικήσεις αυτό το άγχος; Οι υλικές προϋποθέσεις της παραγωγής παρόμοιων εκδηλώσεων είναι δυσβάστακτες όταν δεν έχουν τη θεσμική κάλυψη των μεγάλων ιδρυμάτων. Όταν καθίσταται απαραίτητο για λόγους επιβίωσης του σχήματος να πουληθούν εισιτήρια, η καλλιτεχνική ελευθερία αυτοπεριορίζεται. Και αυτή είναι μια όχι και τόσο ευχάριστη σκέψη που μένει ως πικρή επίγευση της μουσικής εμπειρίας.