του Θάνου Καμήλαλη
Στο άρθρο 399 του πολυνομοσχεδίου που αναμένεται να ψηφιστεί το βράδυ της Δευτέρας, προστίθεται η φράση «και του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων», σε ένα άρθρο του ιδρυτικού νόμου του ΤΑΙΠΕΔ.
Το άρθρο αυτό προέβλεπε ήδη ότι:
«Συμβάσεις που συνομολογήθηκαν, σύμφωνα με τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, θεωρούνται επωφελείς και συμφέρουσες για το Ταμείο και το Ελληνικό Δημόσιο, όσον αφορά την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου»
Με τη νέα ρύθμιση δηλαδή, η ασυλία για αδικήματα όπως η κακουργηματική απιστία, όταν διαπιστώνεται ζημία του Δημοσίου από συμβάσεις του ΤΑΙΠΕΔ, επεκτείνεται και στους εμπειρογνώμονες του Ταμείου. Μία διάταξη που εύλογα «φωτογραφίζει» τους έξι εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ (εκ των οποίων οι τρεις από άλλες χώρες – μέλη της Ευρωζώνης), που έχουν παραπεμφθεί, μετά από πολλές περιπέτειες, σε δίκη για την υπόθεση των 28 ακινήτων του Δημοσίου, αντιμέτωποι με την κατηγορία της απιστίας.
Πωλούνται 28 ακίνητα (και δώρο τουλάχιστον μισό δισ.)
Όπως έχει αναφέρει εκτενώς το TPP, η εν λόγω υπόθεση αφορά την πώληση από το ΤΑΙΠΕΔ, 28 ακινήτων του Δημοσίου, τα οποία έπειτα επαναμισθώθηκαν από το Δημόσιο με τη μέθοδο sale and lease back. Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, η διαδικασία αυτή προκάλεσε ζημία για το ελληνικό κράτος, ύψους από τουλάχιστον 575 εκατ. ευρώ έως 2,5 δις. Τα ακίνητα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες των δεκατεσσάρων. Η πρώτη ομάδα, είχε σύμβουλο ιδιωτικοποίησης την NBG Securities SA, θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας και κατέληξε στην Εθνική Πανγαία, επίσης θυγατρική της ίδιας τράπεζας. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τη δεύτερη ομάδα, μόνο που στο τρίγωνο ενεπλάκης θυγατρικές της Eurobank (Eurobank Investment Firm και Eurobank Properties αντίστοιχα)
Ίσως το ποσό της ζημίας να φαντάζει υπερβολικό, ωστόσο, θα πρέπει να συνυπολογιστεί , μεταξύ άλλων, ότι:
- Τα ακίνητα πωλήθηκαν περίπου 100 εκατ. ευρώ κάτω της αντικειμενικής τους αξίας
- Η τιμή της πώληση ήταν 261 εκατ. ευρώ. Η τιμή της μίσθωσης ξανά από το Δημόσιο φτάνει 520 εκατ. ευρώ, χωρίς δυνατότητα νομοθετικής ρύθμισης για μείωση του μισθώματος
- Μισθώθηκαν ξανά ακίνητα που ήταν αχρησιμοποίητα από το Δημόσιο
- Το Δημόσιο ανέλαβε τα έξοδα συντήρησης, ακόμα και για τα ακίνητα που δεν χρησιμοποιεί
- Μετά το τέλος της σύμβασης, τα ακίνητα δεν επιστρέφουν στο Δημόσιο, απλά αυτό αποκτά δικαίωμα προαίρεσης να επανακτήσει την κυριότητα των ακινήτων, αλλά στην αγοραία κατά το χρόνο εκείνο αξία τους.
Εκτός της εισαγγελικής έρευνας, κατά την πρώτη περίοδο τη διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ο τότε Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Περιουσίας, Δημήτρης Κλούρας είχε ξεκινήσει ενδελεχή συλλογή στοιχείων για την υπόθεση. Μία έρευνα όμως που δεν παραδόθηκε ποτέ, καθώς, όπως σημειώνει ο ίδιος, τον Αύγουστο, λίγες μέρες πριν την ολοκλήρωση της, ζητήθηκε από την κυβέρνηση αιφνιδιαστικά η παραίτησή του. Στην επιστολή παραίτησης ο κ.Κλούρας σημειώνει:
«Σ’ αυτό το σημείο αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τη βαθύτατη λύπη μου, διότι εντός των επόμενων ολίγων ημερών θα ολοκληρωνόταν, όπως είχα αρμοδίως (προφορικώς και εγγράφως) ενημερώσει τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, κ. Τρ. Αλεξιάδη, η έρευνά μας σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση των 28 ακινήτων, καθώς και η σύνταξη σχετικού γνωμοδοτικού πορίσματος, με καταγραφή σημαντικότατων ευρημάτων, τα οποία θα έπρεπε να γνωστοποιηθούν στη Δικαιοσύνη και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Δυστυχώς, και όλως περιέργως, το αιφνίδιο και επιτακτικό αίτημα για υποβολή της παραίτησής μου, οδηγεί στην αδυναμία ολοκλήρωσης του όλου εγχειρήματος. Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω στην ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας από το νέο Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Περιουσίας.»
