Στις 15 Νοεμβρίου θυμωμένοι Ιρανοί πολίτες κατέλαβαν τους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τα ξαφνικά νέα της αύξησης κατά 50% της τιμής των καυσίμων κίνησης. Μία μέρα μετά, οι μαζικές διαδηλώσεις είχαν δώσει τη θέση τους σε μικρές ομάδες διαδηλωτών που έκαιγαν τράπεζες, βενζινάδικα, λεωφορεία και άλλη δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Μέσα σε μηδενικό χρόνο, οι αρχές ασφαλείας ήταν στους δρόμους, ώστε να καταπνίξουν τη βία και να συλλάβουν διαδηλωτές. Στη διάρκεια των συγκρούσεων ένας ανεπιβεβαίωτος αριθμός ανθρώπων σκοτώθηκε, και υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές.

Οι δυτικοί σχολιαστές προσπάθησαν ματαίως να βγάλουν λίγο ζουμί από τις ολιγοήμερες διαμαρτυρίες. «Οι διαδηλωτές στο Ιράν απονομιμοποιούν το καθεστώς», έγραφε η Σούζαν Μαλόνυ του Ινστιτούτου Μπρούκινς [Αμερικάνικη Δεξαμενή Σκέψης]. Το France 24 αναρωτιόταν αν «βρισκόμαστε μπροστά στη νέα Ιρανική Επανάσταση». Και οι Τάιμς του Λος Αντζελες καταδίκαζαν «την κτηνώδη επίθεση του Ιράν» κατά του λαού του.

Φυσικά, το θέμα το πιάσανε και γεωπολιτικά: Οι διαμαρτυρίες στα γειτονικά κράτη Λίβανο και Ιράκ, που είναι πλήρως βασισμένες στην λαϊκή, εσωτερική αντίδραση σε διεφθαρμένες κυβερνήσεις, αδιάφορες για τους πολίτες τους, άρχισαν να ερμηνεύονται ως περιφερειακή εξέγερση ενάντια στην Ιρανική Επίδραση.

Και, παρ’ ότι το Ιντερνετ στο Ιράν «έκλεισε» για σχεδόν μία εβδομάδα, άγνωστης προέλευσης και αυθεντικότητας βίντεο και ειδήσεις άρχισαν περιέργως να εμφανίζονται εκτός Ιράν, από τους λογαριασμούς του τουίτερ όσων κατακρίνουν συστηματικά τη χώρα. Σε αυτά, οι διαδηλωτές φέρονταν να ζητούντο το θάνατο του Αγιατολάχ, να διαδηλώνουν εναντίον των επεμβάσεων του Ιράν στην περιοχή και να ζητούν την πτώση του «καθεστώτος».

Προφανώς, οι αρχικές διαδηλώσεις ήταν αυθεντικές, ένα γεγονός που και η Ιρανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε αμέσως. Η μείωση της επιδότησης των καυσίμων, στα, ακόμη και σήμερα, φτηνότερα καύσιμα στην περιοχή [30 λεπτά του ευρώ το λίτρο] υπήρξε ένα ζήτημα που απασχολεί την πολιτική ατζέντα στο Ιράν εδώ και πολλά χρόνια, και έγινε κεντρικό θέμα από τη στιγμή που οι ΗΠΑ εξήλθαν της  συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν πέρισυ και ξανάρχισαν να πιέζουν με αυξανόμενες κυρώσεις το Ιράν.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις Ιρανικές αντιδράσεις τις τελευταίες δώδεκα ημέρες, ας ρίξουμε μια ματιά σε δύο δημοσκοπήσεις γνώμης που διενήργησαν από κοινού το Κέντρο Διεθνών Σπουδών και Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου του Μέρυλαντ (Center for International and Security Studies at Maryland, CISSM) και η εταιρία IranPolls, με έδρα το Τορόντο, αμέσως μετά τις διαδηλώσεις της περιόδου 2017/2018 αλλά και το Μάιο, τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2019, όταν η καμπάνια «Μέγιστη Πίεση» των ΗΠΑ ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς στην πρώτη από τις δημοσκοπήσεις του 2018, είναι ότι οι Ιρανοί ανησυχούν για την βαλτωμένη τους οικονομία, και 86% εξ αυτών δηλώνει εναντίον οποιασδήποτε αύξησης στα καύσιμα – η κύρια αιτία των διαμαρτυριών του Νοεμβρίου.

