Αυτό ξεκινά ως ένα φιάσκο: παρουσιάζεις έναν καλλιτέχνη ως κάποιον που επιτέλους δεν προέρχεται από τους κόλπους της Αριστεράς, φιλάει την Ακρόπολη και υμνεί την πατρίδα, αλλά προκύπτει βιαστής ανηλίκων.

Δεν είναι σαν να χρησιμοποιείς τον Τσιτσιπά ως πρόσωπο της εμβολιαστικής καμπάνιας και να σου προκύπτει αντιεμβολιαστής. Είναι κάτι απείρως χειρότερο, διότι όχι μόνο βιάζει ανήλικα, αλλά χρησιμοποιεί και τη θέση του για να αλιεύει τα θύματά του.

Τι κάνεις λογικά μετά την καταδίκη; Λες ότι όλη η καλλιτεχνική οικογένεια του Εθνικού Θεάτρου είναι συντετριμμένη, ποτέ δεν θα μπορούσες να διανοηθείς ότι κρυβόταν μια τέτοια πραγματικότητα κάτω από το δημόσιο πρόσωπο που είχες γνωρίσει και θαυμάσει. Βγάζεις δηλαδή μία ανακοίνωση περίπου στο πνεύμα του «μας εξαπάτησε με βαθιά υποκριτική τέχνη» και πετάς το μπαλάκι στη δικαιοσύνη.

Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Έχουμε θεσμικούς φορείς και δημοσιογραφικούς οργανισμούς που αναλαμβάνουν ενεργητικά να υπερασπιστούν τον Λιγνάδη.

Η υπουργός Πολιτισμού αποχωρεί από παράσταση στην οποία υψώνεται πανό διαμαρτυρίας, σαν να θεωρεί ότι η ίδια είναι θιγόμενη. Εμείς μπορεί να πιστεύουμε ότι γνώριζε και ότι τον επέβαλε. Όμως η δική της υπερασπιστική γραμμή δεν οφείλει να είναι ότι είναι εξίσου ταραγμένη με εμάς, διότι ο άνθρωπος που κρατούσε τα ηνία του Εθνικού θεάτρου αποδείχτηκε βιαστής ανηλίκων; Γιατί θίγεται; Για ποιον λόγο να αποχωρήσει επειδή απλώνεται ένα πανό που γράφει ότι οι βιαστές ανήκουν στη φυλακή; Διαφωνεί; Υπάρχει μόνο μία εξήγηση για αυτή τη συμπεριφορά: δεν έχουν πάψει ακόμη και σήμερα να θεωρούν τον Δημήτρη Λιγνάδη έναν δικό τους άνθρωπο. Για λόγους που εμείς αγνοούμε, ακόμη και μετά την καταδίκη, εμφανίζονται να παίρνουν προσωπικά κάθε επίθεση στο πρόσωπο του Λιγνάδη.

Η Ένωση δικαστών και εισαγγελέων παρεμβαίνει και αυτή με ανακοίνωση που υπερασπίζεται την απόφαση του δικαστηρίου έναντι του αδαούς όχλου. Τους φάνηκε λοιπόν τόσο φυσιολογικό όταν ο δικηγόρος Αλέξης Κούγιας απειλούσε την έδρα ότι θα έχει τη μοίρα της Τουλουπάκη; Τώρα χρειάζονται υπεράσπιση οι θεσμοί; Και κινδυνεύουν από την πολιτικά υποκινούμενη χειραγώγηση; Ας πούμε τα πράγματα με το όνομα τους: μας ζητούν να μην ασκούμε κριτική. Δεν προκύπτει κάτι άλλο από την ανακοίνωσή τους. Η ενόχληση για την κινηματική αντίδραση στην απόφαση σημαίνει μόνο ένα πράγμα, να μη μιλάμε.

Ποιος αναπαρήγαγε αυτή την ανακοίνωση; Ο συντονιστής των δράσεων για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα στη χώρα μας, Απόστολος Δοξιάδης.

Θυμίζω ότι λίγες μέρες νωρίτερα, την ημέρα της απολογίας του Δημήτρη Λιγνάδη, είχε γράψει τα παρακάτω:

«Ακούσαμε δυο χρόνια κάθε καρυδιάς καρύδι, από τους φερόμενους ως θύματα (έτσι αποκαλούνται πριν την ετυμηγορία του δικαστηρίου σε χώρα με νομικό πολιτισμό) αλλά κυρίως από κάθε έναν (εκατοντάδες, χιλιάδες από αυτούς) άσχετον με την υπόθεση, που ήθελε να πει τη γνώμη του για κάτι που δεν μπορεί να ξέρει, κυρίως εκστομίζοντας  κατηγορίες για τον Δημήτρη Λιγνάδη. Βγήκαν άπειρα απωθημένα, και ατέλειωτη χολή. Ας ακούσουμε τώρα και τι είπε ο ίδιος. Το δικαστήριο του το ζήτησε στο κάτω-κάτω, ούτε ο Χίος, ούτε ο Βαξεβάνης. Ο ίδιος ως πολίτης με ίσα δικαιώματα με όλους μας το δικαιούται. Εμείς ας μην είμαστε πιο άδικοι από τους δικαστές. Ας μην ταυτιζόμαστε πάντα και σε όλα με τον όχλο και τον νόμο του Λιντς. Ας μιλήσει και ο κατηγορούμενος επιτέλους. Όχι γιατί έχει αναγκαστικά δίκιο. Αλλά γιατί έχει αναγκαστικά δικαίωμα».