Η έρευνα αυτή δεν συνεχίστηκε ποτέ. Στα μέσα του 2017, ο πρώην Γ.Γ. Δημόσιας Περιουσίας γράφει σε άρθρο του:
«Είχα ήδη αποστείλει, στα πλαίσια της αυτονόητης συνεργασίας της Γενικής Γραμματείας με την Εισαγγελία Διαφθοράς, η οποία επίσης διεξήγαγε έρευνα, σημαντικό αριθμό έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων και ανέμενα την απάντηση του ΤΑΙΠΕΔ σε αίτημά μου για την αποστολή πρόσθετων και ιδιαιτέρως κρίσιμων για την υπόθεση εγγράφων. Ήδη μάλιστα είχα ξεκινήσει τη σύνταξη γνωμοδοτικού πορίσματος για τη συγκεκριμένη υπόθεση, που θα παρείχε την πλήρη νομική υποστήριξη των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου, ως προς το σύνολο των πτυχών της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω πόρισμα ουδέποτε ολοκληρώθηκε και ουδέποτε ζητήθηκε η συνδρομή μου. Δεν γνωρίζω μάλιστα, εάν τελικώς το ΤΑΙΠΕΔ απέστειλε τα αιτούμενα έγγραφα στο διάδοχό μου.»
Και λίγο παρακάτω, ο Δημήτρης Κλούρας καταγράφει και την ενημέρωση για τις εκκρεμμείς υποθέσεις, που είχε αφήσει μαζί με την παραίτηση του:
«Υπόθεση 28 ακινήτων (sales and lease back): Συνέχιση της έρευνας, που είχαμε ξεκινήσει (εκκρεμεί απάντηση από το ΤΑΙΠΕΔ), σύνταξη πορίσματος και ενημέρωση ΝΣΚ για άσκηση πολιτικής αγωγής στην εκκρεμή ποινική διαδικασία, αλλά και άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Επίσης, προώθηση της κατάργησης της νομοθετικής πρόβλεψης για αστική και ποινική ασυλία των εκάστοτε μελών του Δ.Σ. του ΤΑΙΠΕΔ, καθώς και διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου. Όλα αυτά έχουν επισημανθεί εγγράφως, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, κο Τρ. Αλεξιάδη».
Αντίθετα, η κυβέρνηση έπειτα κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για τη νέα απόπειρα ασυλίας σε στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ, οι συντάκτες της ρύθμισης υποστηρίζουν ότι αρκεί η έγκριση μίας τέτοιας σύμβασης από το Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να κρίνεται αυτόματα επωφελής. Στην περίπτωση των 28 ακινήτων, αυτό συνέβη μεν, αλλά με έναν σημαντικό αστερίσκο δε. Δηλαδή, το Ελεγκτικό Συνέδριο ενέκρινε (με τη… δεύτερη) τη σύμβαση, αλλά ουσιαστικά το έκανε δηλώνοντας αναρμόδιο να κρίνει το οικονομικό σκέλος της συναλλαγής, αρκούμενο στη γνωμοδότηση του… Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων. Και καθώς κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να επαναληφθεί στο μέλλον, εμπεριέχεται ο κίνδυνος το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων να αποφασίζει μόνο του και να απαλλάσσει ταυτόχρονα… τον εαυτό του.
Συγκεκριμένα, στη πρώτη συνεδρίαση, το 2014, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να εγκρίνει τις συμβάσεις, καθώς «δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ως προς το αν η ελεγχόμενη συναλλαγή είναι επωφελής και συμφέρουσα για το Ελληνικό Δημόσιο» κι επίσης «σε όλα τα στάδια της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας μετείχαν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ οι εταιρείες NBG Securities SA και Eurobank Equities Investment Firm A.E., θυγατρικές και απολύτως ελεγχόμενες από τους ομίλους της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Eurobank Ergasias αντίστοιχα, οι οποίες όφειλαν να απέχουν από τη διαδικασία καθόσον τελούσαν σε ιδιαίτερες σχέσεις με εταιρείες που μετείχαν ως διαγωνιζόμενοι».