Και, για την ειρωνία του πράγματος, η αύξηση στην τιμή των καυσίμων είχε ως στόχο τη συγκέντρωση ποσού αντιστοίχου 2,25 εκατομμυρίων δολλαρίων, τα οποία θα γίνονταν επιδόματα για τις 18 εκατομμύρια οικογένειες που έχουν πλήξει χειρότερα οι κυρώσεις [το Ιράν έχει πληθυσμό 81 εκατομμυρίων κατοίκων]. Στην ουσία, η κυβέρνηση «μαλάκωνε» την αύξηση της τιμής προσφέροντας βοήθεια στους πολίτες της χώρας που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Στη δημοσκόπηση του 2018 αναφέρονται και τα μεγαλύτερα προβλήματα για τους ερωτηθέντες, που κινούνται από την ανεργία (40%), τον πληθωρισμό και το ακριβό κόστος ζωής (13%), το χαμηλό εισόδημα (7%), την οικονομική διαφθορά και τις καταχρήσεις (6%), μέχρι την έλλειψη δικαιοσύνης (1,4%) και την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών (0,3%), μεταξύ άλλων.

Οι αριθμοί αυτοί υποδεικνύουν ότι οι διαδηλώσεις του 2018 ήταν, σε συντριπτικό ποσοστό, απάντηση στις εσωτερικές οικονομικές συνθήκες και όχι στην εξωτερική πολιτική του Ιράν ή την «γενική καταπίεση» που διαφημίζουν τα δυτικά μέσα και οι δυτικοί πολιτικοί.

Η ίδια Σούζαν Μαλόνυ, που προανέφερα για τις διαμαρτυρίες του Νοεμβρίου, επέμενε το 2018 στην Ουάσιγκτον Ποστ ότι «Οι άνθρωποι δε διαδηλώνουν μόνο για καλύτερες εργασιακές συνθήκες και καλύτερες απολαβές, αλλά επιμένουν να απορρίπτουν ολόκληρο το σύστημα».  Κι αυτό ενώ στη δημοσκόπηση του 2018 μόνον 16% των Ιρανών συμφωνούσαν με τη δήλωση «το πολιτικό σύστημα του Ιράν χρειάζεται θεμελιώδεις αλλαγές», ενώ από την άλλη ένα συντριπτικό 77% διαφωνούσε.

Όπως και οι διαδηλώσεις αυτό το μήνα [Νοέμβριο 2019] στο Ιράν, έτσι και οι διαδηλώσεις του 2017-2018 εξελίχθηκαν σε μικρές αλλά βίαιες συγκρούσεις, και οι Ιρανικές αρχές Ασφαλείας βγήκαν στους δρόμους για να επιβάλλουν την τάξη. Μετά από αυτά τα γεγονότα, όμως, και παρά τις ατελείωτες ξένες επικεφαλίδες για τη «βαρβαρότητα» των αρχών ασφαλείας, οι Ιρανοί, σε συντριπτικό ποσοστό, δικαιολόγησαν την στάση της κυβέρνησής τους. Από τους ερωτηθέντες, το 63% δήλωσε ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε «μόνον την απαραίτητη βία», και ένα 11% δήλωσε ότι «χρησιμοποίησαν πολύ λίγη βία». Επίσης, ένα 85% συνολικά συμφώνησε ότι «η κυβέρνηση πρέπει να είναι πιο δυναμική στην αντιμετώπιση διαδηλωτών που χρησιμοποιούν βία ή καταστρέφουν περιουσίες».

Η ιρανική αυτή αντίδραση πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της πολύ ανασφαλούς περιοχής στην οποία ανήκει το Ιράν, την τρομοκρατία σε όλη την περιοχή, η οποία υποστηρίζεται συχνά από εχθρικά [προς το Ιράν] κράτη και την αδυσώπητη κλιμάκωση των κυρώσεων εις βάρος του από όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε την Προεδρία των ΗΠΑ. Η εκστρατεία του Τραμπ, αυτή της «Μέγιστης Πίεσης» έχει κάνει την κατάσταση [μεταξύ των δύο κρατών] πολύ χειρότερη, και οι Ιρανοί θεωρούν ότι βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες – όντας σε συνεχή επιφυλακή για να αντιμετωπίσουν απόπειρες ανατροπής της κυβέρνησης, σαμποτάζ, κατασκοπεία, υποκλοπές, προπαγάνδα, διείσδυση από τα σύνορα κ.λπ.

Στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε, ο στρατός των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θεωρεί το διαδίκτυο ως «επιχειρησιακό τομέα» πολέμου, ενώ παράλληλα ο πόλεμος στον κυβερνοχώρο έχει αναγνωριστεί ευρέως ως το μελλοντικό πεδίο μάχης. Το Ιράν ήταν ένα από τα πρώτα θύματα αυτού του νέου πολέμου, όταν ο ύποπτος αμερικανο-ισραηλινός ιός Stuxnet κατέστρεψε το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Ο στρατός των ΗΠΑ έχει οργανώσει στρατηγεία [war rooms], αφιερωμένα στην χειραγώγηση των κοινωνικών δικτύων και την προώθηση της αμερικάνικης προπαγάνδας. Ο βρετανικός στρατός έχει δημιουργήσει τμήμα «πολέμου κοινωνικών δικτύων»

TPP Facebook Page

Like 178K

TPP International Facebook Page

Like 8.7K

Facebook Ανασκόπησης

Like 10K

TPP Twitter

Follow @ThePressProject

TPP Mastodon

thepressprojectlibretooth.gr

RSS Feeds

StandardAtom

, με στοχευμένη δράση στη Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ παίζει εξ αρχής το παιχνίδι  της ιντερνετικής προπαγάνδας και οι Σαουδάραβες έχουν πρόσφατα επενδύσει τεράστια ποσά, ώστε να επηρεάσουν τη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα.

Είναι, λοιπόν, πολύ λογικό η Ιρανική κυβέρνηση να κλείσει τελείως το ίντερνετ κατά τη διάρκεια της κρίσης. Και αυτό θα είναι πια η μόνιμη αντίδραση στις χώρες που οι ΗΠΑ θεωρούν αντιπάλους, όταν κυριαρχεί χάος και υπάρχει υποψία ξένων επέμβασεων.

Τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης επαναλαμβάνουν, από τις διαδηλώσεις του 2009 μέχρι σήμερα, το ίδιο μοτίβο περί διαφθοράς, βίαιης καταστολής, απόρριψης, από το λαό, της Ισλαμικής Δημοκρατίας και των συμμαχιών της στην περιοχή [Οι διαδηλώσεις του 2009 ακολούθησαν αμφισβητούμενες εκλογές]. οι αφηγήσεις αυτές ανέβασαν τους τόνους για λίγο στις αρχές του 2011, όταν η Δύση ήθελε πολύ να δει και μια «Ιρανική Άνοιξη» στο πλαίσιο της «Αραβικής Άνοιξης», και έγιναν τελικά η κυρίαρχη αφήγηση κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του 2017 και του 2018, όταν υιοθετήθηκαν ευρέως από τις πλατφόρμες των κοινωνικών δικτύων.

Αυτό το Νοέμβριο, οι συγκεκριμένες αφηγήσεις ξεπήδησαν και πάλι στην επιφάνεια. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τι σκέφτονται για όλα αυτά οι ίδιοι οι Ιρανοί, μέσα από τις πιο πρόσφατες, και χρονικά ακριβείς έρευνες των CISSM/IranPolls.

Οι περιφερειακές στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιράν

Εξήντα ένα τοις εκατό των Ιρανών θεωρεί ότι πρέπει η χώρα τους να συνεχίσει να συντηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στη Συρία, για να περιορίσει τη δράση των εξτρεμιστών [σουνιτών μουσουλμάνων], που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια και τα συμφέροντα του Ιράν. Όλες οι δημοσκοπήσεις που έγιναν από τον Μάρτιο του 2016 επιβεβαιώνουν την συνεχή και σταθερή υποστήριξη αυτής της άποψης στο εσωτερικό του Ιράν, με τα δύο τρίτα (66%) των ερωτηθέντων μονίμως να υποστηρίζουν την αύξηση του περιφερειακού ρόλου του Ιράν.

