Από τη στιγμή που θα εισέλθουν στη Γερμανία έρχονται αντιμέτωποι με το άρθρο 16Α του Συντάγματος που ορίζει ότι οι άνθρωποι που πέφτουν θύματα πολιτικών διώξεων στη χώρα τους έχουν δικαίωμα στη χορήγηση ασύλου. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σε άλλους παράγοντες για τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους: πείνα, ξηρασία, εγκληματικότητα, φτώχεια και άλλα προβλήματα που ταλαιπωρούν πολλά φτωχά κράτη.
Ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ δηλώνει ότι θέλει να μειώσει τον αριθμό των μεταναστών που δέχεται η χώρα και πιέζει την Ευρωπαϊκή Ενωση για μία πιο δίκαιη κατανομή ευθυνών στο Μεταναστευτικό στην Ευρώπη. Κατηγορεί την Ιταλία, μία από τις κυριότερες χώρες εισόδου μεταναστών μαζί με την Ελλάδα και την Ισπανία, ότι δεν τηρεί τον Κανονισμό του Δουβλίνου, που ορίζει ότι όλες οι αιτήσεις για χορήγηση ασύλου πρέπει να εξετάζονται στη χώρα εισόδου. Η Ρώμη, λέει η Γερμανία, επιτρέπει στους μετανάστες να φεύγουν προς τον Βορρά χωρίς να εξετάζει τις περιπτώσεις τους. Στις αρχές του Οκτωβρίου ο Ντε Μεζιέρ σκοπεύει να προτείνει την καθιέρωση συγκεκριμένου ποσοστού προσφύγων που θα δέχεται το κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Αυτό πρακτικά θα σημαίνει μείωση του αριθμού των ανθρώπων που θα ζητούν άσυλο στη Γερμανία.
Το ότι η μεταναστευτική πολιτική δεν περιλαμβάνει αυτές τις περιπτώσεις δεν περιορίζει τη μετανάστευση, αντίθετα ενισχύει τα προβλήματα για τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και για τις χώρες που τους δέχονται. Οι πρόσφυγες καταφθάνουν στη Γερμανία παράνομα στοιβαγμένοι σε λεωφορεία ή τρένα. Από εκεί τους παραλαμβάνουν ανά εκατοντάδες και τους στέλνουν στα κέντρα υποδοχής, όπου ξεκινάει η διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Από τους 130.000 πρόσφυγες που ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία, ελάχιστες αιτήσεις έγιναν δεκτές. Μέσα στο 2014 χορηγήθηκε άσυλο μόλις στο 1,6% των προσφύγων που έκαναν αίτηση. Το 20%, όπως οι μετανάστες από το Ιράκ, αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, ενώ ακόμη ένα 7% μπορεί να παραμείνει στη χώρα προσωρινά για άλλους λόγους. Συνολικά, μόλις το ένα τέταρτο των αιτούντων άσυλο μπορεί να παραμείνει στη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο 2014, από τις 79.000 υποθέσεις, εγκρίθηκαν μόλις 22.000 αιτήσεις. Οι υπόλοιποι πρέπει να φύγουν από τη Γερμανία.