Οι βιασμοί είχαν ως θύματα ανήλικους μετανάστες. Δεν θα έπρεπε ο άνθρωπος αυτός να κάνει κάποια επικοινωνιακή διαχείριση άλλη από το να προσβάλει τα θύματα και να χαϊδεύει τον άνθρωπο που τελικά καταδικάστηκε; Δεν μπόρεσε.

Την ίδια στιγμή, γράφτηκαν ούτε λίγο ούτε πολύ δύο ξεχωριστά άρθρα υπεράσπισης του Λιγνάδη το Σάββατο στην Καθημερινή και ένα διακριτικό θεωρητικό άρθρο που ξεκινάει με την φράση «τι τιμωρία αξίζει σε έναν βιαστή παιδιών;» και ακολουθεί μία αναλυτική επιχειρηματολογία ενάντια στην αυστηροποίηση των ποινών.

Ο Ηλίας Μαγκλίνης έγραψε ένα άρθρο από το οποίο παραθέτω την ακόλουθη παράγραφο:

«κανένας δεν θα τον κοιτάξει με το ίδιο βλέμμα ποτέ ξανά.

»Όχι λόγω της δημοσιοποίησης των ερωτικών του προτιμήσεων και αδυναμιών, αυτό είναι ιερό και απαράβατο για τον καθένα (και όποιος ακόμα πιστεύει ότι ο ερωτισμός είναι ένας αθώος περίπατος κάτω από τις μπουκαμβίλιες, να το ξανασκεφτεί)

»Κανένας δεν θα τον ξαναδεί όπως τον έβλεπε (ως καλλιτέχνη που σου πήγαινε ή δεν σου πήγαινε το έργο του, συνέβαλε στις δημιουργικές δράσεις αυτής της χώρας) διότι ο κανιβαλισμός που μεσολάβησε κατέστησε τη ζωή του όλη διάφανη: είναι λες και ζει πλέον μέσα σε ένα διάφανο σπίτι. Δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερα ισόβια από αυτά».

Ποιος ερωτισμός; Τι να ξανασκεφτούμε; Ποιος κανιβαλισμός; Ποιες μπουκαμβίλιες; Έχει καμία συναίσθηση τι λέει ο άνθρωπος; Υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα για τον βιαστή ανηλίκων και μας λέει και ότι έτσι είναι η ερωτική ζωή, έχει τα σκοτεινά μυστικά της για όλους; Αντιμετωπίζουμε καταδικασμένο βιαστή ανηλίκων και μας λέει ότι η σεξουαλικότητα είναι πάντα σκοτεινή; Αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος τι έχει ξεστομίσει; «Ερωτική προτίμηση» και «αδυναμία» είναι οι λέξεις με τις οποίες περιγράφει αυτά τα εγκλήματα; Δεν του περνάει από τον νου ότι η ιερή και απαραβίαστη προστασία της ιδιωτικότητας υποχωρεί μπροστά στην προστασία των ανήλικων θυμάτων; Για κανιβαλισμό μιλούσε η Μενδώνη όσο προσπαθούσε ακόμα να κρυφτεί και να προσποιηθεί ότι δεν συμβαίνει τίποτα.

Έχει καταλάβει καθόλου τι συνέβη ή αποφάσισε να γράψει ένα υποστηρικτικό κείμενο για τον Λιγνάδη και μετά δεν καταλαβαίνει τι σημαίνουν οι λέξεις που χρησιμοποιεί;

Λέει σε άλλο σημείο ότι κλωτσάμε άνθρωπο που είναι στα γόνατα. Αυτή την εντύπωση του έδωσε ο Λιγνάδης στην απολογία του ή στις δηλώσεις που έκανε όταν βγήκε από τη φυλακή; Γιατί εγώ τον είδα να μας φτύνει στα μούτρα.

Και το χειρότερο:

«Διακρίνετε μια κάποια συμπάθεια στα παραπάνω λόγια; Καλά κάνετε. Πέρασαν δεκαεπτά μήνες από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο, δεκαεπτά μήνες που ο Λιγνάδης τους πέρασε στη φυλακή. Περάστε δεκαεπτά λεπτά μέσα σε μια φυλακή και ελάτε μετά να μιλήσουμε».