Στην ερώτηση τι θα συνέβαινε αν το Ιράν υπέκυπτε στις απαιτήσεις των ΗΠΑ και σταματούσε τη δράση των Φρουρών της Επανάστασης [που οι αμερικάνοι έχουν χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση, παρ’ ότι πρόκειται για κανονικη κρατική στρατιωτική δύναμη] στη Συρία και το Ιράκ, το 60% των Ιρανών δηλώνει ότι αυτό θα οδηγούσε την Ουάσιγκτον να απαιτήσει ακόμη περισσότερα – μόνο το 11% θεωρεί ότι οι ΗΠΑ θα φέρονταν καλύτερα [στο Ιράν].

Επιπλέον, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2019, δείχνουν ότι η αρνητική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες άγγιξε φέτος το υψηλότερό της σημείο, στα 13 χρόνια που διενεργείται ετησίως η δημοσκόπηση της CISSM / IranPoll. Ένα ισχυρό 86% των Ιρανών δεν συμπαθούν τις ΗΠΑ, και το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι η άποψή τους για τις ΗΠΑ είναι δυσμενέστατη, έχει εκτοξευθεί από το 52%, που ήταν το 2015, στο 73% σήμερα.

Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου αν η Ουάσιγκτον έχει επιβάλλει κυρώσεις στους Φρουρούς της Επανάστασης και στον ηγέτη της ομάδας- ελίτ, Κασέμ Σολεϊμανί, που είναι ο δημοφιλέστερος μεταξύ όλων των δημοσίων προσώπων στο Ιράν, με οκτώ στους δέκα Ιρανούς να τον βλέπουν θετικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ένα ισχυρό 81% των Ιρανών δήλωσε ότι η δράση των Φρουρών της Επανάστασης στη Μέση Ανατολή έχει κάνει «πιο ασφαλές» το Ιράν.

Όσο για το ρόλο των Φρουρών της Επανάστασης στην εγχώρια οικονομία – ένα αγαπημένο θέμα των δυτικών που βάλλουν εναντίον τους, χαρακτηρίζοντάς τους διεστραμμένο και διεφθαρμένο κρατικό όργανο – σήμερα το 63% των Ιρανών πιστεύει ότι οι Φρουροί πρέπει να εμπλέκεται «σε κατασκευαστικά έργα και άλλα οικονομικά ζητήματα», και να συνεχίσουν να πράττουν όσα πράττουν σε επίπεδο άμυνας. Σε περιόδους κρίσης θεωρούνται ζωτικός θεσμός: οι Φρουροί της Επανάστασης και ο Ιρανικός στρατός έχουν τη μέγιστη υποστήριξη του λαού (89% και 90% αντίστοιχα), για όσα προσέφεραν όταν η χώρα χτυπήθηκε από πλημμύρες την περασμένη Άνοιξη, με αποτέλεσμα ένα εσωτερικό προσφυγικό κύμα μισού εκατομμυρίου ανθρώπων.

Οικονομία και Διαφθορά

Το 70% των Ιρανών θεωρούν «κακή» την οικονομία της χώρας σήμερα, ποσοστό που έχει, παραδόξως, παραμείνει συνεπές τους τελευταίους 18 μήνες, παρά την περσινή επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων. Η πλειοψηφία θεωρεί υπεύθυνη για τα οικονομικά προβλήματα την κακοδιαχείριση στο εσωτερικό της χώρας, όπως και τη διαφθορά, αλλά ένα αυξανόμενο ποσοστό βρίσκει επίσης υπεύθυνες τις αμερικανικές κυρώσεις, κάτι που εξηγεί μάλλον γιατί το 70% των Ιρανών θεωρεί ως στόχο την εθνική αυτάρκεια και όχι την αύξηση του εξωτερικού εμπορίου.

Ερωτηθέντες για τον «αντίκτυπο [των κυρώσεων] στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων», το 83% των Ιρανών αναγνωρίζει ότι υπήρξε αρνητικός αντίκτυπος. Παραδόξως όμως, από όταν οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά, η απαισιοδοξία για την Οικονομία έπεσε από 64% το 2018 σε 54% τον περασμένο μήνα – κυρίως, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, γιατί οι Ιρανοί νοιώθουν ότι ως εδώ μπορεί να φτάσει η πίεση των κυρώσεων από τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, 55% των Ιρανών κατηγορεί για τα προβλήματα στην οικονομία την εσωτερική κακοδιαχείρηση και διαφθορά, έναντι 38% που κατηγορεί τις κυρώσεις και τις πιέσεις από το εξωτερικό.

