του Dani Robrik για το Project Syndicate
Αλλά αυτά είναι τα επιτεύγματα του παρελθόντος. Σήμερα, η Ένωση είναι βυθισμένη σε μια βαθιά υπαρξιακή κρίση και το μέλλον της είναι πολύ αμφίβολο. Τα συμπτώματα φαίνονται παντού: το Brexit, η τεράστια αύξηση των ποσοστών ανεργίας των νέων στην Ελλάδα και την Ισπανία, το χρέος και η στασιμότητα στην Ιταλία, η άνοδος των λαϊκιστικών κινημάτων, και μια αντίδραση κατά των μεταναστών και του ευρώ. Όλοι επισημαίνουν την ανάγκη για μια μεγάλη μεταρρύθμιση στους θεσμούς της Ευρώπης.
Έτσι, έρχεται την κατάλληλη στιγμή μια νέα Λευκή Βίβλος για το μέλλον της Ευρώπης από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ο Γιούνκερ καθορίζει πέντε πιθανές πορείες: συνεχίζοντας με το τωρινό πρόγραμμα, εστιάζοντας μόνο στην ενιαία αγορά, επιτρέποντας σε ορισμένες χώρες να κινηθούν πιο γρήγορα από ότι άλλες προς την ένταξη, περιορίζοντας την ισχύ του προγράμματος και πιέζοντας, φιλοδοξώντας για μια ομοιόμορφη και πιο ολοκληρωμένη ένταξη.
Είναι δύσκολο να μην αισθανθείς συμπάθεια για τον Γιούνκερ. Με τους πολιτικούς της Ευρώπης να ασχολούνται με τις εγχώριες μάχες τους και με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στις Βρυξέλλες να βρίσκονται στο στόχαστρο της λαϊκής απογοήτευσης, θα μπορούσε να μην διακινδυνεύσει παραπάνω. Παρ' όλα αυτά, η έκθεσή του είναι απογοητευτική. Παρακάμπτει την κεντρική πρόκληση που η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει.
Εάν πρόκειται να ανακτήσουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες την υγεία τους, η οικονομική και πολιτική ενοποίηση δεν μπορεί να παραμείνει εκτός. Είτε η πολιτική ενοποίηση πρέπει να φτάσει τα επίπεδα της οικονομικής ενοποίησης, είτε η οικονομική ενοποίηση θα πρέπει να χαλαρώσει. Όσο αποφεύγεται αυτή η απόφαση, τόσο η ΕΕ θα παραμένει δυσλειτουργική.
Όταν έρθουν αντιμέτωπα με αυτό το δύσκολο δίλημμα, τα κράτη-μέλη είναι πιθανό να καταλήξουν σε διαφορετικά επίπεδα οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει την ευελιξία και τις θεσμικές ρυθμίσεις για να τα δεχθεί.
Από την αρχή, η Ευρώπη χτίστηκε σύμφωνα με μια «λειτουργική» άποψη: η πολιτική ενοποίηση να ακολουθήσει την οικονομική ενοποίηση. Η Λευκή Βίβλος του Γιούνκερ ξεκινάει καταλλήλως με ένα απόσπασμα του 1950 από τον ιδρυτή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (και πρωθυπουργό της Γαλλίας) Ρομπέρ Σουμάν: «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί μονομιάς ή σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο. Θα διαμορφωθεί μέσα από συγκεκριμένες επιτυχίες που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη». Φτιάξτε πρώτα τους μηχανισμούς της οικονομικής συνεργασίας και αυτοί θα προετοιμάσουν το έδαφος για κοινούς πολιτικούς θεσμούς.