Μετά από αίτημα το ΤΑΙΠΕΔ, το Ελεγκτικό Συνέδριο συνεδρίασε ξανά και, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αλλαγή στις συμβάσεις άναψε το «πράσινο φως», νίπτοντας τας χείρας του όμως ως προς το οικονομικό σκέλος. «Τα οικονομικό μέρος της συμφωνίας, «άπτεται οικονομικών ζητημάτων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και αμιγώς τεχνικές κρίσεις, οι οποίες δε μπορούν να ελεγχθούν στην ουσία τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο». Ενώ στη συνέχεια, αν και η προηγουμένως οι συμβάσεις δεν ήταν επαρκώς δικαιολογημένες, ξαφνικά «σε κάθε δε περίπτωση, η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με τον επωφελή και συμφέροντα χαρακτήρα της ελεγχόμενης συναλλαγής»,…
Τα στοιχεία όμως για την υπόθεση ήταν τόσο σοβαρά, που παρά την δυσθυμία της κυβέρνησης να συνεχίζει να ερευνάει το ζήτημα, μέρος της δικαστικής εξουσίας ανέλαβε δράση, προξενώντας σοβαρές αντιδράσεις από την πλευρά των δανειστών. Το ζήτημα των διώξεων των εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ απασχόλησε έντονα τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση, με τους δανειστές μάλιστα να εκβιάζουν την Ελλάδα ότι εάν δεν μεριμνήσει για την προστασία των εμπειρογνωμόνων, δεν θα λάβει την επόμενη δόση του δανείου. Στις συνεχείς πιέσεις, κυρίως από τον υπουργό Οικονομικών της Ισπανίας, Λουίς ντε Γκίντος, τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Ντομπρόφσκις και τον Γερούν Ντάισελμπλουν, η κυβέρνηση απάντησε το περασμένο καλοκαίρι με νόημα ότι «η Ελλάδα θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου, στο πλαίσιο της έννομης τάξης και της δικαιοκρατίας, το θέμα που έχει προκύψει με τους τρεις εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ, να διευθετηθεί άμεσα και αποτελεσματικά»
Λίγο αργότερα, με επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, η κυβέρνηση παραιτήθηκε από πολιτική αγωγή στην υπόθεση και ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επιχείρησε να την κλείσει, αναιρώντας το παραπεμπτικό βούλευμα. Ο εισαγγελέας όμως, Ανδρέας Καραφλός επανήλθε, ζητώντας ξανά, στα μέσα Δεκεμβρίου, την ποινική δίωξη των έξι του ΤΑΙΠΕΔ, επαναφέροντας ξανά την υπόθεση, αυτήν τη φορά καθώς φαίνεται ως προαπαιτούμενο της τρίτης αξιολόγησης. Αυτήν τη στιγμή η υπόθεση βρίσκεται στα «χέρια» του Συμβουλίου Εφετών, που θα αποφανθεί προσεχώς. Και όπως φαίνεται, η κυβέρνηση κάνει ο,τι μπορεί ώστε η απόφαση αυτή να είναι απαλλακτική.
Παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη: Μύθοι και αλήθειες
Όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής άσκησε κριτική στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την «αντισυνταγματική ηλεκτρονική υποβολή πλήρους πόθεν έσχες», Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ φώναζαν τότε για παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. «Δεν υπάρχει προηγούμενο η ηγεσία της Δικαιοσύνης να καταγγέλλει δημοσίως τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό για ωμή παρέμβαση στο έργο της» έλεγε τότε η ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε ότι πρόκειται για «νέα, προκλητική, ωμή παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης στο έργο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, και μάλιστα από το βήμα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος». Την ίδια στάση κράτησε η αξιωματική αντιπολίτευση και στην υπόθεση της Ηριάννας, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλούσε για « απαράδεκτες παρεμβάσεις και επιθέσεις της Κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη», σχολιάζοντας τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για τη μη αναστολή της ποινής της.
Ενώ λοιπόν η αντιπολίτευση ασκεί κριτική σε απλές κυβερνητικές δηλώσεις κριτικής προς δικαστικές αποφάσεις, σωπαίνει σε διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 399, όπου οι παρεμβάσεις νομοθετούνται. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά. Από την αρχή της μνημονιακής περιόδου, δημιουργήθηκε μία καινούρια κατηγορία τεχνοκρατών, που θεσμοθετήθηκε από τους δανειστές και, μολονότι έχει ιδιαίτερα σοβαρά καθήκοντα, απολαμβάνει πλήρους ασυλίας.
Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που είναι πάνω από τον νόμο, όπως όλα ταστελέχη του Υπερταμείου και (σταδιακά) του ΤΑΙΠΕΔ, τα στελέχη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα τραπεζικά στελέχη που εμπλέκονται στην αναδιάρθρωση «κόκκινων» δανείων, ενώ η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων βάσει του ιδρυτικού της νόμου «δεν υπάγεται σε κανενός είδους έλεγχο είτε από κυβερνητικούς είτε από κρατικούς φορείς». Το «περίεργο» εδώ είναι ότι τα κόμματα σωπαίνουν, ενώ οι Ενώσης Δικαστών έχουν καταγγείλει επανειλημμένα τις διατάξεις περί ασυλίας, ως προβληματικές και με ζητήματα συνταγματικότητας
Μιλώντας στους Financial Times πριν μερικές μέρες, ο τέως πλέον πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, υποστήριξε ότι «ο Πρωθυπουργός Τσίπρας και ασφαλώς ο Ε. Τσακαλώτος, έχουν αλλάξει εντελώς τη σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Σχεδόν όλα είναι πιο εύκολα από τότε, είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση» Σήμερα, που η κυβέρνηση υλοποιεί ακόμα ένα πολυνομοσχέδιο με κάθε λογής προαπαιτούμενα, επιχειρώντας να αθωώσει συνεργάτες των δανειστών από βαρύτατες ευθύνες, φαίνεται ότι ο Ντάισελμπλουμ έχει απόλυτο δίκιο.