Κυρίως κατηγορούν για την κακοδιαχείριση και τη διαφθορά την κυβέρνηση του προέδρου Χασάν Ρουχανί, που είδε τη δημοφιλία του να πέφτει για πρώτη φορά κάτω του 50%, αγγίζοντας, τον Αύγουστο, μόλις το 42%. Πενήντα τέσσερα τοις εκατό των Ιρανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση Ρουχανί δεν κάνει τίποτε για να καταπολεμήσει τη διαφθορά.

Αντιθέτως, το 73% πιστεύει ότι η Ιρανική Δικαιοσύνη προσπαθεί με κάθε τρόπο να πολεμήσει την οικονομική διαφθορά, ποσοστό που έχει ανέβει κατά 12% από το Μάιο ως σήμερα.

Στο μέτωπο της Οικονομίας, φαίνεται ότι οι Ιρανοί έχουν απογοητευτεί ευρέως από τις υποσχέσεις και το όραμα της κυβέρνησης Ρουχανί, κάτι που είναι πιθανό να ευνοήσει τους αντιπάλους της στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές [στις 21 Φεβρουαρίου 2020]. Η αύξηση στη φορολόγηση των καυσίμων [που προκάλεσε τις διαδηλώσεις του Νοεμβρίου], ήταν απαραίτητη και αποτέλεσε μια γενναία κίνηση από τον Ρουχάνι, παρά την προβληματική διαχείρηση όσων προκάλεσε στη δημόσια σφαίρα. Ατυχώς για κείνον, οι Ιρανοί, οι οποίοι αντιδρούν στην κατάργηση των επιδοτήσεων χρόνια τώρα, δεν πρόκειται να τον συγχωρήσουν σύντομα.

Στο πολιτικό μέτωπο, οι Ιρανοί εμφανίζονται ταυτισμένοι σε μεγάλο βαθμό με την εξωτερική πολιτική και τη στρατιωτική δράση της κυβέρνησής τους, και είναι ιδιαίτερα θετικοί στις δραστηριότητες των Φρουρών της Επανάστασης, εντός και εκτός συνόρων, και υποστηρίζουν την ανάμειξη του Ιράν στα γειτονικά κράτη Ιράκ και Συρία, τόσο για λόγους αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, όσο και γιατί πιστεύουν στον ενεργό περιφερειακό ρόλο του Ιράν. Όσον αφορά τους ηγέτες τους, η πλειοψηφία των Ιρανών βλέπει ιδιαίτερα θετικά το Σολεϊμανί (82%), και ακολούθως τον υπουργό Εξωτερικών Μωχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ (67%) και τον ανώτατο δικαστή Ιμπραήμ Ραϊσί (64%). Τα τρία αυτά πρόσωπα [που επιλέγονται ως πιο δημοφιλή] αναδεικνύουν την ύπαρξη ενός απροσδόκητα ευρέως φάσματος πολιτικών απόψεων στη χώρα.

Υπό το πρίσμα αυτών των ποσοστών, δικαιούμαστε να πούμε ότι δε φαίνεται καμμία «δεύτερη επανάσταση» στον ορίζοντα του Ιράν, ούτε κάποια αξιοσημείωτη διάρρηξη των σχέσεων κυβέρνησης και λαού όσον αφορά στο σύνολο των βασικών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών ζητημάτων. Οι ξένοι σχολιαστές μπορούν να παραποιούν τα γεγονότα στο Ιράν όπως θέλουν, αλλά μέχρι στιγμής φαίνεται ότι οι Ιρανοί έχουν επιλέξει την ασφάλεια και τη σταθερότητα.

 

 

Οι αριθμοί στο άρθρο έχουν στρογγυλευτεί προς τον κοντινότερο ακέραιο.  Το άρθρο μεταφράστηκε και δημοσιεύεται με την άδεια του Internationalist360. Τη μετάφραση έκανε η Λαμπρινή Θωμά.