Γιατί να μπούμε φυλακή; Βιαστές ανηλίκων είμαστε; Τι σύγκριση είναι αυτή; Αποφάνθηκε ότι είναι επαρκής η τιμωρία, ο αρθρογράφος;

Αν έχει σκοπό να προσποιηθεί ότι διαθέτει κάποια ευαισθησία για το ζήτημα της στέρησης της ελευθερίας, μπορώ να του υποδείξω κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν στην φυλακή όχι μόνο χωρίς να έχουν βιάσει ανηλίκους, αλλά χωρίς να έχουν διαπράξει απολύτως τίποτα. Τι έχει γράψει ο Ηλίας Μαγκλίνης για τον Θεοφίλου, την Ηριάννα ή πιο πρόσφατα τον «Ινδιάνο», τον Σταθόπουλο ή τον Καλαϊτζή; Παίρνω μόνο τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα. Πιστεύετε ότι δεν έχει γράψει τίποτα; Όχι βέβαια. Έχει γράψει τουλάχιστον δύο άρθρα για τον «ληστή της Πάρου», τον Θεοφίλου, που πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή χωρίς στοιχεία και μετά αποζημιώθηκε από το ελληνικό κράτος. Εκεί ο Μαγκλίνης κατακεραύνωνε, όμως, δεν εκδήλωνε καμία συμπάθεια, για κάποιο λόγο.

Την ίδια μέρα, δημοσιεύεται και άλλο άρθρο με παρόμοιο περιεχόμενο:

«Το λαϊκό δικαστήριο έχει αποφασίσει με βάση το λαϊκό αίσθημα, που δίνει μάχες χαρακωμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

»Αρένα. Ανθρωποι “ανεπιθύμητοι”, τροφή στα χειρότερα ένστικτα. Η λογική συμπιέζεται γιατί πρέπει να στηθούν κρεμάλες. Η ψυχραιμία παραμερίζεται γιατί εμποδίζει την απρόσκοπτη επέλαση του θυμού. Αλλεπάλληλοι “βιασμοί” σε κοινή θέα».

Τι θέση μπορεί να έχουν τα εισαγωγικά σε μια τέτοια φράση; Θεώρησε η Μαρία Κατσουνάκη ότι μπορεί να χειρίζεται δημόσιο λόγο για υπόθεση βιασμών και να θεωρεί ότι αυτός που «βιάστηκε» είναι ο θύτης, γιατί κάποιοι ασκούν κριτική στην απόφαση της αναστολής; Η δημόσια συζήτηση περιλαμβάνει υπαρκτά θύματα που υπέστησαν βάναυσο επανατραυματισμό στο δικαστήριο. Με δεδομένο ότι έχουμε καταδίκη για βιασμό, το να βάζεις αυτά τα εισαγωγικά για να πεις ότι αυτός που «βιάστηκε» είναι ο Δημήτρης Λιγνάδης, επειδή του κακομιλήσαμε μετά την απόφαση, είναι τεράστια απρέπεια προς τον πόνο των θυμάτων.

Προσεκτικότερα ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος αποφεύγει να σχολιάσει ειδικά το πολύ φορτισμένο παράδειγμα του Λιγνάδη, αλλά μας εξηγεί με εκτενή εγκληματολογική τεκμηρίωση ότι οι αυστηρές ποινές δεν λειτουργούν αποτρεπτικά. Δεν έχω καμία αντίρρηση αρχής στο να γίνει αυτή η συζήτηση. Αντιθέτως, θα καλωσόριζα κάθε ψύχραιμη φωνή που αντιστέκεται στις ιαχές για συνεχή αύξηση των ποινών. Θα έλεγα ψέματα όμως αν προσποιούμουν ότι δεν μου κάνει εντύπωση πως είναι το τρίτο άρθρο την ίδια μέρα που δηλώνει προβληματισμό απέναντι στο λαϊκό θυμικό στην περίπτωση του Λιγνάδη.

Η λογική λέει ότι όταν ένας άνθρωπος που έχεις επιλέξει για μία θέση ευθύνης, την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου,  καταδικαστεί για βιασμούς ανηλίκων, παίρνεις αποστάσεις. Η επιμονή με την οποία συνεχίζει η υπεράσπιση του βιαστή Λιγνάδη είναι εντελώς ακατανόητη. Δεν έχει νόημα να διατυπώσουμε αναπόδεικτες υποθέσεις για το πού μπορεί να οφείλεται μία τέτοια στάση.

Έχουμε όμως δύο δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι τα εγκλήματα του Λιγνάδη ήταν αρκετά γνωστά και τον συνοδεύουν σε όλη του την επαγγελματική σταδιοδρομία. Το δεύτερο είναι ότι ποτέ, ούτε καν μετά την καταδίκη, το κεντρικό μηντιακό και πολιτικό σύστημα δεν πήρε αποστάσεις από τον βιαστή.

Δεν ξέρω αν θα μάθουμε ποτέ τα κίνητρα αυτής της τόσο αλλοπρόσαλλης και προκλητικής συμπεριφοράς, αλλά νομίζω ότι είναι παράλογο να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε αυτό που συμβαίνει.

Υπάρχει κάποια στιγμή κατά την οποία δικαιούται κανείς να θεωρήσει ότι η θεσμική και επικοινωνιακή στήριξη στον βιαστή ανηλίκων Λιγνάδη είναι ύποπτη; Πιστεύω ότι βρισκόμαστε ήδη εκεί, είτε θέλουμε να το πούμε είτε διστάζουμε.