Αυτή η προσέγγιση λειτούργησε καλά στην αρχή. Επέτρεψε στην οικονομική ενοποίηση να πάει ένα βήμα πιο μπροστά από την πολιτική ενοποίηση -αλλά όχι πολύ πιο μπροστά. Έπειτα, μετά τη δεκαετία του 1980, η ΕΕ προχώρησε προς το άγνωστο. Ακολούθησε το φιλόδοξο πρόγραμμα ενιαίας αγοράς που είχε ως στόχο να ενοποιήσει τις οικονομίες της Ευρώπης, να μειώσει τη δύναμη των εθνικών πολιτικών που εμπόδιζαν την ελεύθερη διακίνηση όχι μόνο των αγαθών αλλά επίσης των υπηρεσιών, των ανθρώπων και του κεφαλαίου. Το ευρώ, που καθιερώθηκε ως ενιαίο νόμισμα μεταξύ ενός υποσυνόλου των κρατών-μελών, ήταν η λογική προέκταση αυτού του προγράμματος. Αυτή ήταν η υπερ-παγκοσμιοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πολλοί πολιτικοί, ωστόσο, αναγνώρισαν ότι η έλλειψη ισορροπίας ήταν κάτι το ενδεχομένως προβληματικό. Υπέθεσαν όμως ότι η λειτουργικότητα θα φέρει τελικά τη διάσωση, ότι οι οιονεί ομοσπονδιακοί πολιτικοί θεσμοί που χρειάζονταν για τη στήριξη της ενιαίας αγοράς θα αναπτύσσονταν, αν δινόταν επαρκής χρόνος.
Οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις έπαιξαν τον ρόλο τους. Η Γαλλία πίστεψε ότι μεταφέροντας την οικονομική εξουσία στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών θα ενισχύσει τη γαλλική εθνική δύναμη και το παγκόσμιο κύρος της. Οι Γερμανοί, θέλοντας να κερδίσουν τη συμφωνία της Γαλλίας για την γερμανική επανένωση, ακολούθησαν.
Υπήρχε μια εναλλακτική λύση. Η Ευρώπη θα μπορούσε να είχε επιτρέψει την ανάπτυξη ενός κοινού κοινωνικού μοντέλου παράλληλα με την οικονομική ενοποίηση. Αυτό θα απαιτούσε την ενοποίηση όχι μόνο των αγορών, αλλά και των κοινωνικών πολιτικών, των θεσμών της αγοράς εργασίας, καθώς και των φορολογικών ρυθμίσεων.
Η ποικιλομορφία των κοινωνικών μοντέλων σε όλη την Ευρώπη και η δυσκολία της επίτευξης συμφωνίας σχετικά με κοινούς κανόνες, θα είχαν ενεργήσει ως φυσικά εμπόδια για τον ρυθμό και την έκταση της ενοποίησης.
Αυτό θα ήταν κάθε άλλο παρά μειονέκτημα, καθώς θα παρείχε μια χρήσιμη διορθωτική λειτουργία για τον επιθυμητό ρυθμό και την έκταση της ενοποίησης. Το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν μια μικρότερη ΕΕ, αλλά πιο βαθιά ενοποιημένη σε όλους τους τομείς ή μια ΕΕ με όσα μέλη έχει και σήμερα, αλλά πολύ λιγότερο φιλόδοξη για το οικονομικό πεδίο της εφαρμογής της.
Σήμερα μπορεί να είναι πολύ αργά για να επιχειρήσουμε μια δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ. Λιγότερο από ένας στους πέντε Ευρωπαίους επιθυμεί τη μετατόπιση της εθνικής εξουσίας εκτός των κρατών-μελών.
Οι αισιόδοξοι μπορεί να πουν ότι αυτό οφείλεται λιγότερο στην αποστροφή προς τις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο αυτό καθ’ αυτό και περισσότερο στο συνειρμό που κάνει ο λαός για μια «περισσότερη Ευρώπη» με μια τεχνοκρατική έμφαση στην ενιαία αγορά και την απουσία ενός ελκυστικού εναλλακτικού μοντέλου. Ίσως οι αναδυόμενοι νέοι ηγέτες και πολιτικοί σχηματισμοί να καταφέρουν να θέσουν τις βάσεις για ένα τέτοιο μοντέλο και να δημιουργήσουν έναν ενθουσιασμό για ένα αναθεωρημένο ευρωπαϊκό σχέδιο.
Οι απαισιόδοξοι, από την άλλη, θα πιστεύουν ότι στους διαδρόμους της εξουσίας στο Βερολίνο και το Παρίσι, σε κάποια βαθιά, σκοτεινή γωνιά, οικονομολόγοι και δικηγόροι ετοιμάζουν στα κρυφά ένα εναλλακτικό σχέδιο για την ημέρα που η μείωση της δύναμης της οικονομικής ένωσης δεν θα μπορεί πλέον να αναβληθεί.